ORIGINALS

Ιρλανδία σημαίνει λογοτεχνία

Είναι η χώρα που έχει δώσει τα περισσότερα στην παγκόσμια λογοτεχνία; Πολύ πιθανό.

By CUSTOM.

Για σκεφτείτε το λιγάκι: Η Ιρλανδία, αυτό το νησί του βορρά που βρίσκεται χωρισμένο από το 1922, είναι μια χώρα με λιγότερους από 5,000,000 κατοίκους. Ούτε η μισή Ελλάδα, σα να λέμε. Κι όμως οι συγγραφείς της έχουν κερδίσει 3 Νόμπελ Λογοτεχνίας (4 αν συνυπολογίσουμε κι εκείνο του Βορειο-Ιρλανδού Seamus Heaney), μας έχουν χαρίσει δεκάδες κλασικά βιβλία που άνοιξαν ξεχωριστούς λογοτεχνικούς δρόμους, όπως ο ‘Δράκουλας’ ή τα ‘Ταξίδια του Γκιούλιβερ’, και συνεχίζει να μας δίνει εξαιρετικούς συγγραφείς όπως η Anne Enright, ο Colm Tóibín, ο Sebastian Barry, η Emma Donoghue και ο John Banville.

Παρότι θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για την Ιρλανδική λογοτεχνία και τα όσα έχει δώσει στον κόσμο, σήμερα θα επικεντρωθούμε στους 5 Μεγάλους, τους σημαντικότερους συγγραφείς που έχει προσφέρει στην τέχνη η χώρα των Κελτών και του Αγίου Πατρικίου.

   

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ

Μπορεί εμείς να τον ξέρουμε σαν Όσκαρ Ουάιλντ αλλά το πλήρες όνομά του ήταν Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’Φλάχερτι Ουίλς Ουάιλντ. Γεννήθηκε το 1854, σπούδασε στο Δουβλίνο και την Οξφόρδη, έγινε θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, ποιητής αλλά και κριτικός και καταφέρνοντας να γίνει ο πιο αναγνωρίσιμος καλλιτέχνης της Βικτωριανής εποχής.

Μετά τις σπουδές του στην Οξφόρδη ο Ουάιλντ επέστρεψε στο Δουβλίνο, εκεί που συνάντησε τη Φλόρενς Μπαλκόμπ, μια παλιότερη αγαπημένη του που θα αρραβωνιαστεί και τελικά θα παντρευτεί τον Μπραμ Στόκερ, συγγραφέα του ‘Δράκουλα’. Της έγραψε πως θα γυρίσει στο Λονδίνο κι έτσι γίνεται τελικά το 1878, με το πρώτο του έργο, την ποιητική συλλογή ‘Ποιήματα’, να εκδίδεται το 1881. Εκείνο τον καιρό ο συγγραφέας ταξίδεψε στην Αμερική για μια σειρά διαλέξεων με θέμα τον αισθητισμό, Βρετανικό κίνημα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα που σχετίζεται με τον γαλλικό συμβολισμό. Εκεί ο Ουάιλντ και ο αισθητισμός δέχονται ισχυρή κριτική από τον τύπο, αλλά το κοινό τον υποδέχτηκε με θέρμη σε κάθε κοινωνικό κύκλο που βρέθηκε.

Ο Ουάιλντ συνέχισε τις διαλέξεις του σε Παρίσι, εκεί που θα για λίγους μήνες, και μετέπειτα στη Βρετανία. Το 1884 παντρεύτηκε την Κόνστανς Λόυντ, μαζί με την οποία θα αποκτήσει 2 γιους, αλλά ο γάμος του αρχίσει να ξεφτίζει μετά τη 2η εγκυμοσύνη της Κόνστανς. Την ίδια εποχή ξεκίνησε και η σχέση του Ουάιλντ με τον Ρόμπι Ρος. Ο συγγραφέας εργάζεται σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ μετέπειτα ανέλαβε την έκδοση ενός περιοδικού που μετονόμασε ως ‘The Woman’s World’.

Το 1888 εκδίδεται η συλλογή του ‘Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας και άλλα παραμύθια’, αποτέλεσμα των πολυάριθμων παραμυθιών και διηγημάτων που δίνει σε διάφορα περιοδικά σε αυτή τη φάση του έργου του. Λίγο αργότερα ξεκίνησε να μοιράζεται τις ιδέες του αισθητισμού μέσα από μεγαλύτερα κείμενά του σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.

Είναι όμως το 1891 η χρονιά που το αστέρι του Όσκαρ Ουάιλντ λάμπει εντονότερα. Πέρα από 3 συλλογές με διηγήματα και κείμενα, το ‘91 εκδίδεται το μυθιστόρημα ‘Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι’, το γνωστότερο έργο του δημιουργού. Οι κριτικές σφαγιάζουν το βιβλίο, κατηγορώντας το περιεχόμενό του για τις ομοφυλοφιλικές αναφορές, την ηθική κατάπτωση και τη γενικότερη παρακμή που βλέπουν στις σελίδες του.

Τον ίδιο χρόνο ο συγγραφέας γνώρισε τον Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας, μια γνωριμία που αργότερα θα οδηγήσει σε μια θυελλώδη σχέση, και επιστρέφει στο Παρίσι όπου ολοκλήρωσε τη ‘Σαλώμη’ του, το θεατρικό που έγραψε ο Ουάιλντ στα γαλλικά και θα κάνει χρόνια να δει το κοινό της Βρετανίας, λόγω της απαγόρευσης θεατρικών με θρησκευτικό περιεχόμενο. Συνεχίζει να γράφει θεατρικά, κριτικάροντας τη Βικτωριανή κοινωνία.

Το peak της δημοφιλίας του Ουάιλντ έρχεται το 1895, όταν το θεατρικό του ‘Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός’ κατέκτησε το Λονδίνο. Είναι όμως και η αρχή του τέλους αυτού του σπουδαίου καλλιτέχνη. Ο Ουάιλντ μηνύει τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, πατέρα του εραστή του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας για συκοφαντία, αλλά η δίκη καταλήγει να έχει κατηγορούμενο τον ίδιο τον Ουάιλντ για σοδομισμό, μέσα από την οποία καταδικάζεται τελικά σε 2 χρόνια καταναγκαστικών έργων.

Το 1896, μέσα από τη φυλακή, έγραψε την ‘Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ’, το τελευταίο του έργο, ένα ποίημα για τις δυσκολίες στη φυλακή, ενώ λίγο πριν την αποφυλάκισή του το 1897, καθώς η υγεία του ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη, έγραψε ένα γράμμα 50,000 λέξεων προς τον Άλφρεντ Ντάγκλας. Γράμμα που του απαγορεύτηκε να στείλει μέσα από τη φυλακή αλλά κουβάλησε ο ίδιος στον έξω κόσμο. Στο ‘Εκ βαθέων’, που κομμάτι του πρωτοεκδόθηκε το 1905, ο συγγραφέας εξέτασε ολόκληρη την καριέρα του και τη σχέση του με τον Ντάγκλας.

Ο Όσκαρ Ουάιλντ έφυγε για το Παρίσι αμέσως μετά την απελευθέρωσή του, δεν επέστρεψε ποτέ στη Βρετανία και πέθανε, αυτοεξορισμένος, χωρίς περιουσία και με ελάχιστους παρευρισκόμενους στην κηδεία του, στο τέλος του 1900. Το 2017, 117 χρόνια μετά το θάνατό του, ήταν ένας από τους 50,000 άντρες στους οποίους αποδόθηκε χάρη για τις ομοφυλοφιλικές πράξεις τους, που πλέον δε θεωρούνται αδικήματα σύμφωνα με τον Νόμο Άλαν Τούρινγκ.

 

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΕΪΤΣ

Ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς γεννήθηκε το 1865 και σπούδασε στο Λονδίνο, με τις Ιρλανδικές παραδόσεις και το μεταφυσικό να έχουν υπάρξει οι μεγαλύτερες επιρροές της ζωής του.

Μεγαλωμένος από νωρίς κοντά στην καλλιτεχνική φύση ολόκληρης της οικογένειάς του (ο πατέρας του ήταν ζωγράφος), που του επέτρεψε να γνωρίσει από μικρός τους δημιουργικούς κύκλους του Δουβλίνου και με τις ιστορίες της μητέρας του από τη χώρα του να ηχούν στα αυτιά του, ο Γέιτς έχει από νωρίς την τάση προς την ποίηση και σε ηλικία 20 ετών εκδίδει τα πρώτα του ποιήματα.

Λίγα χρόνια αργότερα γνωρίζει την Μοντ Γκον, μια νεαρή κοπέλα που ενέπνευσε τον ποιητή και στην οποία ο Γέιτς γύρισε ξανά και ξανά ζητώντας της να τον παντρευτεί, συναντώντας όμως συνεχώς την άρνησή της, μέχρι και το γάμο της το 1903 με κάποιον άλλο.

Καθώς ο Γέιτς έβρισκε σιγά σιγά την τάση του προς τους μύθους και την παράδοση της Ιρλανδίας, η γνωριμία του το 1896 με τη Λαίδη Γκρέγκορι τον έσπρωξε περισσότερο κοντά στην πατρίδα του, αλλά και στο θέατρο, με το οποίο η Λαίδη τον έπεισε να ασχοληθεί. Γίνεται μέλος της Θεοσοφικής Εταιρίας και του Τάγματος της Χρυσής Αυγής, μια μυστικιστική οργάνωση που ασχολείται με τον αποκρυφισμό και τη μεταφυσική. Το θεατρικό ‘Cathleen ni Hoolihan’ του 1902 είναι ίσως το σπουδαιότερο θεατρικό του και 2 χρόνια αργότερα ο Γέιτς μαζί με τη Λαίδη Γκρέγκορι και αρκετούς άλλους Ιρλανδούς συγγραφείς ίδρυσαν το Abbey Theatre του Δουβλίνου, εκεί όπου παρουσιάστηκαν τα έργα του για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Το 1909 συνάντησε τον Αμερικανό Έζρα Πάουντ, που ένας από τους λόγους που ταξίδεψε στο Λονδίνο είναι και για να γνωρίσει τον Γέιτς, με τους 2 ποιητές να μένουν μαζί μέχρι και το 1916 και με τον Πάουντ να λειτουργεί ως γραμματέας του Γέιτς. Την ίδια χρονιά ο Γέιτς παντρεύτηκε την αρκετά χρόνια νεότερή του Τζόρτζι Χάιντ-Λις, με την οποία απέκτησε 2 παιδιά. Το ποίημα ‘Άγριοι κύκνοι στο Κουλ’ γράφτηκε αυτόν τον καιρό και το μάλλον γνωστότερο από τα έργα του, η ‘Δευτέρα παρουσία’, ήρθε το 1920.

Η κελτική μυθολογία, διάφοροι συμβολισμοί από παραδόσεις και πολιτισμούς, η ταυτότητα της Ιρλανδίας, αλλά και η μετέπειτα στροφή του από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό και αργότερα οι αναφορές του στο μυστικισμό, είναι από τα θέματα που απασχόλησαν πολύ τον Γέιτς στο έργο του, που κάλυψε ένα διάστημα 6 δεκαετιών.

Το 1922, όταν το Ιρλανδικό κράτος δημιουργήθηκε για πρώτη φορά, ο Γέιτς εκλέχθηκε στην Ιρλανδική Σύγκλητο, κάτι που επαναλήφθηκε και το 1925, ενώ το 1923 του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, “για την πάντα εμπνευσμένη ποίησή του, της οποίας η υψηλή καλλιτεχνική μορφή δίνει έκφραση το πνεύμα ενός ολόκληρου έθνους”. Τα ‘Νέα Ποιήματα’ του ‘38 ήταν το τελευταίο έργο του που εκδόθηκε πριν το θάνατό του το 1939, σε ηλικία 73 ετών.

 

ΤΖΕΪΜΣ ΤΖΟΫΣ

Μπορεί να πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του εκτός Ιρλανδίας, αλλά ο Τζέιμς Τζόυς είναι ένα αυθεντικό τέκνο του Δουβλίνου. Ο μεγαλύτερος από τα 10 παιδιά της οικογένειάς του, ο Τζόυς ξεκίνησε ως κριτικός λογοτεχνίας και πολλά κείμενά του για βιβλία κυκλοφόρησαν σε εφημερίδα της πόλης του.

Αφού απαρνήθηκε τον καθολικισμό, εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Ιατρική για χάρη του Παρισιού και είδε τη μητέρα του να πεθαίνει από καρκίνο, ο συγγραφέας είδε αρκετές από τις προσπάθειές του στη λογοτεχνία να μην πηγαίνουν καλά. Κάποια από τα θεατρικά που έγραψε δε διασώζονται σήμερα, το δοκίμιο ‘Το πορτρέτο του καλλιτέχνη’ απορρίφθηκε από ένα περιοδικό και το μυθιστόρημα ‘Στήβεν ο Ήρωας’ έμεινε ημιτελές.

Όμως το 1904 ο Τζόυς γνώρισε και ερωτεύτηκε την Νόρα Μπάρνακλ, μαζί με την οποία έφυγε από την Ιρλανδία και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Τεργέστη, εκεί που έμειναν για 15 χρόνια. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής διηγημάτων ‘Δουβλινέζοι’, που όμως θα εκδοθεί 10 χρόνια αργότερα, μετά από πολλές δυσκολίες.

Το 1909 ο συγγραφέας είναι αυτός που άνοιξε στο Δουβλίνο τον πρώτο κινηματογράφο της Ιρλανδίας, τον Cinematograph Volta, με τη βοήθεια επιχειρηματιών από την Τεργέστη. Η προσπάθειά του όμως κράτησε μόλις 7 μήνες, αφού ο κινηματογράφος έδειχνε κυρίως ταινίες από την Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, που σνόμπαραν οι κάτοικοι της πόλης. Έτσι ο Τζόυς διέκοψε την ανάμειξή του στον Volta, αλλά συνέχισε να επιστρέφει στο Δουβλίνο προσπαθώντας να επιτύχει την έκδοση των ‘Δουβλινέζων’, χωρίς όμως επιτυχία.

Μαζί με την έκδοση των ‘Δουβλινέζων’ το 1914, ο Τζόυς ξεκίνησε τη συγγραφή του ‘Οδυσσέα’, του σημαντικότερου έργου του. Την επόμενη χρονιά, ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεκινήσει, μετακόμισε στη Ζυρίχη και από εκεί στο Παρίσι μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Στη γαλλική πρωτεύουσα ολοκλήρωσε τον ‘Οδυσσέα’ του και τον είδε να εκδίδεται το 1922, χρονιά που ο συγγραφέας καταπιάστηκε με το μυθιστόρημα ‘Η αγρύπνια των Φίννεγκαν’.

Αυτό είναι και το έργο του Τζόυς που χρειάστηκε περισσότερα χρόνια για να ολοκληρωθεί, εν μέρει λόγω της απογοήτευσης του δημιουργού από την αρχική υποδοχή του, όταν αποσπάσματα του βιβλίου τυπώθηκαν σε ένα περιοδικό το 1924. Πριν την έκδοσή του το 1939, ο Τζόυς ταξίδευε συχνά στην Ελβετία για θεραπείες των ματιών του αλλά και για την κόρη του Λουτσία, που έπασχε σύμφωνα με τον πατέρα της από σχιζοφρένεια. Γιατρός της Λουτσία ήταν ο Καρλ Γιουνγκ, που πίστευε αφού διάβασε τον ‘Οδυσσέα’ πως ο ίδιος ο Τζόυς έπασχε από σχιζοφρένεια.

Στα τέλη του 1940 ο Τζόυς απέδρασε από το κατεχόμενο Παρίσι και επέστρεψε στη Ζυρίχη, εκεί όπου πέθανε ένα μήνα αργότερα, αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικότατο λογοτεχνικό έργο.

 

ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ

2 χρόνια μετά το Νόμπελ Λογοτεχνίας του Γέιτς, το βραβείο επέστρεψε σε Ιρλανδικά χέρια και αυτή τη φορά ήταν η σειρά δραματουργού Τζορτζ Μπέρναρντ Σω.

Γεννημένος το 1856 στην προτεσταντική οικογένεια των Σω, ο δημιουργός έφυγε από το Δουβλίνο στα 20 χρόνια του. Σπίτι του μέχρι το τέλος της ζωής του έγινε το Λονδίνο, εκεί που έζησε η μητέρα του μετά το χωρισμό από τον πατέρα του. Ο Μπέρναρντ Σω προσπάθησε να κάνει καριέρα σαν δημοσιογράφος και συγγραφέας, ενώ ασχολήθηκε με μεταφράσεις και επιμέλειες κειμένων.

Πέρασε μια δύσκολη δεκαετία, κερδίζοντας ελάχιστα λεφτά και ζώντας στη φτώχεια, ενώ το 1881 έγινε χορτοφάγος. Την επόμενη χρονιά γνώρισε τον Γουίλιαμ Μόρις, άρχισε να συχνάζει σε μέρη όπου μιλούσαν διάφοροι σοσιαλιστές και έμαθε να ξεπερνά το τραύλισμά του στη σκηνή. Είναι τα χρόνια όπου ο Σω διαμόρφωσε την κοσμοθεωρία του και έγινε συνιδρυτής της Φαβιανής Εταιρείας, μιας κίνησης για τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών.

Έγραψε κείμενα για τις προοδευτικές τέχνες και δούλεψε σαν κριτικός μουσικής και τέχνης με το ψευδώνυμο Corno Di Bassetto. Το πρώτο του θεατρικό έργο ήρθε το 1891 και ξεκίνησε μια 12ετία όπου κάθε χρόνο έφερνε και καινούριο θεατρικό, με μικρή επιτυχία όμως στο να πείσει τις σκηνές του Λονδίνου να παίξουν τα έργα του. Από το 1895 ξεκινά την κριτική θεάτρου και το 1898 παραιτήθηκε από αυτή τη δουλειά, έφυγε από το σπίτι της μητέρας του και παντρεύτηκε την, επίσης Ιρλανδή, Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ.

Ξεκινώντας από το 1904, ο Μπέρναρντ Σω συνεργάστηκε με τον Χάρλεϊ Γκράνβιλ Μπάρκερ, διευθυντή του Court Theatre που άνοιξε μια νέα σκηνή για προοδευτικά δράματα. Μέσα στα επόμενα 3 χρόνια 10 έργα του συγγραφέα παίχτηκαν εκεί, ενώ η συγγραφή νέων θεατρικών συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό. Στα χρόνια μέχρι την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα περισσότερα από τα έργα του Σω παίχτηκαν κάπου στην Αγγλία.

Όμως ο πόλεμος κόστισε πολύ στον δημιουργό. Ο ίδιος βλέπει την απώλεια τόσων ανθρώπων ως ηθική κατάπτωση της κοινωνίας και της πολιτικής και μια σειρά άρθρων του με τίτλο ‘Κοινή Λογική Γύρω Από Τον Πόλεμο’ τον έβαλε στο στόχαστρο των γύρω του και τον έφτασε κοντά στο να δικαστεί για προδοσία. Ταυτόχρονα η παραγωγικότητά του ως θεατρικού συγγραφέα σχεδόν μηδενίζεται.

Ευτυχώς για τον ίδιο αλλά και για την παγκόσμια λογοτεχνία, το τέλος του πολέμου τον βρίσκει να γράφει τα σπουδαιότερα από τα έργα του, όπως την ‘Αγία Ιωάννα’. Το 1925 θα κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, με τη Σουηδική Ακαδημία να λέει πως τα έργα του είναι “επηρεασμένα και από ιδεαλισμό και από ανθρωπιά, με την προκλητική τους σάτιρα συχνά γεμάτη με μια ιδιαίτερη ποιητική ομορφιά”. Ο Σω δέχτηκε το βραβείο αλλά απέρριψε το χρηματικό έπαθλο, λέγοντας πως το κοινό του και οι αναγνώστες του του προσέφεραν επαρκή χρήματα για τις ανάγκες του.

Μετά την ‘Αγία Ιωάννα’ έγραφε για 4 χρόνια τον ‘Οδηγό της ευφυούς γυναικός στον Σοσιαλισμό και στον Καπιταλισμό’, ένα βιβλίο που ο ίδιος περιέγραψε ως το magnum opus του. Το 1938 κέρδισε το Όσκαρ για την κινηματογραφική μεταφορά του ‘Πυγμαλίων’ και έζησε μέχρι τα 94 χρόνια του, αφήνοντας πίσω το περισσότερα από 60 θεατρικά έργα και μαζί μια σπουδαία λογοτεχνική κληρονομιά.

 

ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ

Το 1906 γεννήθηκε ο Σάμιουελ Μπέκετ, κάτοχος του 3ου και πιο πρόσφατου Νόμπελ Λογοτεχνίας της Ιρλανδίας. Τις σπουδές του στο Δουβλίνο ακολούθησε ένα σύντομο πέρασμα από το Μπέλφαστ κι από εκεί στο Παρίσι, διορισμένος ως καθηγητής αγγλικών.

Εκεί γνώρισε τον Τζέιμς Τζόυς, τον οποίο βοήθησε στην έρευνά του για την ‘Αγρύπνια των Φίννεγκαν’. Αυτή η γνωριμία επηρέασε βαθιά τον Μπέκετ, που δημοσίευσε το πρώτο του έργο το 1929. Το πρώτο του βιβλίο όμως το έγραψε το 1932, μετά την παραίτησή του από τη θέση του λέκτορα στο Trinity College, ένα μυθιστόρημα που όμως θα εκδοθεί μόνο μετά θάνατον.

Ο Μπέκετ γύρισε την Ευρώπη, πριν καταλήξει και πάλι στο Παρίσι το 1938 εκεί που ένας περιβόητος μαστροπός θα τον μαχαιρώσει, αφού ο συγγραφέας αρνήθηκε τις ανήθικες προτάσεις του. Όσο ο Μπέκετ αναρρώνει στο νοσοκομείο, γνωρίζει τη Σουζάν Ντεσεβό-Ντουμεσνίλ, μια γυναίκα η οποία θα γίνει η σύντροφός του για τα επόμενα 50 χρόνια.

Μέλος της γαλλικής αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μπέκετ αργότερα θα τιμηθεί για την προσφορά του κατά τη διάρκεια της κατοχής των Ναζί. Με το τέλος του πολέμου επέστρεψε για μια σύντομη επίσκεψη στο Δουβλίνο και αποφάσισε να αλλάξει την πορεία του στη συγγραφή, βγαίνοντας από τη σκιά του μεγάλου Τζέιμς Τζόυς αλλά και αγκαλιάζοντας το ενδιαφέρον του για την άγνοια, την αποτυχία και την αδυναμία.

2 χρόνια αργότερα, ο Μπέκετ ξεκίνησε να γράφει στα γαλλικά και το 1952 ήρθε η μεγάλη επιτυχία του ‘Περιμένοντας τον Γκοντό’ που ξεκίνησε να παίζεται στο Παρίσι μέσα στο ‘53. Η επιτυχία του έργου ανοίγει τις πόρτες για τον συγγραφέα που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια με τα ‘Τέλος του παιχνιδιού’, ‘Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ’, ‘Ευτυχισμένες μέρες’, ‘Θέατρο’ και άλλα, ενώ άνοιξε και την καριέρα του ως θεατρικού σκηνοθέτη. Το 1961, την χρονιά του ‘Ευτυχισμένες μέρες’ δηλαδή, παντρεύτηκε σε μια μυστική τελετή στην Αγγλία την αγαπημένη του Σουζάν.

Το 1969 ήρθε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και η Σουηδική Ακαδημία είπε για τον Μπέκετ: “Τρέφει για την ανθρωπότητα μια αγάπη που εξελίσσεται σε κατανόηση, ενώ βυθίζεται σε ολοένα και πιο έντονη βδελυγμία, μια απόγνωση που πρέπει να φθάσει στο έσχατο όριο της οδύνης για να ανακαλύψει ότι η ευσπλαχνία δεν έχει όρια. Από αυτή τη θέση, από το βασίλειο της εκμηδένισης, αναδύεται η γραφή του Μπέκετ ως επίκληση ελέους από μέρους ολοκλήρου του ανθρώπινου είδους”.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ πέθανε σε ηλικία 83 ετών το 1989 και ο τάφος του βρίσκεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι, μια απλή γρανιτένια ταφόπλακα που ακολουθεί την οδηγία του συγγραφέα πως θα πρέπει να είναι “οποιοδήποτε χρώμα, αρκεί να είναι γκρι”.