Η χειρότερη μου εμπειρία σε νησί
Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ γράφουν για τις νησοδιακοπές που τους βγήκαν εντελώς ξινές.
- 6 ΑΥΓ 2014
Οι διακοπές στο νησί δεν είναι πάντα ηλιοκαμμένες τουρίστριες στην πισίνα, ειδυλιακές παραλίες, ξενύχτι μέχρι τελικής πτώσεως και μεζεδοκαταστάσεις με τσίπουρα και μπύρες. Το έχουμε νιώσει στο πετσί μας.
Η ταλαιπωρία του Στέλιου Αρτεμάκη στη Μήλο
Δες πόσα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά στις διακοπές. Τα προγραμματίζεις όλα στην εντέλεια, τα προφταίνεις όμορφα κι ωραία και έχει τόσο αέρα που δεν μπορείς να πας στην παραλία. Τα προγραμματίζεις όλα στην εντέλεια, τρέχεις μέχρι τελευταία στιγμή για να τα προφτάσεις όλα (δουλειά, υποχρεώσεις, δρομολόγια, σέρβις αυτοκινήτου, ψώνια) και θες τρεις ημέρες να ηρεμήσεις από το άγχος. Τα προγραμματίζεις όλα στην εντέλεια, τρέχεις μέχρι τελευταία στιγμή για να τα προφτάσεις όλα και ξεχνάς το κινητό σου στο σπίτι. Έτσι κι εγώ δεν κλείνω ποτέ. Τελευταία μέρα δουλειάς την Παρασκευή, ας πούμε, μπορεί να φύγω και Κυριακή. Να γυρίσω την παράλια Πελοπόννησο χωρίς μία κράτηση, με μια σκηνή στο αυτοκίνητο και να μένω όπου με βρει το απόγευμα. Δωμάτιο; Δωμάτιο. Κάμπινγκ; Κάμπινγκ. Να γυρνάω χαλαρά με το αυτοκίνητο και να βλέπω χωριά και διαδρομές χωρίς να έχω να σκέφτομαι πότε θα γυρίσω στο δωμάτιο. Ή να πάω στη Μήλο χωρίς κρατήσεις, αρχές Αυγούστου. Θεωρητικά όχι και τόσο έξυπνη ιδέα. Να φτάσω μεσημέρι, να μην υπάρχει ούτε κοτέτσι στην κυριολεξία, να παίρνω τηλέφωνα όλο το απόγευμα στα κοντινά νησιά για κάποιο δωμάτιο, να βρω μια ακύρωση στη Σίφνο και να και να είναι το καλύτερο δωμάτιο που είχα ποτέ σε νησί. Με γλάρο στο ταβάνι, με δροσιά, με την πιο ευγενική σπιτονοικοκυρά σε όλες τις Κυκλάδες. Γι’ αυτό δεν κάνω ποτέ κρατήσεις στις διακοπές. Γιατί όλα μπορεί να πάνε στραβά. Και η χειρότερη εμπειρία μου ήταν στη στη Μήλο πριν από χρόνια.
Το ναυάγιο του Χρήστου Δεμέτη
Ξεκινώντας αυτή τη μικρή ιστορία, θέτουμε δύο παραμέτρους. Α. Κάθε φορά που με ρωτάνε αν έχω πάει στο Ναυάγιο στη Ζάκυνθο, απαντώ βαριεστημένα, “ναι, έχω πάει”. Θα μάθεις σε λίγο γιατί απαντώ βαριεστημένα. Β. Η “Ίνγκριντ” δεν θυμάμαι αν λεγόταν έτσι, αλλά για τις ανάγκες της ιστορίας θα πούμε ότι τη λέγαν “Ίνγκριντ”.
Πάμε στην ιστορία τώρα.
Είμαι έφηβος με σπυριά στα μούτρα. 15 χρονών, καλοκαίρι που μεταβαίνεις από την πρώτη στη δευτέρα λυκείου και ακολουθώ πιστά το οικογενειακό πρόγραμμα διακοπών που αυτή τη φορά μας βγάζει στη Ζάκυνθο από την οποία κατάγομαι κιόλας. Τώρα θα μου πεις, τα σημερινά 15χρονα πάνε μόνα τους Ιντερέιλ κλπ κλπ κλπ, ναι ΟΚ, πήγα. Με τους γονείς. Και την Ελληνίδα μάνα. Το τονίζω αυτό. Δεύτερη, τρίτη μέρα στο νησί, άντε λέμε να πάμε να δούμε και το Ναυάγιο. Μια από τις ωραιότερες παραλίες στον πλανήτη με ένα ναυάγιο στη μέση μου είχαν πει. Κλάιν μάιν, έλεγα. Πάμε όλοι μαζί, μπάρμπα – Ντίνος, κυρά – Σούλα, αδερφός πέντε χρόνια μικρότερος, μπαίνουμε στο καΐκι, τσούκου τσούκου τσούκου τσου, περνάμε από κάτι σπηλιές, χαίρεται ο πατέρας μου που έπαιζε με την καινούργια του μηχανή, παίρνει στροφή το καΐκι, πέφτει πάνω μου η Ίνγκριντ. Ξανθιά, έφηβη κι αυτή, γαλαζοπράσινο μάτι, αψεγάδιαστο σώμα. Καλά, στην ηλικία μου τότε, όλα αψεγάδιαστα μου φαίνονταν. Με κοιτάζει, την κοιτάζω, κάτι μου λέει, κάτι τραυλίζω. Συνεχίζουμε. Τελευταία στροφή, μπαίνει η βαρκούλα του ψαρά στον κόλπο του Ναυάγιου, μπαίνω στο κόλπο κι εγώ και παθαίνω την πλάκα μου. Γαλαζοπράσινα νερά, πιο γαλαζοπράσινα από τα μάτια της Ίνγκριντ. Δένει το καράβι και θέλω να καταπιώ τη θάλασσα. “Μάνα, φέρε το μαγιό, να πάω να αλλάξω να βουτήξω”, λέω, γιατί ΔΕΝ το φορούσα ήδη. “Ναι, ναι γιόκα μου, να το βρω, στην τσάντα το’χω, να. Να, να, να. Ε,εεεεεε…..”, ιδρώτας, “κοίτα να δεις”, έμφραγμα, “μα που τα έβαλα”, εγκεφαλικό, “τα ξέχασα στο σπίτι”. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΗΡΘΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΧΩΡΙΣ ΜΑΓΙΟ, σκέφτηκα. Τα υπόλοιπα είναι φωτογραφικές αναμνήσεις. Το μόνο που θυμάμαι, είναι να βλέπω την Ίγκριντ να με κοιτάζει με νόημα, να βουτάει στα νερά και ο αφρός πίσω της να σχηματίζει τη φράση “Είσαι ο μεγαλύτερος loser όλων των εποχών”.
Τέλος.
Η Σαλαμίνα του Πάνου Κοκκίνη
Δεν πρόκειται για μια εμπειρία, αλλά πολλές. Συσσωρευμένες με την πάροδο των χρόνων. Παιδικά τραύματα από την εποχή που οι γονείς μου με τραβούσαν εκεί κάθε καλοκαίρι για ‘διακοπές’ στο εξοχικό μας, την ίδια ώρα που οι φίλοι μου όργωναν νησιά και Πελοπόννησο. Ένα εξοχικό στο οποίο επέλεξε, στα τέλη των 70s, να ρίξει όλο της το εφάπαξ η μητέρα μου. Προτιμώντας το από τρία στρέμματα στην Δροσιά που είχαν την ίδια τιμή αλλά, σύμφωνα με εκείνη, ‘χειρότερη θέα’. Ένα εξοχικό στο οποίο έχω να πατήσω το πόδι μου εδώ και 10 χρόνια. Τι πρόβλημα είχα; Ήμασταν ψηλά στην ανηφόρα, η -μέτρια- θάλασσα απείχε κανένα δεκάλεπτο (οπότε δεν μπορούσα να πάω μόνος ή να είμαι εκεί με τις ώρες), το φαγητό παντού τριγύρω στις ταβέρνες ήταν οριακά επαρκές, η τηλεόραση δεν έπιανε καλό σήμα, είχαμε αφήσει το βίντεο πίσω στην Αθήνα και, το κυριότερο, ήμουν συνέχεια μόνος μου (οι γείτονες δεν είχαν παιδιά ή δεν έρχονταν συχνά). Απελπισία.
Η Ρόδος του Πασχάλη Κασίδη
Ρόδος καλοκαίρι του 2011. Φτάνουμε στο νησί με το πλοίο, πράγμα που σημαίνει 13 ώρες ταξίδι με ελάχιστο ύπνο σε κάτι θέσεις αεροπορικού τύπου. Το μόνο που ήθελα μετά το γολγοθά του ταξιδίου είναι να αράξουμε σε μια παραλία την υπόλοιπη ημέρα. Που να ήξερα τι με περιμένε μπροστά. Πέρνουμε λοιπόν το λεωφορείο να πάμε στο δωμάτιο και όχι αυτή τη βολική λύση που λέγεται Ταξί. Εκεί που είμαστε στο λεωφορείο στην τρίτη ή τέταρτη στάση με το που ανοίγουν οι πόρτες για να κατέβει ο κόσμος, μια κυρία αρχίζει να φωνάζει “παιδί μου, παιδί μου σε κλέψανε”. Έτσι όπως ήμουν κουρασμένος δεν κατάλαβα τι μου έλεγε και βρέθηκα την πρώτη μέρα των διακοπών χωρίς πορτοφόλι. Και δεν ήταν ότι είχα πολλά λεφτά μέσα αλλά μαζί με το πορτοφόλι μου έφυγαν και οι κάρτες μου, η ταυτότητα μου, το δίπλωμα μου. Και αντί να βρεθώ σε κάποιο μπιτσόμπαρο της Ρόδου βρέθηκα στο αστυνομικό της τμήμα να δηλώνω απώλεια της ταυτότητας, γιατί για να δηλώσω κλοπή έπρεπε να πληρώσω. Ευτυχώς στη βαλίτσα μέσα είχα το διαβατήριο μου και έτσι κατάφερα την επομένη να βγάλω πάλι τις κάρτες μου. Παρόλα αυτά η διάθεση μου είχε ήδη πάει περίπατο, γιατί το δίπλωμα μου δεν γινόταν να τυπωθεί τη συγκεκριμένη στιγμή και είχα χάσει ήδη μια μέρα από τις διακοπές μου. Γενικά η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.
O αποκλεισμός του Ηλία Αναστασιάδη στη Γαύδο
Πήγα στη Γαύδο το 2008. Παραλίγο να μη φύγω ποτέ. Πριν αποφασίσω ότι τα νησιά και οι θάλασσες δεν είναι για μένα, τα δοκίμασα. Κι όχι απλώς τα δοκίμασα, αλλά πήρα και το καραβάκι από την Παλιόχωρα Χανίων για να κατασκηνώσω στη Γαύδο. Μας είχαν υποσχεθεί δελφίνια στη διαδρομή. Δεν είδαμε κανένα. Αντιθέτως, στο γύρνα μας υποσχέθηκαν εμετούς. Είδαμε πολλούς. Τι είχε συμβεί εν τω μεταξύ; Είχαν συμβεί συγκλονιστικά βράδια που κοιμόμασταν απ’ τις 9 το βράδυ κάτω απ’ τα αστέρια (κανένα πρόβλημα με αυτό, η εμπειρία ήταν φανταστική), είχε συμβεί η τέλεια απομόνωση, αφού πρόλαβα να βουτήξω με το κινητό μου απ’ την πρώτη ώρα στο νησί και να το καταστρέψω, και είχε συμβεί και ένας αποκλεισμός που πραγματικά μας τσάκισε τα γόνατα. Γιατί τέλεια μια εβδομάδα σε ρυθμούς Μόγλη και Ταρζάν, αλλά εκεί που νιώθεις ότι χρειάζεσαι επειγόντως πίσω τον πολιτισμό, το να αποκλειστείς γιατί φυσάει και δεν έρχεται καράβι να σε πάρει, είναι μαχαιριά. Τι μαχαιριά; Καταστροφή. Τι καταστροφή; Θρίλερ. Κατασκηνώσαμε στο λιμάνι και περιμέναμε τρεις μέρες. Τώρα που τα ξανασκέφτομαι, αν κάποιος μου ‘λεγε ότι θα ξερνοβολάω σαν αξιοθέατο στο καραβάκι της επιστροφής στα Χανιά, μπορεί να έβγαζα στη Γαύδο ολόκληρο τον χειμώνα. Οπότε, μία η άλλη.
Όλα στραβά για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη στην Κύθνο
Φτάνεις στο νησί, έχει 40 βαθμούς, περιμένεις στο καράβι, μέσα σε ένα αμάξι που δεν έχει ίχνος κλιματισμού, για μιάμιση ώρα γιατί έσκασε το λάστιχο ενός φορτηγού που βρίσκεται ακριβώς μπροστά σου. Της είπα “πήγαινε εσύ στο δωμάτιο και θα έρθω μόλις ξεμπλέξω”, “όχι θα σε περιμένω έξω, δεν θα σε αφήσω μόνο” μου απάντησε. Για 40 δευτερόλεπτα χάρηκα. Τόσα πέρασαν από την στιγμή που το είπε μέχρι να με πάρει τηλέφωνο προχωρώντας προς τον ήλιο. Κοιτάω το κινητό και δείχνει χρόνο συνομιλίας 63 λεπτά. Μία ώρα και τρία λεπτά γκρίνιας. Μα καλά πόση μπαταρία έχει και αυτό και δεν τελειώνει; Κάποια στιγμή,επιτέλους, βγαίνουμε από το καράβι και έρχεται η λύτρωση. Αν θεωρείται λύτρωση να κουβαλάς τρεις βαλίτσες που χωράνε τα ρούχα ολόκληρης μεραρχίας (και μία backpack με τα δικά μου ρούχα) για 37 σκαλιά ενώ ακούς ότι χάσαμε όλη την μέρα και όλα στραβά θα πάνε και εκείνη δεν ήθελε να έρθουμε εδώ και αν πηγαίναμε εκεί που ήθελε εκείνη όλα θα ήταν τέλεια. “Τέλεια θα ήταν” ψιθύρισα ξεψυχώντας όταν πάτησα στο μάρμαρο του δωματίου. Και για να μην νομίζεις ότι είμαι υπερβολικός και γκρινιάρης, τις επόμενες μέρες θα έβρισκα το αμάξι μου με κατεβασμένο προφυλακτήρα, θα μου κατέστρεφε τον ύπνο ένα κουνούπι που βούιζε στο αυτί της και έπρεπε να το σκοτώσω και θα πάθαινα δηλητηρίαση από ένα φρέσκο -πέντε ημερών τουλάχιστον- πιάτο μουσακά. Στην Αθήνα συνειδητοποίησα επίσης ότι πηγαίνοντας Κολώνα με το αμάξι, αφού “έχουμε το αμάξι ρε Δημήτρη, γιατί να πληρώνουμε καραβάκια; Αυτοί οι ντόπιοι είναι πάντα υπερβολικοί για να μας τα φάνε”, θα πενθούσα και μία ανάρτηση. Τέλος, το κρεβάτι έτριζε. Τουλάχιστον είδα την Κολώνα.