Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson
ΣΙΝΕΜΑ

Λίγο πριν την τελευταία προβολή του Σινέ Θησείον για φέτος

Επισκεφτήκαμε τον ιστορικό θερινό κινηματογράφο της Αθήνας λίγο πριν κατεβάσει αυλαία για φέτος και μιλήσαμε με τον άνθρωπο που τον διαχειρίζεται.

Τα ορόσημα είναι ένας απλός και εύκολος τρόπος να καταλάβεις τον χρόνο απλά τεμαχίζοντάς τον. Τα χρησιμοποιούμε παντού. Από τις αρχές και τα τέλη μίας ιστορικής περιόδου μέχρι τον πρώτο κρύο καφέ που θα πιούμε και θα σηματοδοτεί την αρχή του καλοκαιριού. Κάπως έτσι, το άνοιγμα και το κλείσιμο του Σινέ Θησείον είναι συνήθως ένας από τους τρόπους με τον οποίο οριοθετεί η πόλη την έναρξη και τη λήξη του καλοκαιριού της. Γι’αυτό και εμείς το επισκεφτήκαμε λίγο πριν την τελευταία προβολή του για φέτος.

Χτισμένος τη δεκαετία του 1930, ο κινηματογράφος Θησείον είναι μαζί με το Cine Paris από τους παλαιότερους θερινούς κινηματογράφους στην Αθήνα. Γνωστός ήδη στους περισσότερους σινεφίλ της πόλης, από το 2012 συστήθηκε πια σε όλον τον πλανήτη, χάρη σε ένα άρθρο του CNN όπου αναδείχθηκε το καλύτερο θερινό σινεμά στον κόσμο. Αυτό είναι και ένα από τα πρώτα πράγματα που θα προσέξεις σε μία ταμπέλα και προχωρώντας προς την είσοδο: “The greatest outdoor movie theater of the world”.

Κάτω από αυτή, ένας ηλικιωμένος καλοστεκούμενος κύριος μας υποδέχτηκε μπροστά από μία κλειστή κουρτίνα. «Αν μπορείτε να περιμένετε τον Μιχάλη και να κάνουμε πρώτα και μία δουλειά που έχουμε». Στο ευγενικό του ύφος υπήρχε και μία πεποίηθηση που λογικά πηγαίνει κάπως έτσι: Καλές οι συνεντεύξεις και τα λόγια αλλά προηγείται η δουλειά. Χρειαζόνταν κάποιες μικροεπισκευές, πριν υποδεχτούν το κοινό για την τελευταία φετινή προβολή. H επιμονή να είναι όλα τέλεια δεν σταματάει ποτέ.

Όταν όλα ήταν έτοιμα, συστηθήκαμε με τον Μιχάλη Μανιάκη που είναι ο άνθρωπος που τρέχει αυτή τη στιγμή την επιχείρηση. Ο κύριος που μας είχε υποδεχτεί ήταν ο θείος του. Από κάποια τηλεόραση μέσα ακουγόταν χαμηλόφωνα ένα κεντρικό δελτίο ειδήσεων.

Ο κινηματογράφος Θησείον έχει συνδέσει την ύπαρξή του με την οικογένεια Μανιάκη τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.

Ένα από τα πλέον ιστορικά σινεμά

Οι θερινοί κινηματογράφοι στην Ελλάδα κατά βάση αποτελούν οικογενειακές επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για το Σινέ Θησείον που τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες έχει συνδέσει την ύπαρξή του με την οικογένεια Μανιάκη. Ο Μιχάλης έχει αναλάβει τις τύχες του σινεμά παίρνοντας τη σκυτάλη από τον θείο και τον πατέρα του πριν από περίπου 5 χρόνια. «Εμείς ως οικογένεια, δηλαδή ο πατέρας μου με τον αδερφό του, το αναλάβαμε το 1980. Εγώ ουσιαστικά είμαι η δεύτερη γενιά που συνεχίζει την επιχείρηση». 

Όταν ανοίξαμε και περάσαμε στον κυρίως χώρο, μπροστά μας απλώνονταν εκατοντάδες άδειες καρέκλες. Ένας νεαρός καθάριζε μία από αυτές, κάπου στις μεσαίες σειρές. Ο ήλιος είχε ήδη πέσει και άρχισε να βάζει λίγο κρύο. Για κάποιον μαγικό λόγο, στους θερινούς κινηματογράφους είναι πάντα σαν η θερμοκρασία να είναι 2-3 βαθμούς κάτω. Ο Μιχάλης μας οδήγησε προς το πίσω μέρος του κήπου. «Εδώ είναι η θέση μου, εδώ κάθομαι πολλές φορές σε προβολές». Ήμασταν πίσω-πίσω, δίπλα στην καμπίνα, και είχαμε πανοραμική θέα του κινηματογράφου με την Ακρόπολη στα αριστερά της οθόνης.

Μιλούσαμε κοιτώντας αρκετά συχνά προς την οθόνη. Για εκείνον, αυτό το σινεμά είναι πολύ περισσότερο από μία επιχείρηση. Τα καλοκαιριά της παιδικής του ηλικίας έχουν συνδεθεί με αυτόν. «Μεγάλωσα εδώ, σε αυτό το μέρος. Θυμάμαι για παράδειγμα να κόβουμε την τούρτα και να σβήνουμε τα κεράκια στα γενέθλιά μου εδώ, μπροστά από αυτή την οθόνη». Είχε το χαμόγελο που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν αναφέρονται στην παιδική τους ηλικία.

Στα εφηβικά του χρόνια είχε αρχίσει να αποκτάει και πιο ενεργό ρόλο στη λειτουργία του χώρου. Παρότι μεγάλωσε μέσα σε αυτόν τον κήπο, δεν περίμενε ποτέ ότι κάποτε θα αναλάμβανε τις τύχες του μαγαζιού: «Δεν είναι ότι είχα άλλες βλέψεις που δεν πραγματοποίησα. Απλώς δεν το υπολόγιζα. Δεν ήταν στα σχέδιά μου. Τελικά, είμαι πολύ χαρούμενος που ασχολήθηκα με αυτό».

Το κλασικό Hollywood και το Σινέ Θησείον

Όποιος γνωρίζει τον κινηματογράφο θα τον έχει συνδέσει, όχι τόσο με ταινίες πρώτης προβολής αλλά κυρίως με κλασικό Hollywood και ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Οι ταινίες πρώτης προβολής υπάρχουν και αυτές βέβαια αλλά σίγουρα σπανιότερα. «Πράγματι, συνήθως αποφεύγουμε τις πολλές ταινίες πρώτης προβολής. Προτιμάμε τις επανεκδόσεις, το κλασικό Hollywood. Με αυτά έχει συνδεθεί ο κινηματογράφος Θησείον. Δεν σημαίνει βέβαια ότι θα απορρίψουμε κατευθείαν τα blockbusters αλλά δεν είναι και τα πρώτα που θα προτιμήσουμε».

Οι λόγοι γι’αυτή την επιλογή δεν έχουν να κάνουν μόνο με κριτήρια ποιότητας και ενός κινηματογράφου που θέλουν να προωθήσουν. Είναι και οι τελείως πρακτικοί που αφορούν την ίδια την επιχείρηση. Στον κινηματογράφο Θησείον, βλέπετε, ανατρέπονται όσα ξέρουμε για το ποιες ταινίες θα κόψουν πολλά εισιτήρια. «Δεν είναι συνηθισμένο το κοινό μας σε πολύ εμπορικές ταινίες, οπότε δεν πολύτραβάνε. Αντιθέτως, αν βάλουμε Hitchcock ή Audrey γνωρίζουμε ότι έχουμε κάτι που σίγουρα θα γεμίσει το σινεμά».

Ποια ήταν η ταινία που είχε τη μεγαλύτερη ζήτηση όλα αυτά τα χρόνια; «Θυμάμαι το 2003 περίπου που είχαμε φέρει το Citizen Kane και το σινεμά ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Μιλάμε για 600 άτομα σε κάθε προβολή, και δύο προβολές τη μέρα. Θυμάμαι να κόβουν εισιτήρια από τις 19:00 η ώρα, 20:30 να έχει γεμίσει και να γίνεται χαμός στο κυλικείο και στην είσοδο από κόσμο. Ήταν μαλίστα το παλιό το film. Ξέρεις αυτό που έκανε και τα γρέζια στην οθόνη».

Ο Citizen Kane δεν είναι και από τις ταινίες που θα περίμενες να σκίσουν σε μία οποιαδήποτε άλλη αίθουσα. Τον ρωτάω αν είναι απαραίτητο τελικά για κάποιον που τρέχει ένα σινεμά ως οικογενειακή επιχείρηση να ασχολείται με τον κινηματογράφο ως τέχνη. «Βέβαια είναι. Σε παίρνουν ένα τηλέφωνο και σε ρωτάνε για μία ταινία. Δεν πρέπει να ξέρεις ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ποιοι οι πρωταγωνιστές, πού αλλού έχουν παίξει και αν η ταινία έχει βραβευτεί;». Το σίγουρο είναι ότι στο Σινέ Θησείον έχουν καταφέρει να διαβάσουν πολύ καλά ποιο είναι το κοινό τους και αυτός είναι ένας από τους λόγους της επιτυχίας τους. Είχαν βέβαια και έναν απρόσμενο σύμμαχο.

Το κείμενο του CNN έκανε τον κινηματογράφο από τα βασικότερα μέρη που θα επισκεφτεί ένας τουρίστας στο κέντρο της Αθήνας. «Από τότε που έκανε το κείμενο το CNN το 2012, το σινεμά υπάρχει σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς, σε ταξιδιωτικούς πράκτορες, σε ξενοδοχεία, σε τουριστικούς χάρτες κτλ». Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, διάφοροι τουρίστες έμπαιναν απλά για να δουν τον χώρο και εντυπωσιάζονταν. «Για έναν άνθρωπό από την Ολλάνδια για παράδειγμα το θερινό σινεμά είναι κάτι τελείως άγνωστο. Έχουν συνηθίσει μεγάλες κλειστές αίθουσες με πολυελαιούς και δύο ορόφους. Επομένως, δεν μπορούν να πιστέψουν αυτό που αντικρύζουν».

Ο θερινός κινηματογράφος τον χειμώνα

Στην ατμόσφαιρα υπήρχε πάντως μία μελαγχολία. Ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερος από αυτό που συμβαίνει ένα βράδυ του Ιουλίου. Όλα υπενθύμιζαν ότι το καλοκαίρι σιγά-σιγά μας αποχαιρετάει. «Το Σινέ Θησείον είναι πάντα το πρώτο θερινό σινεμά που θα ανοίξει και το τελευταίο που θα κλείσει» μου τονίζει με μία μικρή περηφάνια στον τόνο της φωνής. «Συνήθως, ανάλογα και με τον καιρό, ανοίγουμε στο τελευταίο δεκαήμερο του Μάη και τραβάμε τη σεζόν μέχρι περίπου τις 18-20 Οκτωβρίου». Φέτος την τράβηξαν και λίγο περισσότερο.

Η προετοιμασία για τη νέα χρονιά ξεκινάει γύρω στον Μάρτιο, όταν οι εταιρείες διαμονής στέλνουν μία πρώτη λίστα με τις ταινίες που ενδέχεται να παιχτούν το καλοκαίρι. Μερικές από αυτές τις μοιράζουν μέσα στο καλοκαίρι, από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο. Το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος αποφασίζεται αργότερα. «Σχεδόν αναγκαστικά, καθώς μπορεί να υπάρξουν απότομες αλλαγές από τις εταιρείες διανομής που θα ανατρέψουν όλο το πρόγραμμα».

Τον ρωτάω πώς είναι η πρώτη μέρα πριν την αρχή της νέας σεζόν. «Είναι γεμάτη με πάρα πολύ άγχος. Φυσικά έχουμε κάνει πρόβες και έχουμε ελέγξει τα πάντα. Σκεφτόμαστε όμως μήπως αρχίσαμε πολύ νωρίς ή μήπως αργήσαμε 2-3 μέρες. Ανησυχούμε μην εμφανιστεί κάποιος πελάτης και μας πει ότι δεν διορθώσαμε κάτι που απλά δεν το προσέξαμε, παρότι τις προηγούμενες μέρες έχουμε κάνει πρόβες και προσπαθούμε πάντα να ελέγχουμε τα πάντα»

Η τελευταία μέρα από την άλλη είναι περισσότερο μία ανακούφιση που πήγαν όλα καλά. Ούτως ή άλλως η όποια μελαγχολία έχει προηγηθεί. «Σήμα ότι κοντεύουμε να τελειώσουμε είναι όταν κοκκινίζουν τα φύλλα του κισσού πού έχουμε εδώ πέρα. Όταν το βλέπουμε, σημαίνει ότι τελειώνουν οι μέρες μας», μου λέει γελώντας. «Παλαιότερα μαζεύαμε και τις καρέκλες, οπότε έμενε η μία μόνο σειρά και όταν ερχόσουν και το έβλεπες αυτό σε έπιανε μία μικρή μελαγχολία».

Αν πάντως μέσα σε αυτόν τον χειμώνα τύχει ένα απόγευμα να περπατήσετε στο πολύ πιο ήσυχο πεζόδρομο της Αποστόλου Παύλου και σας πιάσει και εσάς μία μελαγχολία περνώντας από το κλειστό Σινέ Θησείον μην είστε και βέβαιοι ότι θα είναι άδειο. Καθόλη τη διάρκεια του χειμώνα και σχεδόν καθημερινά ο Μιχάλης το επισκέπτεται. «Έρχομαστε για να δούμε πώς είναι ο χώρος που παραμένει εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, να τσεκάρουμε την πρασινάδα, να δούμε αν υπάρχει κάποια ρωγμή στο τσιμέντο και διάφορες άλλες μικροεπισκευές». Η καθημερινότητα του Μιχάλη Μανιάκη, βλέπετε, έχει έναν θερινό κινηματογράφο ακόμα και στις πιο κρύες μέρες του χρόνου.