© Άγγελος Κλάδης
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Η πόλη στους δρόμους: Στη μεγαλειώδη πορεία της Αθήνας μαζί με τους μαθητές

Μέσα στο ατελείωτο ποτάμι που απλώθηκε στο κέντρο της Αθήνας, υπήρξαν χιλιάδες μαθητές που διαδήλωναν για πρώτη φορά.

Ένα τεράστιο «ως εδώ», χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, θα μπορούσε μονάχα να περιγράψει τη χθεσινή εικόνα. Τα τελευταία χρόνια, έχουμε υπάρξει μάρτυρες πρωτοφανών καταστάσεων – η διαχείριση της πανδημίας με έναν απαράδεκτα ασφυκτικό τρόπο, εν απουσία ΜΕΘ και υγειονομικής στρατηγικής, η αποκάλυψη για μια κυβέρνηση που παρακολουθεί τους βουλευτές της, η αποκάλυψη για έναν απευθείας διορισμένο Λιγνάδη που κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη.

Αλλά, όπως μου είχε πει παλιότερα, μονάχα μια δολοφονία είναι πλέον σε θέση να απασφαλίσει μαζικά την οργή της κοινωνίας, για να δούμε ξανά το Σύνταγμα πλημμυρισμένο όπως το 2010.

Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που σκέφτηκα αυθόρμητα, σαν πικρή δικαίωση, όταν κατέφτασα νωρίς το μεσημέρι στην απεργιακή κινητοποίηση της 8ης Μαρτίου για τα Τέμπη, αντικρίζοντας πλακάτ με τη λέξη «Δολοφονία» και ένα ατελείωτο ποτάμι κόσμου που όχι απλά είχε κατακλύσει την κεντρική πλατεία και το πλάτωμα μπροστά στη Βουλή, αλλά είχε φτάσει σε σημείο να γεμίσει τη λεωφόρο της Πανεπιστημίου, της Σταδίου, της Πειραιώς μέχρι την Κουμουνδούρου και την Αγίου Κωνσταντίνου μέχρι το Εθνικό Θέατρο.

Ανάμεσά τους, σωματεία, συνδικάτα, φοιτητικοί σύλλογοι, ανεξάρτητες συλλογικότητες, εργαζόμενοι από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, όπως δήλωναν τα μηνύματα στα πανό, μπλοκ από καλλιτέχνες που συνεχίζουν αγόγγυστα τη διαμαρτυρία από την ώρα που η κυβέρνηση αποφάσισε την απαξίωση των πτυχίων τους, φεμινιστικές οργανώσεις, οικοδόμοι, τεχνίτες, υγειονομικοί – ένα τόσο πολύχρωμο και ετερόκλητο σύνολο που με την παρουσία του έδειχνε πως η διαδήλωση έγινε ξανά καθολική ανάγκη.

Μέσα στο πλήθος ξέκλεβες εικόνες από κόσμο να αγκαλιάζεται αυθόρμητα. Ακούστηκαν τραγούδια στη μνήμη των νεκρών και είδα δάκρυα να τρέχουν από πρόσωπα. Αλλά το πιο συγκινητικό στα δικά μου μάτια ήταν οι μαθητές, τα νέα παιδιά που κατέβηκαν στη διαδήλωση.

 

Από περιέργεια, πριν μπω στην πορεία, στάθηκα μερικά λεπτά στο ύψωμα της πλατείας Ομονοίας για να δω από μακριά αυτά τα πιτσιρίκια. Ήταν χιλιάδες. Αμούστακα, με σακίδια στην πλάτη, τα περισσότερα ζούσαν εκείνη τη στιγμή την πρώτη τους πορεία. «Αυτό που έγινε στα Τέμπη ήταν ένα κανονικό χαστούκι για όλους μας», μου απαντάει με ευθύτητα η Νάνσυ, μια μαθήτρια Γυμνασίου από την περιοχή της Λυκόβρυσης. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί όσο προχωράμε είναι συγκεκριμένες: «έγκλημα», «κινδυνεύουμε», «δολοφονία».

Όπως μου εξηγεί, στο δικό της σχολείο είχαν κανονικά μάθημα και μάλιστα οι καθηγητές είχαν τοποθετήσει καρέκλες στην είσοδο για να μη φύγουν οι μαθητές. «Δεν τους αδικώ, αλλά νομίζω πως επειδή έχουν πια μεγαλώσει, έχουν φτάσει σε σημείο να συμβιβάζονται με όλα, τίποτα δεν τους παραξενεύει – όμως, εδώ μιλάμε για ανθρώπινες ζωές, για τη δική μας την ασφάλεια». Αυτή είναι η μία πλευρά της ιστορίας, διότι ανάμεσα στο πλήθος των μαθητών συνάντησα και εκατοντάδες καθηγητές ή γονείς που έκαναν απεργία τη συγκεκριμένη μέρα και κατέβηκαν στον δρόμο μαζί με τα παιδιά τους, στηρίζοντας από κοινού αυτόν τον αγώνα.

«Προτιμώ να πάρω απουσίες, στο σχολείο να κάνω τι τέτοια μέρα;»

Τα μαθητικά μπλοκ στέκονταν σταθερά μακριά από το Σύνταγμα και τη Βουλή, όπου βρίσκονταν παραταγμένες οι αστυνομικές δυνάμεις. «Δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσουμε μετά το Πανεπιστήμιο – δεν είδες τι συνέβη στην πορεία της προηγούμενης εβδομάδας για τα Τέμπη;», μου λέει ο Κώστας, που είχε κατέβει με τα δύο του παιδιά απ’ την περιοχή του Ζωγράφου. Το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τις 2:30 και επικρατούσε ακόμη απόλυτα ειρηνικό κλίμα μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικών δυνάμεων. «Μην περιμένεις ότι θα κρατήσει πολύ», μου απαντά αμέσως μετά τη δική μου φράση.

Μια μητέρα κρατά πιο δίπλα την κόρη της από το χέρι, για να μη χαθούν στο πλήθος. Θα συναντήσω αρκετές φορές την ίδια εικόνα, αλλά και πάλι παρέμεναν εξαιρέσεις οι περιπτώσεις μαθητών που είχαν καταφτάσει μεμονωμένα στην πορεία, είτε με φίλους τους ή με γονείς. Κατά κύριο λόγο, ήταν παιδιά που κατέβηκαν οργανωμένα όλα μαζί από σχολεία που έχει γίνει κατάληψη αυτή την εβδομάδα, με αφορμή τη συγκέντρωση της Τετάρτης (8/3).

Συγκεκριμένα, από τα σχολεία του Περιστερίου πρέπει να ήταν πάνω από 150 άτομα που φρόντιζαν μεταξύ τους να μην απομακρυνθούν για παν ενδεχόμενο. Σε αυτή την περίπτωση, οι πρόεδροι των δεκαπενταμελών είχαν αναλάβει ρόλο επιτηρητή.

Και πάλι, για τους περισσότερους ήταν η πρώτη φορά που κατέβαιναν στον δρόμο, άμα κρίνω από τον δισταγμό τους να κρατηθούν αγκαζέ. Η λέξη «Οργή» ήταν γραμμένη στα μάγουλα πολλών και από το πολύ ουρλιαχτό στα συνθήματα είχε αρχίσει να κόβεται η φωνή τους. «Στέρεψαν τα δάκρυα κι έγιναν οργή / H νέα γενιά δε σας συγχωρεί», έλεγαν ξανά και ξανά.

Στα πρόσωπά τους έβλεπα ζωγραφισμένο το νεύρο, το πάθος, τον ρομαντισμό, την αγωνία, την αθωότητα, ακριβώς όπως θυμόμουν δηλαδή τον εαυτό μου στις μαθητικές κινητοποιήσεις του 2008, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Το νεαρό της ηλικίας στο θύματα ήταν και τώρα που απελευθέρωσε την οργή τους, σκέφτομαι.

Με τον πιο ειρωνικό τρόπο, αυτή μου η σκέψη διακόπηκε βίαια από τρεις-τέσσερις απανωτούς κρότους στο βάθος προς το Σύνταγμα. Έπειτα από λίγο, ο ίδιος ήχος ακούστηκε πιο κοντά, από τη μέση της Πανεπιστημίου. Κόσμος οπισθοχωρούσε και στα τηλέφωνά τους παιδιά έψαχναν τους φίλους τους, φωνάζοντας από αγωνία. Ήταν γύρω στις 4:00 εκείνη την ώρα και τα χημικά είχαν κάνει τον κόσμο να οπισθοχωρεί ατάκτως, ενώ προσπαθούσε με δακρυσμένα μάτια να καλύψει τη μύτη του με μάσκες και υφάσματα.

Ο κόσμος διαλύθηκε προς διάφορες κατευθύνσεις.