Για τον καπετάν Σπύρο που έσωσε δεκάδες στα Κύθηρα, δεν υπάρχει η λέξη ήρωας
Για άλλο ένα καλοκαίρι, η Ελλάδα τυλίχθηκε στις φλόγες. Στα Κύθηρα, εκατοντάδες άνθρωποι παγιδεύτηκαν στην παραλία του Λημνιώνα. Για καλή τους τύχη, ο Σπύρος Κασιμάτης και το Glass Botom ήταν εκεί. Ο καπετάν Σπύρος μίλησε στο OneMan για την αλληλεγγύη του κόσμου να βοηθήσει στην επισκευή του σκάφους, αλλά και για το πολύ λεπτό όριο μεταξύ ήρωα και δολοφόνου.
- 5 ΣΕΠ 2025
Η σεζόν στα Κύθηρα δεν είναι μεγάλη. Με ένα σκάρτο δίμηνο δουλειάς, λες και ευχαριστώ. Αρκούν εξήντα μέρες για να σου βγάλουν τον χρόνο; Δύσκολα. Κι αν βγάλεις και τις μισές, απίθανο.
Για τον Σπύρο Κασιμάτη, η σεζόν σταμάτησε στις 26 Ιουλίου. Εκείνη τη μέρα, ο «καπετάνιος των Κυθήρων» δεν έκανε το κλασικό δρομολόγιο από το Καψάλι στη Χύτρα.
40 μέρες πριν, ο καπετάν Σπύρος μετέφερε περισσότερους από 80 ανθρώπους που είχαν εγκλωβιστεί στην παραλία του Λιμνιώνα, λόγω φωτιάς, στην ασφάλεια του λιμανιού. Αν δεν προσέγγιζε το Glass Bottom την ακτή, δεκάδες άτομα, ανάμεσα τους μικρά παιδιά και ηλικιωμένοι, θα κινδύνευαν σοβαρά.
Δεν ήθελε να αφήσει κανέναν πίσω και υπερφόρτωσε το σκάφος. Όταν είδε τη μία μηχανή να χαλάει, συνέχισε ψύχραιμα την πορεία προς το λιμάνι και όταν κατάφερε να «δέσει» στο Καψάλι, το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν η ζημιά που υπέστη το πλεούμενο.
«Έπρεπε να δέσω στο μόλο, με οποιοδήποτε κόστος», μου λέει στο τηλέφωνο, περιγράφοντας τις πιο αγχωτικές στιγμές που έχει βιώσει στη ζωή του. «Η απόσταση ανάμεσα στον δολοφόνο και τον ήρωα είναι πολύ μικρή», μου εξηγεί.
Το νησί έχει σχεδόν ερημώσει, τώρα. Η μεγάλη ζημιά των 75 χιλιάδων ευρώ καλύφθηκε από τη μεγάλη επιθυμία γνωστών και αγνώστων να βοηθήσουν τον Σπύρο να ρεφάρει. Ρώτησε το αρμόδιο υπουργείο για το αν προβλέπεται κάποια στήριξη και η απάντηση που έλαβε ήταν αρνητική.
Όταν σβήνουν οι φωτιές, το κράτος έχει την ίδια επιρροή με όσα συμβαίνουν και κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών. Δυστυχώς, απουσιάζει.
«Προσπάθησα να βρω μια άκρη με το κράτος. Όταν ξέσπασε η φωτιά, με σταμάτησαν από τη δουλειά και μου είπαν “σταματάς ό,τι κάνεις και φεύγεις για την παραλία”. Αντί να τους στείλει από άλλον δρόμο που δεν είχε φωτιά, η απόφαση του 112 πάρθηκε για αυτή την παραλία.
Τα άλλα σκάφη δεν μπορούν να φτάσουν τόσο κοντά. Όταν ρώτησα τα υπουργεία για το αν προβλέπεται κάποια στήριξη κι ότι εγώ έκανα το χρέος μου, μου απάντησαν ότι δεν υπάρχουν κονδύλια για μια τέτοια κίνηση.
Δε ζήτησα πετρέλαια, έπαθα μεγάλη ζημιά. Το κράτος είπε ότι δεν υπάρχει κάτι. Φαντάσου πόσοι είναι στη θέση τη δική μου. Έχω προβεί σε πάνω από 20 διασώσεις, δεν έχω ζητήσει ποτέ ούτε μισό πετρέλαιο. Έπαθα μεγάλη ζημιά», αναφέρει στο OneMan.
Η απουσία του κράτους καλύφθηκε από την αλληλεγγύη του κόσμου, για άλλη μια φορά, σε άλλο ένα τόπο. Τις πρώτες μέρες, ο Σπύρος δεν ήθελε ούτε να ακούει για τον έρανο.
«Πέντε φίλοι άρχισαν να με πιέζουν. Τους έλεγα ότι θα το επωμιστώ εγώ όλο το ποσό της ζημιάς. Αυτοί οι φίλοι είχαν δει πώς δουλεύουν αυτές οι πλατφόρμες. Στην αρχή, τις πρώτες 15 μέρες αντιδρούσα και έφευγα όταν μιλούσαν για αυτό, ντρεπόμουν να ζητήσω χρήματα για ένα τέτοιο πράγμα. Όταν υπάρχουν αρρώστιες γύρω, το θεωρούσα άδικο να γίνει κάτι τέτοιο για μένα.
Μια μέρα ήρθαν κάτι ξένοι και μου έδωσαν 100 ευρώ και επέμεναν, και μου άλλαξαν το μυαλό. “Μας τιμάς αν δεχτείς τα λεφτά”, μου είπαν. Ένα ζευγάρι Πολωνών ήταν. Και μετά από 15 μέρες λέω στα παιδιά “άντε να το κάνουμε”. Δεν έβαλαν λεφτά οι πλούσιοι φίλοι μου, αλλά απλοί άνθρωποι, φίλοι και πελάτες, και φτάσαμε στα 75 χιλιάρικα σε 10–15 μέρες.
Έλαβα πάρα πολλές δωρεές από ανθρώπους που δε γνωρίζω. Τα γκαρσόνια στα μαγαζιά, μια κυρία που καθαρίζει δωμάτια. Έχω και εκατομμυριούχους φίλους που δεν έβαλαν ούτε ένα ευρώ. Οι πλούσιοι έχουν αποξενωθεί πολύ από την κοινωνία. Ένας συμμαθητής μου που ξέρω ότι δεν είναι καθόλου άνετος οικονομικά, έβαλε χίλια ευρώ.
Τώρα έχουμε ένα άλλο θέμα. Όταν περάσουν τα λεφτά της δωρεάς, θα μου κρατήσουν και 10%; Θα τους δώσω 24% ΦΠΑ για τα ανταλλακτικά, αλλά να πάρουν και τα λεφτά της δωρεάς; Υπάρχει μια υποψία, ποιος ξέρει;», αναρωτιέται ο Σπύρος.
Να κρατάει τόκο το σύστημα από μια δωρεά που αντικαθιστά τον κρατικό μηχανισμό και σε βοηθά να σώσεις τη δουλειά σου, θυμίζει πιο πολύ τοκογλύφο πάντως, παρά σοβαρό κράτος.
«Έχω χάσει πολλή δουλειά, με το μικρό όταν κάνει καιρό δεν μπαίνεις. Δεν έχω άλλη δουλειά, με αυτό βιοπορίζομαι, να ζήσω, να πληρώσω τις υποχρεώσεις μου. Αυτά τελείωσαν, ούτε ζήτησα. Αυτό είναι το τίμημα μεταξύ σε εμένα και στην απόφαση που πήρα. Πήρα την απόφαση και την πληρώνω», προσθέτει και θυμάται στιγμές από μια απόφαση που έσωσε ζωές.
«Η απόσταση από το να πάνε όλα καλά, στο ναυάγιο, είναι πολύ μικρή. Δεν έχω αγχωθεί περισσότερο στη ζωή μου. 32 χρόνια κουβαλάω ανθρώπους και τους πηγαίνω για μπάνιο στη σπηλιά, παρακολουθώ τις αντιδράσεις τους και η έγνοια μου είναι ότι πρέπει κάθε φορά να τους γυρίσω ασφαλείς πίσω στο λιμάνι. 32 χρόνια κάνω αυτό το πράγμα. Αυτό έκανα και εκείνη τη μέρα, σε άλλη όμως συνθήκη.
Έχω ζήσει άλλες δύο φωτιές στο Μελιδόνι και στο Καλάμι. Όταν πέφτει ο καπνός πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, αν δεν ξέρεις πώς να βάλεις την πετσέτα και να αναπνέεις μέσα από αυτή, μπορεί να πεθάνεις από τους καπνούς», εξηγεί ο Σπύρος και συμπληρώνει:
«Κανονικά, μπορώ να ανεβάσω συνολικά 46 άτομα, επειδή έχω μια τουαλέτα. Ήθελα να πάρω όσο το δυνατόν περισσότερους γίνεται. Η γραμμή φόρτωσης πλησίαζε προς το όριο και μετρήσαμε 89 ανθρώπους. Δεν έφευγα από την παραλία για να μην αφήσω 40 άτομα πίσω. Ήταν νέοι, ευτυχώς. Έπεφταν καπνοί πάνω μας και φύγαμε, είχα παιδάκια και ηλικιωμένους και αποφάσισα να πάω προς το λιμάνι.
Παιδάκια έκλαιγαν, άνθρωποι σε πανικό. Σκεφτόντουσαν το σκύλο, το γατάκι που μπορεί να είχαν αφήσει σπίτι, στο Μυλοπόταμο, στο χωριό που εκκενώθηκε. Αν ο καπνός δε σταμάταγε, αυτοί οι άνθρωποι θα είχαν πρόβλημα. Ευτυχώς, σταμάτησε ο αέρας και δεν πήγε πάνω.
Όταν πιάσαμε λιμάνι, δε με ενδιέφεραν οι μηχανές. Είδα λάδια παντού, κατάλαβα ότι έπαθα μεγάλη ζημιά, αλλά πήγα και ήπια μια μπύρα να ηρεμήσω. Χαιρόμουν παρότι κατάλαβα ότι χάσαμε τουλάχιστον ένα δεκαήμερο δουλειάς μέσα στον Αύγουστο.
Όταν έδεσα όμως πάνω στο μόλο, η μία μηχανή κόλλησε και γκάζωσα για να φύγω από τους καπνούς. Πιάσαμε 19 μίλια, απομακρυνθήκαμε και μετά κόλλησε η μία μηχανή επιτόπου. Ήμασταν ρελαντί, αντί για 15 λεπτά κάναμε μιάμιση ώρα. Προσπαθούσαμε να ηρεμήσουμε τον κόσμο και του λέγαμε ότι δεν έγινε κάτι, για να μην καταλάβει ότι είμαστε με μία μηχανή. Ήταν ατελείωτη αυτή η μιάμιση ώρα. Σκεφτόμουν ότι έπρεπε να δέσω στο μόλο. Με οποιοδήποτε κόστος.
Τις επόμενες μέρες είπα στα παιδιά να με παρακολουθούν, πονούσε η καρδιά μου. Μου ερχόταν στο μυαλό ο λιμενάρχης στο Σάμινα που πέθανε μια εβδομάδα μετά. Το δολοφόνος από το ήρωας, μια τρίχα διαφορά είναι.
Θα μπορούσα να το χτυπήσω κάπου, είχα 100 προβλήματα. Ποιος μου έλεγε εμένα ότι δε θα πάθει κάποιος κάτι; Η ευθύνη ήταν τεράστια», περιγράφει απνευστί ο Σπύρος. Του μετέφερα μια ατάκα που θυμάμαι να μου λέει ο Κώστας Τασιόπουλος. Ο «παππούς με τη βάρκα» από την Καρδίτσα, δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι σπουδαίο και γελούσε όταν τον έλεγαν ήρωα. Το ίδιο και ο Σπύρος.
«Δεν υπάρχει η λέξη ήρωας. Δεν ήμουν ήρωας. Όλοι θα με έλεγαν δολοφόνο αν πήγαινε κάτι λάθος. Στη ζημιά της μηχανής δεν είπα τίποτα. Δεν ήθελα να πανικοβληθεί κανείς εκεί μέσα. Δεν άνοιξα να δω τι έχω πάθει. Λέω θα πάμε με τη μία σιγά-σιγά, και όπως μας βγάλει», καταλήγει ο Σπύρος Κασιμάτης.
«Και τώρα, ο χειμώνας, τι θα γίνει;», τον ρωτάω κάπως αμήχανα. «Θα βγει ο χειμώνας. Θα μας γυρίσει 1–2 χρόνια πίσω, αλλά τι να κάνουμε», μου απαντάει.
Δεν τον ενδιέφερε στ’ αλήθεια τόσο ο χειμώνας. Από τη στιγμή που κατάφερε να δέσει στο μόλο εκείνη τη μέρα, όλα περνούν. Κι ας μην είναι μεγάλη η σεζόν στα Κύθηρα.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.