ORIGINALS

Η ταινία με την οποία έκλαψα στο σινεμά

Η ομάδα του ONEMAN το 'βγάζει' από μέσα της και θυμάται τις φορές που στον κινηματογράφο πέρα από ποπ κορν, χρειάστηκαν και χαρτομάντιλα.

Αρχικά, ας συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει κάποιος που να μην έχει κλάψει ποτέ σε ταινία. Να μην έχει χύσει ούτε ένα δάκρυ. Τίποτα, μηδέν. Ακόμα και οι πιο σκληροτράχηλοι, σε κάποια στιγμή λυγίζουν και σπάνε μπροστά στην Μεγάλη Οθόνη. Γι αυτό, άσε τα ‘δεν’ και τα ‘ποτέ’ και ακολούθησε το παράδειγμά μας.

Άλλωστε, Κυριακή σήμερα. Το μελό επιτρέπεται. Επιβάλλεται θα λέγαμε.

Το Πράσινο Μίλι, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Δεν είναι και λίγες οι ταινίες που με έχουν κάνει να βουρκώσω στο σινεμά. Ειδικά όταν είμαι σε λίγο παράξενη συναισθηματική κατάσταση, ακόμα και μια ταινία με τον Μπεν Στίλερ μπορεί να φέρει ένα δάκρυ στα μάτια μου. Το Πράσινο Μίλι πάντως, δεν έφερε απλά ένα δάκρυ, αλλά ολόκληρο ποταμό. Από την αρχή του έργου, δέθηκα με τον χαρακτήρα του John Coffey, του αγαθού γίγαντα που ενσάρκωσε φανταστικά ο Michael Clarke Duncan. Ο άνθρωπος είχε υπερφυσικές ικανότητες, έσωζε ζωές και γιάτρευε τον καρκίνο και αντί να του πουν ευχαριστώ, τον κατηγόρησαν και τον έβαλαν και φυλακή. Δεν είστε σοβαροί. Όταν έβαλαν τον δακρυσμένο John στην ηλεκτρική καρέκλα δεν το άντεξα. Για κάθε δεσμοφύλακα που δάκρυζε, δάκρυζα δυο φορές περισσότερο. Για κάθε κλάμα του Τομ Χανκς, τα δικά μου κλάματα ήταν πιο σπαρακτικά. Νομίζω ότι όλη η αίθουσα κάπως έτσι αντέδρασε. Κάπως έτσι πρέπει να αντέδρασε όποιος είδε αυτή την ταινία, εκτός κι αν είναι ρομπότ. Ακόμα και τώρα που είδα ξανά τη σκηνή, οριακά συγκρατήθηκα. Σαν δεν ντρέπεσαι, δικαιοσύνη της Λουιζιάνα.

Ο Μονομάχος, ο Γιώργος Μυλωνάς

Είμαι από εκείνους τους γραφικούς τύπους που τρελαίνονται με οτιδήποτε έχει σχέση με το “epic”. Από “Hero Quest” μέχρι “Manowar” και από “Age of Mythology” μέχρι “Spartacus”. Πρέπει να μαι ο μόνος άνθρωπος στην εταιρεία και ελπίζω όχι στον πλανήτη που έχω βαλαντώσει στο κλάμα και τις δύο φορές που είδα την πρώτη σεζόν του “Spartacus”. Και το κόλλημα μου δεν είναι πρόσφατο, αφού θυμάμαι στο δημοτικό να λέω στην μητέρα μου να μου διαβάσει την ιστορία των Περσικών Πολέμων για να με πάρει ο ύπνος.

Όσον αφορά τον “Μονομάχο,” είχε την απαραίτητη “επικότητα” για να με συνεπάρει. Σε όλη την ταινία ήμουν στην τσίτα και ένιωθα πως ήμουν εγώ ο Μάξιμος που είχα πάρει το “χρίσμα” από τον ετοιμοθάνατο Καίσαρα να γίνω ο επόμενος Καίσαρας. Αφού μου σκότωσαν την οικογένεια, έγινα μονομάχος, αγαπήθηκα από τον ρωμαϊκό λαό και ήμουν έτοιμος να κάνω την επανάσταση μου, ήρθε εκείνος ο χλιμίτζουρας ο Κόμοδος (μου πήρε χρόνια για να του το συγχωρήσω αυτό του Χόακιν Φίνιξ) και με μαχαίρωσε στα μουλωχτά πριν μονομαχήσουμε στην αρένα. Την αδικία της μαχαιριάς δεν την άντεξα και έριξα μαύρο δάκρυ, ορκιζόμενος στον “Μονομάχο: Η επιστροφή” να πάρω το αίμα μου πίσω.

Το Braveheart, η Δώρα Τσαμπάζη

Έχω κλάψει, για πολλές ταινίες έχω κλάψει, μα για το Braveheart πιο πολύ. Κλαίω στις ταινίες και στο σινεμά και στην τηλεόραση, Μια φορά έβλεπα εκπομπή μαγειρικής και άρχισα να κλαίω όταν μια γιαγιά σε ένα χωριό έκανε φασολάδα. Πολύ κλαψιάρα γενικά. Το Braveheart νομίζω ότι ήταν η πρώτη ταινία που έκλαψα στο σινεμά γενικά, καθώς εκείνες τις εποχές άρχισα δειλά να πηγαίνω στον κινηματογράφο με τις φίλες μου. Πολύ κλάμα. Έκλαψα όταν ερωτεύτηκε ο Γουίλιαμ Γουάλας την χωριατοπούλα, έκλαψα όταν θυμήθηκε ότι ήταν εκείνη που του έδωσε το λουλούδι όταν ήταν παιδιά στην κηδεία της μητέρας του, έκλαψα όταν την έκλεψε για να παντρευτούν μες το δάσος μια ρομαντική βραδιά με φεγγάρι, έκλαψα όταν την έπιασαν οι οχτροί και ήταν έτοιμος ένας σαλιάρης γεροάσχημος να την βιάσει και εκείνη με αγωνία έψαχνε τον Γουίλιαμ να τη σώσει. ‘Εκλαψα όταν τελικά της έκοψαν το λαιμό και ο Γουίλιαμ Γουάλας δεν πρόλαβε να το αποτρέψει. Πολύ κλάμα, πολύ μύξα. Μετά στην ταινία ξεκίνησαν οι μάχες και σταμάτησε λίγο το δάκρυ να τρέχει κορόμηλο, αλλά στο τέλος της ταινίας, λίγο πριν ξεψυχήσει ο Μελ Γκίμπσον, όταν είδε όραμα την γυναίκα του να του χαμογελά και πάλι πλάνταξα στο κλάμα.

Το The Pursuit of Happiness, ο Πάνος Κοκκίνης

Συνήθως μυξοκλαίω όταν η γυναίκα μου (ή, πλέον, η κόρη μου) δεν με αφήνουν -λόγω δίαιτας- να πάρω τα nachos με λιωμένο τυρί που τόσο μου αρέσουν. Αλλά κανονικό κλάμα, με δάκρυα κορόμηλο και τέτοια, με θυμάμαι να έχω ρίξει μόνο σε τρεις ταινίες στη ζωή μου. Στη σεβεντίλα συναισθηματική χλαπάτσα The Champ, με τον Jon Voight ως ξεπεσμένο μποξέρ που προσπαθεί να μεγαλώσει τον γιο του, στο The Butcher Boy του Neil Jordan (ειδικά στο σημείο που ο πιτσιρικάς πρωταγωνιστής βρίσκει τον αλκοολικό πατέρα του νεκρό, καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας) και, όσον αφορά στο σινεμά, στο The Pursuit of Happiness του Will Smith. Κάτι το γεγονός ότι ήταν αληθινή ‘o άπορος πατέρας που έγινε εκατομμυριούχος’ ιστορία, κάτι το γεγονός ότι το γιο του Smith τον έπαιζε ο γιος του, κάτι σκηνές όπως εκείνη που το αφεντικό του -χωρίς να το ξέρει- του παίρνει αν θυμάμαι το τελευταίο δολάριο για να δώσει πουρμπουάρ στον ταξιτζή, με έκαναν κανονικό συντριβάνι.

Το Armegeddon, ο Μάνος Μίχαλος

Βασικά είναι μια κατά συνθήκη επιλογή, γιατί α) έκλαψα, κλαίω και θα κλαίω πάντα με το My Girl αλλά δεν το έχω δει ποτέ στο σινεμά, β) είμαι σίγουρος ότι ένα δάκρυ κύλησε στο Notebook αλλά πάλι σπίτι το είδα και γ) στο Fault in Our Stars πρέπει να έκλαιγα σαν τρελός από μέσα μου και μετά στο σπίτι δεν ήθελα να μου μιλάει άνθρωπος. Οπότε, για να είμαι συνεπής απέναντι στο ερώτημα που θέτει το ΟΝΕΜΑΝ, θα διαλέξω τον Αρμαγεδδώνα, που ναι μεν είναι πολύ παλιά αλλά γκαραντί είχα κλάψει τη στιγμή που ο Μπρους Ουίλις σε ένα μεγαλείο ψυχής και πατρικής φιγούρας αφήνει τον Μπεν Άφλεκ να επιστρέψει στην κόρη του ενώ εκείνος θυσιάζεται για το καλό της γης ή/και της κόρης του. Καλά τη συγκεκριμένη ταινία τη θεωρώ το καλύτερο ή τουλάχιστον για εμένα το πιο αγαπημένο blockbuster που τώρα πια δεν συναντάς εύκολα στις αίθουσες γιατί το mainstream έχει ανακατευτεί με το χίπστερ και ακόμα δεν έχουν έρθει στα ίσια τους. Βέβαια, ξαναλέω: βάλτε μου λίγο My Girl (που έχει μόνο θανάτους, απώλειες, χωρισμούς, φιλίες και πλατωνικούς παιδικούς έρωτες) και θα του δώσω να καταλάβει.

Το Fruitvale Station, ο Ηλίας Αναστασιάδης

Για έναν περίεργο λόγο, οι ταινίες που θυμάμαι να με έχουν φέρει σε κατάσταση “μην ανοίξετε ακόμα τα φώτα, δεν έχουμε τελειώσει εδώ πέρα”, συμπυκνώνονται στην τελευταία πενταετία. Θυμάμαι δηλαδή να τα μπήγω βλέποντας στις προπέρσινες Νύχτες το Short Term (ένα Σάββατο στις 12 το μεσημέρι με τον Δεμέτη άξιο συμπαραστάτη), μια ταινία που σχεδόν απεχθάνεται ο Θοδωρής, αλλά θυμάμαι να κλαίω ΜΕ ΛΥΓΜΟΥΣ στο τέλος του Fruitvale Station. Μιας ταινίας που μετά βεβαιότητας απεχθάνεται ο Θοδωρής, παρότι πρωταγωνιστεί ο fist bump dude του, Michael B. Jordan. Αν δεν ξέρεις τι συνέβη στην πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο 22χρονος Oscar Grant δολοφονήθηκε από πυρά αστυνομικού, ο σκηνοθέτης Coogler φροντίζει να σε ενημερώσει από το ξεκίνημα της ταινίας. Τι έχεις λοιπόν ως δεδομένο; Ότι στο τέλος ο ήρωας θα πεθάνει. Το ξέρεις, το περιμένεις, ζεις με αυτό. Κι όμως. Δεν μου ‘χει ξανασυμβεί να είμαι γαντζωμένος στην καρέκλα όσο εκτυλίσσεται η τελευταία μέρα της ζωής ενός εν γνώση μου μελλοθάνατου και να πιστεύω βαθιά ότι κάτι θα γίνει τελικά, και ο ήρωας θα τη γλιτώσει. Γιατί ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ. Αλλά αυτό το κάτι δεν έρχεται ποτέ. Και απομένεις στο τέλος να μισείς βαθιά, να πονάς πιο βαθιά και να κλαις φωνάζοντας για την αδικία. Στην πρώτη αναρρόφηση από τα αναφιλητά, άκουσα το γεμάτο Odeon (Κυριακή βράδυ, στις ίδιες Νύχτες και στην ίδια αίθουσα που έκλαιγα Σάββατο πρωί) σε έναν συντονισμένο λυγμό, άρα το άφησα με ακόμα μεγαλύτερη άνεση να βγει από μέσα μου. Μπορεί να μην έχω ξανακλάψει έτσι.

Το Where the wild things are, ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι έχω κλάψει στο Big όταν ο Tom Hanks ξαναγίνεται παιδί, στο Click σε κάθε “forever and ever babe” του Sandler και πυκνά συχνά σε επεισόδια του New Girl, εσχάτως στην πρόταση γάμου του Schmidt. Οπότε δεν είμαι ο average Joe που θα συμβάλλει σε αυτό το θέμα. Για την ακρίβεια, μου είναι φοβερά δύσκολο να θυμηθώ κάποια ταινία που να με έκανε να κλάψω περισσότερο. Ρε, έχω κλάψει στο City of Angels. ΕΧΩ ΚΛΑΨΕΙ ΜΕ NICHOLAS CAGE. Οπότε, εκτός συναγωνισμού, αποβάλλετε τον κύριο. Αλλά ας διαλέξω μία ταινία. Που την είδα για περίπου δέκατη φορά πριν λίγες ημέρες. Μία ταινία που μπαίνει σίγουρα στην εικοσάδα μου με τις καλύτερες ταινίες που έχω δει και σίγουρα σε αυτή τη λίστα των ταινιών που με έκαναν να δακρύσω. Το “I just want us all to be together” που λέει ο Carol μετά τον καυγά με τον Alex που κρύβεται στην κοιλιά της KW με έκανε να πλαντάξω για άλλη μια φορά. Για όσα διδάσκει αυτή η ταινία, για όσα μαρτυρούν τα μάτια ενός εννιάχρονου, για όλους τους παιδικούς φόβους που κρύβουμε μέσα μας 20, 30, 60 χρόνια μετά. Και πίστεψέ με, η φωνή του James Gandolfini δεν βοηθά στο να κλάψεις λιγότερο.

After all, all is love. 1, 2, 3, go…

Το My Name is Sam, η Έρρικα Ρούσσου

Έχω περάσει διάφορες κινηματογραφικές φάσεις. Έχω βρεθεί στη δύσκολη θέση να μην μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου βλέποντας μία πολύ ωραία ερμηνεία (όχι απαραιτήτως συγκινητική) ή μία εξαιρετικά καλογυρισμένη ταινία όπως ήταν για παράδειγμα το 8 1/2 και έχω βρεθεί και στην ακόμα δυσμενέστερη να βλέπω μία δακρύβρεχτη όπως το Όσα Παίρνει ο Άνεμος και μην βγαίνει σταγόνα. Η πλάκα είναι ότι μπορεί σε μία άλλη περίοδο να πέσω πάνω σε μία από τις δύο παραπάνω ταινίες και η συναισθηματική μου συμπεριφορά να είναι εντελώς διαφορετική. Με το Όσα Παίρνει ο Άνεμος δεν το έχω τσεκάρει γιατί είναι και τόσες ώρες ταινία αλλά για παράδειγμα όταν πριν από μερικές ημέρες έπεσα πάνω στο Περηφάνια και Προκατάληψη, μία ταινία που την πρώτη φορά όχι μόνο δεν είχα κλάψει αλλά την είχα κατατάξει στις ούμπερ βαρετές μου ταινίες που κακώς μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο γιατί κατέστρεψαν το βιβλίο, την στιγμή που ο κύριος Ντάρσι εμφανίζεται μπροστά της, απλά πάτησα το pause, έκλαψα σίγουρα ένα τέταρτο, είπα το τόσο αστείο ‘δεν υπάρχει αυτός ο άντρας’ και συνέχισα να την παρακολουθώ μυξοκλαίγοντας σαν να μην ξέρω τι γίνεται στο τέλος. Αυτή η διαδικασία που σου περιέγραψα μου έχει συμβεί με πολλές ακόμα ταινίες που αδυνατώ να θυμηθώ. Αυτήν τη διαδικασία πλέον την παίρνω ως κανόνα, έναν κανόνα του οποίου η εξαίρεση, για την ώρα τουλάχιστον είναι το My Name is Sam.

Δεν έχει υπάρξει φορά να δω τον Sean Penn σε αυτόν το ρόλο και να μην πλαντάξω. Μάλιστα θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι την τρίτη φορά που είδα την ταινία ξεκίνησα να κλαίω από το πρώτο λεπτό που τον δείχνει με το παιδάκι. Δεν ξέρω ακριβώς τη διεργασία που γίνεται μέσα μου και τι είναι αυτό που με στεναχωρεί τόσο πολύ πάντως αμέσως μόλις άκουσα τον σημερινό τίτλο, η πρώτη ταινία που μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό ήταν το My Name is Sam.

Δεύτερο στην κατάταξη ήρθε το πρόσφατο Inside Out, ωστόσο αυτό το έχω δει μόνο μία φορά οπότε δεν έχει καταφέρει ακόμα να αποδείξει την αξία του. Άσε που, αν πιάσουμε την κατηγορία παιδικά τότε θα πρέπει να παραδεχτώ ότι κλαίω σχεδόν σε όλα. Από Lion King μέχρι Up και Despicable Me. Οπότε, δεν θα βγάλουμε άκρη.

Ο Σπάρτακος, ο Θέμης Καίσαρης

Ως κάθε εφηβος εκείνης της εποχής, βγήκα υποβασταζόμενος απ’την αίθουσα μετά τον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών. Oh captain, my captain, εκπληκτική μουσική, το κάδρο με τους μαθητές πάνω στα θρανία, ο Ήθαν Χοκ γίνεται σε μια στιγμή ο παντοτινός μου ήρωας ως ο Τοντ Άντερσον, η αμοιβάδα, αυτός που δεν είχε φωνή να μιλήσει, αλλά σηκώθηκε πρώτος.

Έκτοτε έχω κλάψει σε άπειρες ταινίες, κλαίω κάθε φορά με το Love Actually, διαλύθηκα στον καναπέ στο φινάλε του Warrior, αλλά επειδή δεν πάω συχνά σινεμά δεν έχω αντίστοιχες εμπειρίες με τις παλιές. Τελευταία φορά ήταν στο Interstellar, αλλά δεν έπαθα μεγάλη ζημιά.

Αναγκαστικά επιστρέφω στην αρχή. Στην πρώτη φορά που θυμάμαι καλά να πηγαίνω στο σινεμά, κάπου στην Τετάρτη-Πέμπτη Δημοτικού, όταν πήγαμε με τη μάνα μου να δούμε τον Σπάρτακο. Το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να φανταστεί πως πεθαίνει ο ήρωας, ήταν κάτι έξω απ’τη λογική μου. Έλιωσα στην καρέκλα όταν ένας-ένας πετάγονταν να φωνάξουν “εγώ είμαι ο Σπάρτακος” και όταν στο τέλος τον είδα στον σταυρό διαλύθηκα. Στο ίδιο τετράγωνο με το σινεμά ήταν τότε το σπίτι μας και η μάνα μου αναγκάστηκε να με σύρει μέχρι εκεί, αφού έκλαιγα μ’αυτούς τους σπασμούς τους παιδικούς, δεν ήθελα πια τη ζωή.

Τα ξυπνήματα ο Χρήστος Δεμέτης

Το Awakenings (Ξυπνήματα) το είχα δει πριν από πάρα πολλά χρόνια, τυχαία στην τηλεόραση, και το εκτίμησα πραγματικά όταν το είδα το 2000-κάτι (δεν θυμάμαι ακριβή χρονιά αλλά αυτό δεν έχει σημασία) στον θερινό δημοτικό κινηματογράφο της Ηλιούπολης, δίπλα στην κεντρική πλατεία. Ο Μάλκολμ Σέιερ, ένας ερευνητής χημικών εργαστηρίων με βασικές σπουδές στην ιατρική, προσλαμβάνεται ως γιατρός σε μια νευρολογική κλινική του Μπρονξ της Νέας Υόρκης, η οποία έχει ανάγκη από ιατρικό προσωπικό. Στην κλινική φιλοξενούνται κατατονικοί ασθενείς με ιστορικό εγκεφαλίτιδας, οι οποίοι φαινομενικά “κοιμούνται” και δεν έχουν επαφή με το περιβάλλον. Η ευαισθησία και η ανθρωπιστική περιέργεια του Σέιερ τον οδηγούν να δοκιμάσει μια πειραματική θεραπεία με φάρμακα, η οποία “ξυπνά” τους ασθενείς και τους κάνει ξανά λειτουργικούς, επιβεβαιώνοντας την πεποίθησή του ότι πίσω από την παγωμένη τους έκφραση και το ακίνητο σώμα υπήρχε μια εσωτερική ζωή. Το σενάριο βασίστηκε στο ομότιτλο επιστημονικό βιβλίο του νευρολόγου Όλιβερ Σακς, που περιγράφει μια πραγματική περίπτωση κατατονικών ασθενών που “ξύπνησαν” για ένα διάστημα μετά από μια θεραπεία που δέχτηκαν. Οι Robert DeNiro και Robin Williams είναι εκπληκτικοί έως συγκλονιστικοί και κάνουν μια ταινία που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, να μη μοιάζει “μελό”. Κατ’ εμέ, ίσως η καλύτερη ταινία που έπαιξε ο Williams. Στα του σεναρίου πάλι, οι ασθενείς αρχικά αντιδρούν θετικά και φτάνουν στο επίπεδο να μπορούν μόνοι τους να φροντίσουν τον εαυτό τους, αλλά στη συνέχεια η κατάστασή τους επιστρέφει στην αρχική τους κατάσταση. Το τέλος δεν είναι απαισιόδοξο, παρότι μέχρι να φτάσεις εκεί, έχεις δεχθεί μια γερή γροθιά στο στομάχι. Οι ασθενείς επέστρεψαν στην αρχική τους κατάσταση, όμως οι γιατροί κατάλαβαν πως το πνεύμα τους ζει και χρειάζεται τη συντροφικότητα και την κατανόηση. Η ταινία είναι ένας ύμνος στην αλληλεγγύη και στα μικρά πράγματα που αγνοούμε, ή θεωρούμε δεδομένα μέσα στο χάος της καθημερινότητας μας. Η σπουδαιότητα των απλών πράξεων. Η σπουδαιότητα της βοήθειας προς εκείνους που δεν έχουν τα δικά μας “μικρά” προβλήματα. Το δάκρυ είναι λυτρωτικό και απορρέει μέσα από τη συνειδητοποίηση. Μέσα από το κοίταγμα σου στον καθρέφτη της ατομικής υπευθυνότητας.

Στο Inside Out ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Δεν είναι κάτι δύσκολο το να κλάψω σε ταινίες, δηλαδή κλαίω πιο εύκολα από ό,τι στην πραγματικότητα, κάτι που θα πρέπει να κοιτάξω κάποια στιγμή αλλά δεν είναι το θέμα μας τώρα. Η αγαπημένη μου κλαψοσκηνή παραμένει ας πούμε στους τίτλους έναρξης του Darjeeling Limited του Γουές Άντερσον, όπου ο Μπιλ Μάρεϊ χάνει το τρένο και παίζουν Kinks. Τέτοιος είμαι. Κλαίω στο Royal Tenenbaums, κλαίω στο Creed, κλαίω στο Inside Llewyn Davis, κλαίω στο Pan’s Labyrinth, πέρσι στο Faults in Out Stars ευτυχώς ήμουν στον εξώστη γιατί είχαν κοκκινήσει τα μάτια μου, τελοσπάντων νά’ναι καλά το σινεμά γιατί αλλιώς δε θα ένιωθα τίποτα νομίζω. Οπότε θέλω να καταλήξω, μια ταινία ξεχωρίζει για μένα σε αυτό τον τομέα όταν μιλάμε για κλάμα όχι συγκίνησης σε μια δυο σκηνές ύστερα από κάποιο προφανές προβοκάρισμα από το φιλμ, αλλά για κάτι περισσότερο βιωματικό και ολοκληρωτικό σαν εμπειρία. Στο Where the Wild Things Are που είπε ο Χρήστος είχα μια τέτοια εμπειρία, έκλαιγα και δεν καταλάβαινα καν γιατί. Σε όλη την ταινία. Ακόμα πιο ενδιαφέρον ήταν αυτό που συνέβη με το Inside Out της Pixar: [ακολουθούν spoilers, σόρι] Την πρώτη φορά που το είδα έκλαψα στο προφανές σημείο της θυσίας του Μπινγκ Μπονγκ και μετά στο τέλος όταν η Ράιλι επανενώνεται με τους γονείς της, έχοντας πλέον αποδεχτεί την Λύπη, και κανείς δε λέει τίποτα, απλά αγκαλιάζονται και αρχίζουν να κλαίνε. Αυτό το πράγμα είναι τρομερά λυτρωτικό, όχι μεμονωμένα σαν σκηνή, όχι επειδή γίνεται κάτι στενάχωρο, αλλά επειδή αποκαλύπτει το εκπληκτικά αληθινό και σημαντικό statement όλης της ταινίας. Χωρίς τη θλίψη δεν γίνεται να νιώσεις όχι χαρά, αλλά τίποτα. Όλο το φιλμ, κάτω από όλα τα ιδιοφυή άλλα που είναι, παρουσίαζε την διαδικασία ωρίμανσης και αποδοχής του στενάχωρου ως κομμάτι της ψυχής. Όταν αυτό γίνεται εμφανές, βλέπεις όλη την ταινία υπό διαφορετικό φως. Τη δεύτερη φορά που είδα το Inside Out κατέληξα να δακρύζω σχεδόν σε κάθε σκηνή.