ORIGINALS

Η μεγαλύτερη αλητεία που έκανα στην εφηβεία

Αυγά από μπαλκόνια, νεράντζια σε λεωφορεία και μικροκλοπές. Οι δημοσιογράφοι του Oneman τις έκαναν τις αταξίες τους.

Θέλω να αφιερώσεις 5 λεπτά απ’ το χρόνο σου και σκεφτείς ένα πράγμα: ποια ήταν η τελευταία αλητεία που έκανες;

Είχες πει ότι θα αρχίσεις δίαιτα και τελικά έφαγες γλυκό; Άφησες ένα μέιλ δουλειάς αναπάντητο ενώ το είχες διαβάσει; Έφυγες απ’ τη δουλειά 5 λεπτά πριν κλείσεις οκτάωρο ή είπες στο κορίτσι σου ότι θα βγεις για μια μπίρα και τελικά ήπιες 4;

Ουάου, είσαι ένας αληθινός γκάνγκστερ. Δυστυχώς, όλες οι αλητείες που κάνει ένας ενήλικας, τουλάχιστον αν δεν είναι κακοποιός, έχουν ένα κοινό: είναι τρομερά φλώρικες.

Οι αλητείες της εφηβείας πάλι, δεν ήταν, ή τουλάχιστον δεν τις ένιωθες σαν φλώρικες. Όταν χτυπούσες κουδούνια ή πετούσες νεράντζια, ένιωθες σαν τον μεγαλύτερο bad ass της γης ολόκληρης παρ’ ότι ήξερες ότι η σκληρότερη τιμωρία με την οποία κινδύνευες ήταν απλά το να σου κόψουν τις εξόδους ή το χαρτζιλίκι.

Ωραία χρόνια. Σ’ αυτά γυρνάνε κι οι δημοσιογράφοι του Oneman για να θυμηθούν τις μεγαλύτερες αλητείες της εφηβείας τους.

Πετούσε αυγά από το μπαλκόνι, ο Γιώργος Μυλωνάς

 

Στο 55 της Πανόρμου, στους Αμπελοκήπους υπήρχε ένα μαγαζί με ρούχα (σήμερα είναι κάβα), το οποίο είχε μπροστά από τη βιτρίνα του ένα πράσινο χαλί. Το συγεκριμένο χαλί για λίγο καιρό είχε αποκτήσει ένα πιο ανοιχτό χρώμα και μία δυσάρεστη οσμή, αφού δύο κωλόπαιδα γύρω στα δώδεκα, ήμουν το ένα από τα δύο, βαρέθηκαν να περνάνε την ώρα τους στο μπαλκόνι του πέμπτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας μπουγελώνοντας το ένα το άλλο και πετώντας νεράτζια στους περαστικούς και στα αυτοκίνητα, οπότε είπαν να περάσουν την ‘αλητεία’ τους στο επόμενο επίπεδο.

Έτσι, ένα μεσημέρι κατευθήνθηκαμε σ’ ένα κοντινό σούπερ μάρκετ, αγοράσαμε μία δωδεκάδα αυγά και αποφασίσαμε πως θα ήταν γαμάτο να τα πετούσαμε από το μπαλκόνι στους περαστικούς. Το μόνο που θυμάμαι μετά τα πρώτα τέσσερα που πετάξαμε, τα δύο πρώτα προσγειώθηκαν στο προαναφερθέν χαλί και τα δύο επόμενα στα πόδια ενός πεζού, είναι εμένα και τον φίλο μου κρυμμένους και σχεδόν κλαμένους από το φόβο πίσω από τον καναπέ (του σπιτιού του φίλου μου), όσο ο περαστικός που είχε φάει τα αυγά στα πόδια βρισκόταν στην είσοδο του σπιτιού και έλουζε με κοσμητικά επίθετα την μητέρα του φίλου μου, η οποία αντί να μας δώσει στεγνά στον έξαλλο περαστικό, μας προστάτεψε.

Ελεύθερος σκοπευτής από το μπαλκόνι και ο Πάνος Σεϊτανίδης

Ο κύριος Μυλωνάς δεν είχε αποκλειστικό το ρόλο του «βομβαρδιστή» από τα μπαλκόνια. Τα ίδια χούγια είχε και η αφεντιά μου στην τρυφερή παιδική ηλικία. Μόνο που τούτου του ελεύθερου σκοπευτή το πεδίο δράσης ήταν στο Περιστέρι. Πάνω στη Θηβών, από τον τρίτο όροφο, με στάση λεωφορείων στο βεληνεκές του σημείου ρίψεων.

Τουλάχιστον τα δικά μου πυρομαχικά λέρωναν λιγότερο από τα αυγά. Μικροί σβόλοι από φυτό ακόμα άγνωστο για μένα που μεγάλωνε στις ζαρντινιέρες και έμοιαζαν με νάρκες, μικροσκοπικά πετραδάκια που ενοχλούσαν αλλά δεν πονούσαν και στις ημέρες που γιγαντωνόταν μέσα μου το θράσος, έπαιρνα και το λάστιχο ποτίσματος για… σφηνάκια ποτίσματος που ηθελημένα έχαναν τον θεωρητικό στόχο (φυτά) και πετύχαιναν τον απώτερο (άμοιροι άνθρωποι).

Το καλό είναι πως η μάνα μου είχε (και έχει) ολόκληρο δάσος στο μπαλκόνι, άρα παρέμενα καλά καμουφλαρισμένος με αποτέλεσμα να μη ξέρουν από τους ερχόταν!

Έκλεβε μαρκαδόρους, ο Πάνος Κοκκίνης

 

Μιλάμε για ένα μικρό βιβλιοπωλειό, επί της Θησέως στην Καλλιθέα, που άνηκε σε ένα γλυκύτατο παππού. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να εκμεταλευτώ το γεγονός ότι δεν έβλεπε και πάρα πολύ καλά. Για την ακρίβεια εγώ δεν έκλεψα τίποτα. Ήμουν και παραμένω πολύ φλώρος για να κάνω κάτι παράνομο. Ήμουν απλώς ο τσιλιαδόρος όσο ο φίλος μου ο Χρήστος, μικρό παιδί αλλά μεγάλο τσογλάνι, πήρε μια χούφτα μαρκαδόρους. Δεν τους χρειαζόταν. Απλώς ήθελε να δοκιμάσει τις ‘δυνάμεις’ του στο άθλημα. Τι εννοιείς πόσο φλώρος; Τόσο ώστε με έφαγαν μετά οι τύψεις, το είπα στη μάνα μου, με σάπισε στο ξύλο και με υποχρέωσε να πάω πίσω στο μαγαζί και να πληρώσω από το χαρτζιλίκι μου ότι έκλεψε ο άλλος.

Νεράντζια στα λεωφορεία, ο Ηλίας Αναστασιάδης

Ο τσακωμός μου με τη ματσοσύνη ξεκίνησε αχάραγα, από την παιδική μου ηλικία. Οι φίλοι μου δεν ήταν ούτε οι μεγαλύτεροι αλητάμπουρες που έχεις γνωρίσει αλλά ούτε και παναγίες. Ήταν κανονικά παιδιά. Είχαμε ας πούμε τον Ιωσήφ που μας παρακαλούσε να μην κάνουμε φασαρία όταν τον αφήναμε σπίτι, για να μην ενοχλήσουμε τους γονείς του. Ναι, αλλά κάτι μεσημέρια που μαζευόμασταν σπίτι του για να χαζολογήσουμε (άνευ γονέων και κηδεμόνων), ο Ιωσήφ ζωνόταν με αυγά, έβγαινε στο μπαλκόνι και πυροβολούσε τους πάγκους της λαϊκής στον δρόμο από κάτω. Το ίδιο και οι άλλοι κολλητοί μου. Εγώ έμενα μέσα και γελούσα ή χάζευα τίτλους από την -πολύ ενημερωμένη- βιβλιοθήκη του σαλονιού. Αυτός ήμουν. Τι να κάνω; Όπως επανειλημμένα έχω τονίσει, η πιο αντρική μου πλευρά ως παιδάκι ήταν ότι έπαιζα πολύ μπάσκετ και ποδόσφαιρο. Αυτά.

Σε μια φοβερή εξόρμηση πίσω απ’ το μικρό εκκλησάκι του Άι Νικόλα στην Ηλιούπολη, έγραψα τη μέγιστη εφηβική μου αλητεία πετυχαίνοντας από απόσταση είκοσι μέτρων ένα διερχόμενο λεωφορείο με νεράντζι. Οι κολλητοί μου με κοίταγαν και έτριβαν τα μάτια τους. Με εξαίρεση κάτι κουδούνια που είχαμε ξεχαρβαλώσει από το πολύ πάτημα σε μια πολυκατοικία απέναντι από το γυμνάσιο, το εύστοχο νεράντζι ήταν το ρεκόρ μου στον κόσμο της παραβατικότητας και έστω για ένα απόγευμα, οι φίλοι μου έπρεπε να κάνουν κάτι πιο ακραίο για να με ξεπεράσουν. Για μια στιγμή σκέφτηκαν να σκοτώσουν τον οδηγό σημαδεύοντάς τον με σφεντόνα. Μετά άναψε πράσινο και το λαβωμένο (ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ) λεωφορείο πάτησε γκάζι και βγήκε από το κάδρο μας.

Μπορεί να με βοήθησε ο Άγιος Νικόλαος, ο προστάτης των ναυτικών, δεν ξέρω.

Κάτι χαζά μεθύσια, ο Αντώνης Τζαβάρας

 

Τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής κι εφηβικής μου ηλικίας τα πέρασα σε μια κατασκήνωση στο εξωτικό Καπανδρίτι. Όσοι έχουν πάει κατασκήνωση, ξέρουν ότι τα πάντα εκεί μπορούν να προσλάβουν διαστάσεις αστικού μύθου. Από τον weird επιστάτη που τα βράδια μεταμορφώνεται σε γρύπα, μέχρι το γιουβέτσι της διπλανής κατασκήνωσης που είναι τίγκα στα αναβολικά για να μας κερδίζουν τα κωλόπαιδα στο μπάσκετ. Από ένα σημείο και μετά, βέβαια, οι προβληματισμοί περιορίζονται σε δύο τομείς: στο σεξ και σε κάτι άλλο, το οποίο αλλάζει κατά περίπτωση.

Το καλοκαίρι της Β’ Γυμνασίου, το δικό μας ‘κάτι άλλο’ ήταν το μεθύσι. Για κάποιο λόγο, εκείνο το καλοκαίρι θεωρούσαμε ιερή υποχρέωσή μας το να μεθύσουμε για πρώτη φορά στη ζωή μας. Μετά από εντατικό brainstorming και πολύωρο στρατηγικό σχεδιασμό τα μεσημέρια της υποχρεωτικής κατάκλισης, αποφασίσαμε να μεθύσουμε λίγο πριν το τέλος της κατασκηνωτικής περιόδου, ένα βράδυ πριν το τελευταίο επισκεπτήριο της σεζόν. Αυτό το τελευταίο αποδείχτηκε φοβερή αστοχία. Τέλος πάντων, δύο ώρες μετά το σιωπητήριο, όταν πλέον όλοι κοιμούνταν, πέντε αποφασισμένοι κατασκηνωτές κουτρουβαλήσαμε έναν λόφο, διασχίσαμε έρπειν ένα χωμάτινο γηπεδάκι ποδοσφαίρου και βγήκαμε στο δρόμο που αποτελούσε το σύνορο του έξω κόσμου, εκμεταλλευόμενοι μια τρύπα που είχαμε εντοπίσει στην περίφραξη της κατασκήνωσης.

Το σχέδιο ήταν να περπατήσουμε μέχρι να βρούμε ένα μπαρ στο οποίο θα πίναμε τα πρώτα μας κοκτέιλ και ποιος ξέρει τι άλλο πρώτο θα μας συνέβαινε. Εννοείται ότι το σχέδιο δεν πέτυχε, γιατί ήταν γεμάτο τρύπες και φανταστικά ιδανικά δεδομένα. Βασικά, δεν πέτυχε γιατί δεν φτάσαμε ποτέ σε μπαρ. Μετά από κάνα σαραντάλεπτο περπάτημα σε ένα έρημο επαρχιακό δρόμο, το μόνο πράγμα που συναντήσαμε εκτός από τα διερχόμενα αυτοκίνητα ήταν μια καντίνα. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά ο παππούλης που διανυκτέρευε εκεί, δέχτηκε να μας πουλήσει μερικές μπίρες. Τις πήραμε κι αποφασίσαμε να τις πιούμε στο δρόμο της επιστροφής. Οι τέσσερις από τους πέντες ψιλοζαλιστήκαμε, ο ένας από εμάς μέθυσε όντως. Μέθυσε, ξέρασε και λίγο πριν φτάσουμε στην τρύπα της περίφραξης μας ανακοίνωσε ότι ήθελε να κοιμηθεί. Και τον αφήσαμε να κοιμηθεί. Έξω από την κατασκήνωση, σε ένα βολικό χαντάκι. Εκεί τον βρήκαν οι γονείς του λίγες ώρες αργότερα, όταν ήρθαν για το επισκεπτήριο.

Ντου στα παιδιά της άλλης κατασκήνωσης, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Σαν παιδί κι εγώ, έχω πετάξει τα αυγά και τις νερόμπομπές μου απ’ τα μπαλκόνια, έχω χτυπήσει τα κουδούνια μου κι έχω κάνει τις τηλεφωνικές μου φάρσες.

Το χειρότερο όμως που έχω κάνει, πρέπει να ήταν σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση του σχολείου μου. Έχοντας χτυπήσει με νερά, αυγά, αφρούς ξυρίσματος και μπουκάλια γεμάτα κάτουρα όποιον γνωστό είχαμε εκτός παρέας, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε τις επιθέσεις μας εκτός του κύκλου των συμμαθητών μας.

Ο στόχος βρέθηκε στα πρόσωπα μιας άλλης κατασκήνωσης που είχε την ατυχία να μένει στον ίδιο χώρο με μας. Η αποστολή, απλή. Γεμίσαμε ‘πολεμοφόδια’ και αργά τη νύχτα εξαπολύσαμε επίθεση σε απορημένα παιδιά τα οποία δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ στη ζωή μας, με υλικά που άφηναν λεκέδες και ουρλιαχτά που άφηναν τραύματα.

Προφανώς, οι συνοδοί των παιδιών τρόμαξαν, μας πήραν στο κυνήγι, ορισμένοι από εμάς έφαγαν και μερικές ‘ψιλές’ κι εγώ θυμάμαι ότι κρύφτηκα σε μια τσουλήθρα παιδικής χαράς μέχρι να μας σώσουν (έξαλλοι) οι δικοί μας καθηγητές για να μας κατασιαδιάζουν όλο το βράδυ.

Αν με ρωτάς, άξιζε και με το παραπάνω.

Ο αταξίας της τάξης, ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

 

Οι γονείς μου δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Από την Α’ Δημοτικού ως την Γ’ Γυμνασίου το μόνο που άκουγαν από τους δασκάλους-καθηγητές ήταν κάτι σαν “καλός, αλλά άτακτος”. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο γιος τους, που στο σπίτι ήταν κάτι μεταξύ βόα μετά από γεύμα, αγγλικό μπουλντόγκ που έχει χτυπήσει ηρωίνη και Μεξικάνο σκασμένο από μπουρίτος σε μόνιμη σιέστα, μεταμορφωνόταν όταν βρισκόταν πίσω, δίπλα, ή πολλές φορές πάνω στο θρανίο. Η κακή συνήθεια να μιλάω και να γελάω την ώρα του μαθήματος με ακολούθησε και στο Γυμνάσιο, όπου με η όλη εφηβεία μου είχε χτυπήσει την φλέβα της αντιδραστικότητας. Αυτό που με πρόδιδε ήταν το δυνατό γέλιο, το οποίο δεν καλυπτόταν με τίποτα. Η φάση “ωριμότητας” πέρασε στο Λύκειο, όπου πραγματικά δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το θράσος του “μικρότερου” εαυτού μου. Το αποκορύφωμα της αταξίας μας ήταν όταν βρήκαμε δύο νεκρά σπουργίτια στο προαύλιο και αποφασίσαμε να τα γαρνίρουμε την επόμενη ημέρα με ένα κερί και μια 5άλφα στην έδρα. Χωρίς λόγο τώρα που το ξανασκέφτομαι. Το “σατανικό” σχέδιο μας οδήγησε τη συγκεκριμένο φιλόλογο (σταθερό στόχο των πειραγμάτων μας) σε νευρικό κλονισμό. Και τώρα, αρκετά χρόνια μετά, δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί κάτι τέτοιο μας είχε φανεί καλή ιδέα.

Push-ups στην παραλιακή, ο Θέμης Καίσαρης

Δώσε βάση. Είσαι στην ευθεία του Καβουρίου, πας Βουλιαγμένη. Η λεωφόρος είναι ανηφορική απ’τον “κουτάλα” μέχρι το φανάρι του Άη Γιώργη και κατηφορική απ’το φανάρι του Άη Γιώργη μέχρι να φτάσει στη διχάλα που πας είτε για πλατεία-λιμανάκια είτε για Λαιμό.

Στο κατηφορικό κομμάτι της ευθείας υπάρχει το φανάρι της Δόξας και η στάση του λεωφορείου. Τελειώναμε την προπόνηση, περιμέναμε στη στάση και παίζαμε τα push ups. Σταματούσαν τα αμάξια στο φανάρι στην κορυφή της ανηφόρας και εμείς βγαίναμε στον δρόμο, κατά μήκος της διάβασης. Θέση για push ups με το κεφάλι προς τα πάνω, για να τσεκάρουμε τα σταματημένα αυτοκίνητα, περίπου 500 μετρα μακριά μας, εκεί στο βάθος-βάθος στη φωτό.

 

Με το που ξεκινούσαν, αρχίζαμε κι εμείς τα push ups. Νικητής αυτός που προλάβαινε να κάνει τα περισσότερα μέχρι να αναγκαστεί να τρέξει και να φύγει απ’τη μέση για να μην τον πατήσουν.

Ε, μια-δυο-τρεις, κάποια στιγμή ερχόταν και το λεωφορείο.