ORIGINALS

Η πιο μεγάλη μέρα της ζωής μου: 7 αληθινές ιστορίες μετάβασης

Θυμηθήκαμε τις στιγμές που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Αυτές που αποδείχτηκαν πιο φωτεινές από τις υπόλοιπες και μας οδήγησαν στην επόμενη μέρα της ζωής μας.

Καμία μέρα της ζωής μας δεν είναι ίδια με την προηγούμενη ή την επόμενη. To ξεκαθάρισε ο θείος Ηράκλειτος πριν από αναρίθμητα χρόνια και το διαπιστώνουμε καθημερινά (καλό;) όλοι μας. Υπάρχουν, όμως, κάποιες μέρες που είναι πιο διαφορετικές από τις άλλες. Οι μέρες που κάτι τελειώνει και το αφήνουμε οριστικά πίσω μας για να υποδεχτούμε κάτι άλλο, που τελικά αποδεικνύεται καλύτερο, πιο δυνατό, πιο σημαντικό.

Όλοι έχουμε τα δικά μας ορόσημα, τα προσωπικά μας σημεία αναφοράς. Πολλές φορές, όμως, αυτές οι ατομικές εμπειρίες έχουν μια συλλογικότητα. Ίσως επειδή λειτουργούμε και αναπτυσσόμαστε στο ίδιο περιβάλλον, εισπνέουμε την ίδια κουλτούρα και αναπνέουμε τον ίδιο ελληνικό αέρα. Αυτό το τελευταίο μας το υπενθύμισε και η νέα καμπάνια της FIX, της πιο παλιάς και πιο γνήσιας ελληνικής μπύρας. Οι μέρες που μας πήγαν μπροστά μπορεί να είναι οι ίδιες ή παρόμοιες μ’ αυτές που βίωσες κι εσύ ως εφαλτήριο για τα επόμενά σου βήματα.

Κάπως έτσι, λοιπόν, σε αισιόδοξο mood και σε κλίμα γιορτής θυμηθήκαμε τις δικές μας μεγάλες μέρες. Πιθανότατα, κάτι θα σου θυμίσουν κι εσένα.

Η μέρα που πέρασε στη σχολή ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, όταν στις αρχές της Δευτέρας Λυκείου κληθήκαμε να διαλέξουμε κατεύθυνση, ακολούθησα το ρεύμα και τους φίλους μου και επέλεξα την τεχνολογική. Μία διδακτική ώρα στα Μαθηματικά κατεύθυνσης και κυρίως ο κολλητός και διπλανός μου στο θρανίο απ’ την πρώτη δημοτικού, ο οποίος δήλωσε διατεθειμένος να με ακολουθήσει στη θεωρητική, ήταν αρκετά για αλλάξουν την κατεύθυνσή μου. Όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στη ζωή.

Αντί για Μαθηματικά και Φυσική στα οποία ήμουν σκράπας, ήρθαν η Λογοτεχνία και η Ιστορία κι αντί για μια μέτρια σχολή Οικονομικών, μπήκα στα ΕΜΜΕ και ακολούθησα το δρόμο της δημοσιογραφίας και του γραψίματος, έχοντας την ευλογία να κάνω μια δουλειά που πραγματικά μου αρέσει, αντί να μιζεριάζω κυνηγώντας αριθμούς που δεν καταλαβαίνω.

Μπορεί εκείνη την στιγμή να μην το είχα συνειδητοποιήσει, όμως επρόκειτο για μια πραγματική μετάβαση σε ένα άλλο μονοπάτι, το οποίο αν δεν είχα ακολουθήσει, δεν ξέρω πού θα είχα καταλήξει. Είναι κρίμα που δεν θυμάμαι την ημερομηνία της μεγαλύτερης ημέρας της ζωής μου, όμως χαλάλι. Ξέρω ότι η μέρα που αποφάσισα να αλλάξω κατεύθυνση και φυσικά η μέρα που μπήκα στη σχολή μου, επισφραγίζοντας αυτή την απόφαση, συνεχίζουν να διαμορφώνουν την καθημερινότητά μου, μέχρι και σήμερα.

Η πρώτη μέρα στον ψυχολόγο για τον Γιώργο Μυλωνά

Στο μυαλό μου ο ψυχολόγος είναι κάτι σαν τον μηχανικό αυτοκινήτων. Υπάρχει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που μόλις το αυτοκίνητο τους χαλάσει, το εγκαταλείπουν στη μέση του δρόμου και δεν ασχολούνται ποτέ ξανά μαζί του. Υπάρχει μια άλλη εξίσου μκρή μερίδα ανθρώπων που μόλις το αμάξι τους χαλάσει, εκείνοι έχουν τις γνώσεις και το επισκευάζουν μόνοι τους. Υπάρχει και μία τρίτη ομάδα ανθρώπων, που αποτελούν την πλειοψηφία, και μόλις το αυτοκίνητό τους χαλάσει το πάνε στο μηχανικό αυτοκινήτων. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκω κι εγώ και μόλις το ‘αυτοκίνητο’ μου κλάταρε, το πήγα στον ψυχολόγο.

Όποτε τυχαίνει να συζητάω για τις πιο σημαντικές αποφάσεις που έχω πάρει στη ζωή μου, ο ψυχολόγος βρίσκεται πάντα πρώτος στη λίστα. Γιατί στο πρώτο ραντεβού μαζί του έβαλα σε εφαρμογή το ‘it’s the first day of the rest of your life’ του Timo Mass. Προφανώς, για να απευθυνθώ σε ψυχολόγο κάτι στον τρόπο που σκεφτόμουν μέχρι τότε, είχε ως αποτέλεσμα να είμαι δυσλειτουργικός σε κάποιους τομείς της ζωής μου. Στο ‘συνεργείο’ ‘εκανα reboot στον σκληρό μου και προσπάθησα να το πάρω όλο από την αρχή. Το ‘ταξίδι’ στο παρελθόν με φόντο το μέλλον που κάνεις από τη στιγμή που θα κάτσεις στο ντιβάνι -ο δικός μου είχε πολυθρόνα- είναι μαγικό και όσες φορές κι αν γυρνούσα στο παρελθόν θα το έκανα ξανά, απολαμβάνοντας κάθε στάση της διαδρομής.

Η μέρα που δεν πέρασε στη σχολή που ήθελε η Έρρικα Ρούσσου

Τώρα θα ήμουν βιολόγος. Συγκεκριμένα, θα έκανα μελέτες στο Ινστιτούτο Παστέρ στη Γαλλία και θα γέμιζα τους δοκιμαστικούς σωλήνες με ψιχουλάκια από τα διαφορετικά είδη μπαγκέτας που θα δοκίμαζα καθημερινά. Δεν ξέρω σίγουρα, αλλά πιθανολογώ ότι ένα καινούριο φάρμακο έστω και κατά τις τριχόπτωσης του μπάμπουρα, θα το είχα ανακαλύψει. Όλα αυτά θα είχαν συμβεί αν εκείνο το καλοκαίρι του 2005, καθώς περπατούσα χαζεύοντας γραφικά τα τερτίπια της Καλντέρας με τον ήλιο, δεν είχε χτυπήσει το τηλέφωνό μου. Η τέλος πάντων, αν η μαμά μου από την άλλη γραμμή δεν μου ανακοίνωνε ενθουσιασμένη ότι πέρασα και με θέση τρομάρα μου, στο τμήμα Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και όχι στο Βιολογικό Αθήνας. Που ήμουν και σίγουρη (δεύτερη τρομάρα) ότι έχω περάσει.

Το κλάμα που έριξα εκείνη την ημέρα, σίγουρα δεν είχε βγει από τον Παράδεισο. Ένιωθα χαμένη. Είχα βγάλει πρόγραμμα σπουδών μέχρι διδακτορικό για τα επόμενα 10 χρόνια και ξαφνικά, έρχεται ένας προγραμματισμός, μία java να μου πάρει τη μπουκιά με το παντεσπάνι από το στόμα. Ήθελα κάποιος να με τσιμπήσει να ξυπνήσω.

Αν με ρωτάς σήμερα, εκείνη η μέρα αποτελεί ορόσημο της μετέπειτα ζωής μου. Γιατί με ανάγκασε κατά κάποιον τρόπο, στα 18 που ακόμα δεν είχα καν κλείσει να πάρω μία από τις πιο καθοριστικές αποφάσεις της ζωης ενός παιδιού που μέχρι τότε ονειρευόταν tartines με φράουλα και λευκές ρόμπες, και να σκεφτώ τι μπορώ να κάνω με τα δεδομένα πια και όχι με τις πιθανότητες. Μου πήρε καιρό μέχρι να φύγω από τη σχολή, να ξεκινήσω δημοσιογραφία, να τελειώσω, να αρχίσω να γράφω και να αγαπώ τα μελομακάρονα. (Ούτε που μου περνούσε τότε από το μυαλό ότι δεν υπάρχει κάτι καλύτερο σε γλυκό).

H μέρα που γεννήθηκε η κόρη του Πάνου Κοκκίνη

Πάνε 6 1/2 χρόνια από τότε που συναντήθηκα, σε ένα δωμάτιο του ΙΑΣΩ, με τον μεγαλύτερο, παντοτινό, από εδώ έως στο νεκροκρέβατο μου και ακόμη πιο πέρα, έρωτα της ζωής μου. Εννοείται πως έβαλα τα κλάματα όταν την πρωτοείδα. Όπως θα βάλω τα κλάματα όταν, όπου να’ναι, συνειδητοποιήσει ότι είμαι συνηθισμένος και όχι σούπερ μπαμπούλης. Ή, αργότερα, όταν η ζωή αρχίσει να της δίνει σφαλιάρες και εγώ είμαι ανίκανος να την προστατεύσω. Όχι, δεν με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν ποτέ. Απλώς με έκανε ολόκληρο. Με έκανε να καταλάβω ότι οτιδήποτε έχει προηγηθεί της ύπαρξής της απλώς δεν έχει καμία σημασία.

(Κάπου εδώ αξίζει να ανοίξουμε την επόμενη FIX, να υψώσουμε τα μπουκάλια και τα ποτήρια μας και να φωνάξουμε ένα λυτρωτικό ‘Εις υγείαν’. Με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια λαχτάρα που το κάνουν οι Έλληνες για να γιορτάσουν τις χαρούμενες στιγμές τους από το 1864, όταν εμφιαλώθηκε η πρώτη ελληνική premium lager μπύρα).

Η μέρα που πήρε το απολυτήριο από το ναυτικό ο Αντώνης Τζαβάρας

Μπήκα στο πολεμικό ναυτικό σχετικά μεγάλος (24, λόγω σπουδών) και συνειδητοασυνείδητα. Όταν κλήθηκα να επιλέξω σώμα, διάλεξα το ΠΝ γιατί είχα στο μυαλό μου τον Καββαδία και κάτι φανταστικά ταξίδια σε εξωτικά λιμάνια με λάγνα κορίτσια και ξέμπαρκους αρχαίους μάγους. Όταν ορκίστηκα και μπήκα στον στόλο, πίστεψα ότι τους επόμενους 11 μήνες θα τους περνούσα παρέα με μαραμπού, γοργόνες και ναυτικούς που τα έχουν ζήσει όλα και δεν βλέπουν την ώρα να τα αφηγηθούν. Στην πραγματικότητα, τους πέρασα αγκαλιά με μια σφουγγαρίστρα, στην κοιλιά ενός δύστροπου κήτους φτιαγμένου από μπουλμέ και αγγαρείες. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου χώρισα, έχασα όλες τις δουλειές που υποτίθεται ότι θα συντηρούσα και θα με συντηρούσαν και όλες τις προθεσμίες υποβολής αιτήσεων για μεταπτυχιακό.

Στο τέλος της, βρέθηκα ένα ηλιόλουστο πρωί του Σεπτέμβρη στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας να περιμένω την παντόφλα που θα με γύριζε για τελευταία φορά στο Πέραμα. Είχα το απολυτήριό μου, το σακίδιό μου και τίποτα άλλο. Κανένα σχέδιο, αλλά και καμία υποχρέωση. Είχα ξεχρεώσει. Σήμερα πια ξέρω ότι εκείνη η μέρα δεν ήταν ούτε η χειρότερη, ούτε η καλύτερη, ούτε η πιο σημαντική της ζωής μου. Ήταν, όμως, η πρώτη και τελευταία μέρα που την πέρασα σαν λογοτεχνικός ήρωας. Στάθηκα στην πύλη, χαιρέτησα τον φουρό αργοκουνώντας το κεφάλι, πήρα μια βαθιά ανάσα και γέμισα τα πνευμόνια μου με αέρα που φύσηξε κατευθείαν από το Δουβλίνο του Τζόις. Είχα ξεμπερδέψει με όλες τις μάταιες αυτονόητες θυσίες. Η ζωή ήταν μπροστά μου και γύρω μου όπως πάντα, αλλά για πρώτη φορά χωρίς υποχρεωτικές πίστες. Και ανέκαθεν προτιμούσα τα open world games από τα arcades.

Η μέρα που έμεινε μόνος του ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Κάποιες μεταβάσεις απλά γίνονται. Για άλλες είσαι έτοιμος, το έχεις πάρει απόφαση, για άλλες απλά παίρνεις μια βαθιά ανάσα σαν να ετοιμάζεσαι να τραβήξεις το τσιρότο πάνω από το τριχωτό σου χέρι. Περίεργο πράγμα η μετάβαση. Μοιάζει πολλές φορές με τη βουτιά στη θάλασσα μια καυτή καλοκαιρινή ημέρα. Ακόμη και 50 βαθμούς να έχει εκεί έξω, πάντα τα κλάσματα δευτερολέπτου που βρίσκεσαι στον αέρα έτοιμος για βουτιά, αρχίζεις να το μετανοιώνεις. Το κρύο νερό, αυτό το πρώτο αμήχανο δευτερόλεπτο γεμάτο “Μήπως τελικά ήταν κακή ιδέα;”, μοιάζει με τη μετάβαση. Όση ζέστη κι αν έκανε πριν. Όσο υπέροχο είναι το νερό μετά. Στη δική μου περίπτωση ήξερα ότι έπρεπε να φύγω από το πατρικό μου. Αφενός γιατί ήμουν ήδη 30 χρονών και αφετέρου γιατί δεν υπήρχε κανένα νόημα να λείπω όλη μέρα απλά για να επιστρέψω στο σπίτι. Τους γονείς μου ούτε που τους έβλεπα. Αλλά ακόμη και εκείνο το τηλέφωνο που με έπαιρνε η μητέρα μου για να με ρωτήσει “Τι φαγητό να σου φτιάξω;” αρκούσε για να μαρσάρει τα ελάχιστα αποθέματα υπομονής μου από το 0 στο 100. Μια απλή ερώτηση. Μια ερώτηση που κανονικά θα έπρεπε να εκνευρίζει την ίδια και όχι εμένα που απολάμβανα το εκπληκτικό σπιτικό της φαγητό (η μάνα μου μαγειρεύει καλύτερα από τη δική σου – αλλά όχι μάνες εδώ, παιδιά) ήταν αρκετή για να διαπιστώσω ότι κάτι δεν πάει καλά. Κατάλαβα ότι δεν με χωράει πλέον το πατρικό μου και ότι θέλω το δικό μου σπίτι. Το δικό μου χώρο. Και δεν έκανα λάθος.

Πλέον το “Τι να σου φτιάξω” ακούγεται σαν τον ύμνο του Champions League για τους ποδοσφαιρόφιλους, καθώς συνοδεύεται από την καλύτερη σπανακόπιτα της πόλης και το πιο ξακουστό γιουβέτσι. Ένιωσα πολύ οικεία στην καινούργια μου γειτονιά και μου έκανε εντύπωση πως όταν κατέβαινα στην παλιά, οι φίλοι μου απορούσαν όταν με ρωτούσαν “Πού θα κοιμηθείς” και τους απαντούσα “Σπίτι μου, στο κέντρο, που να κοιμηθώ δηλαδή;”. Τα περί ωριμότητας είναι βλακείες. Ανεπρόκοπος ήμουν, ανεπρόκοπος παραμένω. Απλά ήταν μια μετάβαση που έπρεπε να γίνει. Όταν μένεις μόνος σου η ζωή σου αλλάζει τόσο πολύ, που από την πρώτη μέρα σκέφτεσαι πως είναι δυνατόν να ζούσε διαφορετικά πριν.

H μέρα που είδε το βιβλίο του να κυκλοφορεί ο Ηλίας Αναστασιάδης

Από τον Μάιο του ’16 μέχρι την Τρίτη 15 Νοεμβρίου που είδα για πρώτη φορά τη Δευτέρα όρθια αλλά και ξαπλωμένη σε βιβλιοπωλείο, ήμουν σε ένα τρανς άγνωστων εικόνων, εμπειριών και συναισθημάτων. Θα μπορούσα να δώσω οκτώ διαφορετικές απαντήσεις στο ‘Ποια είναι η πιο μεγάλη μέρα της ζωής σου’ και να είναι όλες σχετικές με το βιβλίο. ‘Η μέρα που έμαθα ότι εκδίδεται’, ‘η μέρα της πρώτης παρουσίασης’, ‘η μέρα που έμαθα ότι ξανατυπώνεται’, ‘η μέρα της πρώτης παρουσίασης μακριά από την Αθήνα’. Θα μπορούσα, αλλά όλες αυτές οι μέρες θα έχαναν από τη μέρα που τελικά διάλεξα, πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι.

Γράφω πάνω από δέκα χρόνια, ξέρω τουλάχιστον δέκα δεκαπέντε ανθρώπους που έχουν διαβάσει κάτι που έχω γράψει. Αυτή είναι η δουλειά. Γράφεις, ανεβάζεις στο ίντερνετ, κάποιος πέφτει πάνω σε αυτό που έγραψες και σε διαβάζει. Με το βιβλίο δεν είναι έτσι. Ενδεχομένως να συντέλεσε στο περίεργο συναίσθημα ο ακραία προσωπικός πυρήνας του βιβλίου, αλλά το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα βλέποντας έξω μια ντάνα με Δευτέρες είναι ότι ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, σε πραγματικά πολλά σημεία σε όλη τη χώρα, βρίσκεται όρθιο ή ξαπλωμένο ένα κομμάτι της σάρκας μου. Ατόφιο, εκτεθειμένο, όχι μέσα σε νάιλον ή προστατευτικά πλαστικά, ωμό. Μπλαβί. Το περίεργο είναι πως αντί να τρομάξω με τη διαδικασία (νομίζω ότι κανείς δεν πετάει τη σκούφια στη σκέψη άγνωστοι να του βάζουν χέρι), τη βρήκα και τη βρίσκω συναρπαστική. Στο τέλος της ημέρας, κανείς δεν γράφει για να μείνει αδιάβαστος. Και η σκέψη να διαβάζει τη Δευτέρα ένας άνθρωπος που δεν θα γνωρίσω ποτέ αλλάζει πρόσημο σε όλο αυτό, το κάνει κάτι τελείως διαφορετικό.

Το κάνει να μοιάζει με ένα γράμμα που έστειλες ταυτόχρονα σε χιλιάδες άγνωστους παραλήπτες. Δεν έχεις ιδέα ποιος θα ανοίξει αυτό το γράμμα. Και πότε.