ORIGINALS

Η πιο άβολη συζήτηση που είχα με τον πατέρα μου

Ανήμερα της γιορτής του πατέρα, θυμόμαστε εκείνες τις κουβέντες που μας έκαναν να θέλουμε να κρυφτούμε.

Για κάποιο λόγο που δεν είναι τώρα η ώρα να τον αναλύσουμε, στο μυαλό όλων, οι πατεράδες μας είναι οι ‘σκληροί’ της οικογένειας, αυτοί που δεν έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη από αγκαλιές, λουλούδια και γλυκόλογα.

Όχι, αυτά είναι προορισμένα συνήθως για τις μητέρες μας, εξ ου άλλωστε και η σαφώς μεγαλύτερη δημοφιλία της δικής της γιορτής, σε σχέση με τη σημερινή του πατέρα.

Το ‘Dove Men+Care’ όμως, αποφάσισε να μας δείξει ότι και οι πατεράδες θέλουν να ακούν το ‘σ’ αγαπώ’, μαγνητοσκοπώντας μάλιστα τις αντιδράσεις τους όταν έλαβαν τέτοια απρόσμενα μηνύματα αγάπης από τους γιους τους.

Μπορεί να είναι λίγο άβολο να λες στον πατέρα σου ότι τον αγαπάς, όμως αξίζει τον κόπο. Κι εδώ που τα λέμε, υπάρχουν πολύ πιο άβολες συζητήσεις που μπορείς να κάνεις με τον πατέρα σου απ’ το να του πεις ένα απλό ‘σ’ αγαπώ’. Και για να σε πείσουμε μάλιστα, αποφασίσαμε να θυμηθούμε τις πιο άβολες δικές μας συζητήσεις με τους πατεράδες μας. 

Η φορά που του εξήγησε πώς γίνονται τα παιδιά, για τον Γιώργο Μυλώνα

Εκείνος καθόταν στην 80s’, λεοπάρ, πασοκική πολυθρόνα του δυαριού που μέναμε στις αρχές του ’90, στους Αμπελοκήπους. Εγώ καθόμουν στο χαλί μπροστά από τα πόδια του. Δεν θυμάμαι την αφορμή -αν και την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ- που τον έκανε να αρχίσει να μου εξηγεί πώς γίνονται τα παιδιά. Για να πω την αλήθεια, δεν ένιωσα άβολα, αφού ήμουν μόλις 5-6 χρονών, οπότε δεν καταλάβαινα ακόμα την έννοια του ‘άβολα’ για να μπορέσω να τη νιώσω. Ωστόσο, επειδή έμαθα τον ακριβή τρόπο τεκνοποίησης σε μια ηλικία που οι φίλοι και συμμαθητές μου μιλούσαν για πελαργούς, τα επόμενα χρόνια -από όταν δηλαδή έμαθα τι σημαίνει ‘αβολα’- ένιωθα πάντα έτσι όταν συνομίληκοι μου έκαναν μπροστά μου τη συγκεκριμένη κουβέντα, επειδή ήξερα μια αλήθεια που θεωρούσα ότι δεν θα έπρεπε να ξέρω, με αποτέλεσμα να μην μοιράζομαι τη γνώση μου με τους άλλους. Ποιος θα με πίστευε, άλλωστε; Μου πήρε τουλάχιστον 7-8 χρόνια, όσα δηλαδή χριεάστηκαν οι φυσιολογικοί συνομίληκοι μου να μάθουν την αλήθεια περί σεξ, για να ξεπεράσω την ‘αβολοσύνη’ που είχε φέρει στη ζωή μου η συγκεκριμένη συζήτηση.

Περί θανάτου, για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Για το σεξ η αλήθεια είναι πως έμαθα από την τηλεόραση, τα περιοδικά και την παρέα του μεγαλύτερου αδερφού μου, οπότε ο πατέρας μου δεν είχε και πολλά να μου πει επί του θέματος. Η κουβέντα μας που δεν θα ξεχάσω ποτέ όμως, ήταν λίγο πιο στενάχωρη από το θέμα του σεξ και αφορούσε το θάνατο. Ο παππούς παιδικού κολλητού μου είχε μόλις φύγει από τη ζωή και έπρεπε να μου εξηγήσει γιατί δεν θα τον ξαναδώ ποτέ στο σπίτι του φίλου μου, στο οποίο περνούσα τις περισσότερες ημέρες και ώρες των καλοκαιριών μου. Χωρίς περιστροφές, αγγέλους και καλύτερα μέρη, μου εξήγησε το κόνσεπτ του θανάτου κι εγώ τον κοιτούσα παγωμένος, αδυνατώντας να πιστέψω ότι δεν θα ζω για πάντα. Ήταν ίσως η πιο άβολη κουβέντα μας, όμως τον ευχαριστώ που δεν μου είπε ψέμματα και με αντιμετώπισε σαν έναν ώριμο άνθρωπο, έστω κι αν ήμουν ακόμη παιδί.

Περί θανάτου (του), για τον Πάνο Κοκκίνη

Δέκα χρόνια πριν πεθάνει, όταν ακόμη είχε σχετική διαύγεια, γύρισε στο άσχετο, σε μια από τις σπάνιες επισκέψεις μου στο πατρικό μου στην Καλλιθέα (ναι, δεν υπήρξα και πολύ καλός γιος, ειδικά στα τελειώματα) και μου μίλησε για το πόσο φοβάται το θάνατο του (που ερχόταν με βήμα ταχύ, ένεκα ενός εγκεφαλικού και δυο καρδιακών προσβολών). Για το πόσο μετανιώνει που με έκανε τόσο αργά (βλέπε στα 56 του) και για ότι σπατάλησε τόσο αργά την περιουσία που του άφησε ο πατέρας του στο Πλωμάρι. Και, τέλος, για το πόσο πολύ θα ήθελε να κρατήσει έστω και μια φορά το εγγονάκι του στα χέρια του πριν αποχωρήσει. Τουλάχιστον αυτό το τελευταίο του το έκανα ‘δώρο’. Μάλιστα, για να χαρεί παραπάνω, του είπα ψέματα ότι είναι αγοράκι και του έδωσα το όνομά του, δηλαδή Γιώργος (στην πραγματικότητα είναι κοριτσάκι και την λένε Μαρία). Έτσι και αλλιώς δεν καταλάβαινε σχεδόν τίποτα. Απλώς έκλαιγε από τη χαρά του. Ναι, άβολο σου λέω. Πολύ άβολο.

Περί σχέσεων, για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Έχω μια πολύ ειλικρινή σχέση με τον πατέρα μου. Η οποία οικοδομήθηκε σε πολύωρα ταξίδια στο αυτοκίνητο, συζητήσεις επί συζητήσεων, καμιά φορά μονολόγους όταν η εφηβεία νικούσε την ευσέβεια. Έχω γράψει πολλάκις, πιο πολύ για να έχω τη δική μου συνείδηση καθαρή παρά για να το διαβάσει κάποιος, ότι δεν είμαι άνθρωπος που εκφράζεται εύκολα στους συγγενείς τους. Δεν τους λέω συχνά πόσο τους αγαπώ, κάτι σαν τον Φοίβο στον Φώτη. Αλλά νιώθω ευγνώμων που είχα το χρόνο που δεν είχαν άλλοι με τον πατέρα τους, που μου έμαθε πράγματα και με έκανε τον άνθρωπο που είμαι. Υπάρχουν όμως και στιγμές που δεν τις συζητάς. Όχι γιατί έχεις κάποιο κόμπλεξ ή κάτι τέτοιο, αλλά γιατί δεν υπάρχει λόγος. Θυμάμαι την πρώτη πρώτη κουβέντα που είχα κάνει με τον πατέρα μου περί σχέσεων. Πρέπει να ήμουν 16-17 χρονών, πρέπει να είχε προσπαθήσει να μου πει τις δικές του ιστορίες, πρέπει να το είχα παίξει κουλ έφηβος για να μην φανεί ότι δεν ξέρω και πολλά από αυτά. Θυμάμαι μόνο ειλικρινείς και ωραίες συζητήσεις με τον πατέρα μου. άβολες δεν θυμάμαι και πολλές. Αυτή για κάποιο λόγο τη θυμάμαι ως τέτοια.

Περί επόμενης μέρας, για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη

Δεν είναι ακριβώς κουβέντα. Είναι μια στιγμή, μία αρκετά αβολη στιγμή που δεν έχω καταλήξει αν ήταν για καλό ή όχι. Σίγουρα με άλλαξε ριζικά. Πάντα τον πατέρα μου τον είχα στο μυαλό μου σαν έναν υπερήρωα της Marvel. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αλλιώς το πώς κατάφερνε να κάνει τόσα πράγματα, να βοηθάει τους πάντες και να προλαβαίνει να είναι εκεί για εμάς. Μερικές φορές δεν ήταν εκεί για εμάς αλλά όλοι ξέραμε ότι το έκανε γιατί ήθελε να προσφέρει ακόμα περισσότερα. Φόραγε την μπέρτα του και έσωζε εμάς αλλά και όλου τους άλλους. Και ξαφνικά μια μέρα έπρεπε να τον πάω στο νοσοκομείο. Βράδυ, μην ξέροντας τι έχει. Όταν βγήκε ο γιατρός και μας είπε ‘εχει αιμάτωμα στο κεφάλι από εγκεφαλικο’ τότε ένιωσα την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Μετά από δύο μέρες, είχε ξεφύγει από τον κίνδυνο και έκατσα το βράδυ δίπλα του. Μου “να τους προσέχεις όλους. Ξέρεις εσύ“. Δεν απάντησα κάτι, παρά μόνο έγνεψα καταφατικα με το κεφάλι μου. Δεν ξέρω αν το θυμάται. Μπορεί και όχι, γιατί δεν το ξανασυζητήσαμε. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα δύο πράγματα που με κυνηγούν ακόμα και θα με κυνηγούν για πάντα. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είναι υπερήρωας αλλά και ότι μου έδινε την μπέρτα του. Μία μπέρτα που δεν ξέρω πότε αν μπορώ να ανταποκριθώ. Μου αρκεί που μπορώ ακόμα να βλέπω αγώνες και ταινίες μαζί του.