ORIGINALS

Η πρώτη φορά που έγραψα ένα ποίημα

Όποιος έτρεξε να λοιδωρήσει τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο για τα ποιήματά του, είναι βέβαιο πως δεν έχει γράψει ποτέ ούτε μισή στροφή.

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος δεν μου είναι συμπαθής ή αντιπαθής. Μου είναι αυτός που έβγαλε τον Νίκο Μιχαλολιάκο στην τηλεόραση και τον ρωτούσε ακριβώς τα ίδια SOS για τους ναζί και τη θέση της Χ.Α., τα οποία ο τελευταίος δεν έχει κι ούτε πρόκειται να απαντήσει ξεκάθαρα ούτε την 30ή φορά που θα τον ρωτήσουν. Ο Κωνσταντίνος μάλλον νόμιζε ότι θα τον στριμώξει και θα τον κάνει να τα ‘ξεράσει’ όλα. Δεν τον στρίμωξε. Δεν τον ακούμπησε καν.

Συνεπώς, τα νέα της έκδοσης της ποιητικής συλλογής του δημοσιογράφου του ΣΚΑΪ με τίτλο ‘ON’ δεν με ενέπνευσαν για συμμετοχή στο ιντερνετικό τρολάρισμα στίχων όπως “Οιμωγές πιο σωστές κι από γέννα / Πιο ορθές κι από δόξα – από πίστη / Στερεότεροι φθόγγοι, του τέλους / Στολισμοί ενός κόσμου απροσμάχητου”. Αντιθέτως, ένιωσα κοντά στον ποιητή και θυμήθηκα το πρώτο σοβαρό ποίημα που έγραψα.

Το πρώτο γελοίο ποίημα μου, ένα πρωτόλειο του χαμού, γράφτηκε αφού είδα τον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών. Το πρώτο σοβαρό ποίημα μου συνετάχθη (βλέπεις ήδη τη διαφορά) σε ένα αμφιθέατρο, στο α’ εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο, στο μάθημα Πληροφορικής του θρύλου καθηγητή Νοτάρη.

 

Δεν το θυμάμαι απέξω, αλλά μου έχουν μείνει συγκεκριμένες φράσεις-κλειδιά. Κλειδιά που θέλω να μπήξω βαθιά μέσα στο αυτί μου μέχρι να μην ακούω πια αυτό το βασανιστικό αυτο-τρολάρισμα που ηχεί κάθε φορά που χαίρομαι για μένα και μου θυμίζει το ντροπιαστικό παρελθόν μου. Σκυμμένο κεφάλι.

Να σημειώσω ότι τότε, στα 2001, στην παρέα μου από τη σχολή νομίζαμε ότι είσαι πολύ γαμάτος τύπος άμα γράφεις και ποίηση. Σπουδάζαμε και Δημοσιογραφία  οπότε καταλαβαίνεις, έπρεπε να δείξουμε με κάθε τρόπο ότι το ‘χουμε με το γράψιμο. Την ώρα λοιπόν που τα άλλα, τα πιο ‘ρηχά’ αγόρια της σχολής έβγαζαν διαφορετική γκόμενα κάθε βδομάδα, εμείς γράφαμε ξεράσματα καμαρώναμε σαν γύφτικα σκεπάρνια.

(Όσα διαβάσεις παρακάτω, τα έχω γράψει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ και στο ίδιο ποίημα. Δεν θα μπορούσα ούτε να τα ξεχάσω ούτε να τα νοθεύσω. Αγνή ποίηση)

“Μακάριοι όσοι δεν έγραψαν ποτέ / Γιατί δεν γνώρισαν την αιχμή του δίστιχου”, έγραφα στο ποίημα

Ενός λεπτού σιγή για τα αδέρφια που είναι έξω και υποφέρουν γράφουν ακόμα…

……

Συνεχίζουμε.

Πες ότι περπατάς στους πεντακάθαρους δρόμους της Αθήνας και σκοντάφτεις πάνω σε  ένα χαρτάκι που γράφει ό,τι είδες παραπάνω. Ή τρέχεις στο τμήμα για μήνυση κατ’ αγνώστων ή κάθεσαι στο πεζοδρόμιο και γελάς μέχρι να ξαναβγούν οι Αγανακτισμένοι στους δρόμους;

Τι ‘μακάριοι’ αγόρι μου; Ποιοι μακάριοι; Τσίπα δεν έχεις πάνω σου; Είπες να ξεκινήσεις ένα ποίημα και σκέφτηκες την πιο κρυόκωλη και άβολη λέξη των βαλκανικών διαλέκτων για να γίνει το kickstart; Πού ήταν αυτοί οι γονείς όταν μεγάλωνες και εξελισσόσουν σε τέτοιο καικαλά;

 

Οι φίλες μου που κάθισαν να ακούσουν δεν επικοινωνούν μαζί μου ούτε για τα ‘χρόνια πολλά’. Ακόμα δεν σηκώνουν το τηλέφωνο όταν τις παίρνω.

“Κοιτάω τις καμέλιες στην πλακόστρωτη αυλή / μια ανάμνηση απ’ τη διαλυμένη αλυσίδα του ποδηλάτου”, έγραφα στο ποίημα

Μην σκας. Καμία σχέση-σύνδεση με το πρώτο δίστιχο. Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω. Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις και ο νούμερο ένα κανόνας του  ρεύματος των ποιητών του Α’ Εξαμήνου των ΕΜΜΕ έλεγε ότι οι γκόμενες ψαρώνουν με αυτά τα νοηματικά κενά και το transition από άσχετη εικόνα σε πανάσχετη εικόνα.

Την ώρα που έγραφα το συγκεκριμένο δίστιχο, τέσσερις άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους από κεραυνό στο Σαν Χουάν του Πουέρτο Ρίκο σε άλλη μια εφαρμογή του φαινομένου της πεταλούδας.

Στο αμφιθέατρο, η πιο άσχημη γκόμενα του έτους που θα έκανε πρώτη φορά σεξ στα 27, παντρεμένη και εξόριστη δια βίου στα γραφικά Αντικύθηρα, περνούσε από  μπροστά μου και έλεγε από μέσα της, “Τι loser Θεέ μου!”. Δολοφονική κ-αμέλια. (Ποιος σου είπε ότι τώρα τα λέω καλύτερα;)

“Τέσσερα βήματα εμπρός και τεσσεραπέντε πίσω / δεν υπάρχει χώρος μέσα μου πιότερο να με μισήσω”, έγραφα στο ποίημα

Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι θέλω να βάλω την ομοιοκαταληξία στο παιχνίδι. Κάτι θα άκουσα, κάτι θα διάβασε κάποιος άλλος εκ των ποιητών και θα ένιωσα ότι τώρα πρέπει να κάνω κι εγώ μια ρίμα με τις λέξεις. Όχι γιατί χρειάζεται, αλλά γιατί μπορώ. Στο χαρτί, είμαι ένας αθλητής του επτάθλου. Μπορώ να γράψω δύσκολες λέξεις, μπορώ να κάνω ομοιοκαταληξία, μπορώ να γράψω χωρίς ρυθμό, μπορώ να γράψω χωρίς χέρια.

 

Μια κοπέλα που περνούσε έξω από την σχολή στην Καλαμιώτου και μετρούσε πόσος καιρός έχει περάσει χωρίς να συνευρεθεί ερωτικά με αγόρι, αποφάσιζε εκείνα τα δευτερόλεπτα να πειραματιστεί και να δώσει μια ευκαιρία στα κορίτσια.

“Σκοτάδι, κατακλυσμός της ψυχής / μια χαραμάδα έννοιας ξανοίγεται στου ονείρου τη ράχη”, έκλεινα το ποίημα

…και τα πρώτα συμπτώματα της γαστρεντερίτιδας εμφανίζονταν στο πατρικό μου. Μόνο ο αδερφός μου τη γλύτωσε, γιατί εκείνη την περίοδο έκανε το φανταρικό του κι όταν πια πήρε άδεια, μου είχε φύγει οριστικά ο οίστρος. Εντάξει με το σκοταδι και τον κατακλυσμό της ψυχής. Οποιοσδήποτε έχει πιάσει χαρτί και στιλό για να γράψει ποίημα έχει καταπιαστεί με τέτοιες dark έννοιες όπως το σκοτάδι και ο θάνατος.

Αυτό, όμως, το ‘μια χαραμάδα έννοιας ξανοίγεται στου ονείρου τη ράχη’ σου κόβει τα πόδια.

 

Κατά τα λοιπά, ποια είναι η ράχη του ονείρου; Ποια η χαραμάδα έννοιας; Ποιος νομίζεις ότι είσαι μπροστά μου, Μίλτο Σαχτούρη, υπερρεαλιστή; Γιατί οι φίλοι μου με άφησαν να ξεφτιλίζομαι έτσι; (Βασικά ξέρω γιατί. Έγραφαν κι εκείνοι ποίηση).

Την ώρα που ξανοιγόταν η χαραμάδα, άρχιζε επίσημα και η αποχή μου από κάθε είδους ερωτική σχέση. Αλλά κι αυτό το έπαιρνα σαν δείγμα της μοιραίας ποιητικής μου φύσης. Πέρναγε καλά ο Μποντλέρ; Πέρναγε καλά ο Καρυωτάκης, ο Πόε; Νομίζεις ότι περνάει καλά ο Μπογδάνος; 

Διαβάζοντας ξανά αυτά τα οχτώ στιχάκια, δώδεκα χρόνια μετά, μπορώ να μιλήσω για ό,τι πιο άβολο δοκίμασα ποτέ. Ξαναδιαβάζοντας λέξεις όπως ‘μακάριοι’, ‘πιότερο’, ‘καμέλιες’, βάζω τα κλάματα από ντροπή, νιώθω ένας γυμνοσάλιαγκας σε ένα χολ γεμάτο με τύπους που φοράνε γκέτες.

Όχι, όχι, πολύ ποιητικό ακούστικο αυτό. Νιώθω τελείως σκατά. Ας κλείσω έτσι. Πεζά.

Tweets σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στο @illanastasiadis