Eurokinissi
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Μένουμε Στρατόπεδο: Εξομολογήσεις ενός φαντάρου την εποχή του κορονοϊού

Η θητεία στον στρατό δεν ήταν ποτέ ευχάριστη, σε εποχές πανδημίας όμως, ο πήχης της απαλεψιάς ανέβηκε επικίνδυνα.

Ο συντάκτης του άρθρου υπηρετεί τη θητεία του σε στρατόπεδο του βορειοανατολικού Αιγαίου. Για ευνόητους λόγους, θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του.

Βράδυ, κοντά στις δέκα. Πτώμα από την κούραση όλοι, απλώς θέλουμε να κοιμηθούμε. Άλλοι μας έπαιρναν αναφορά στις εννιά, να κάνουμε κάνα μπάνιο, να κερδίσουμε και καμιά ώρα. Εκείνος όμως οχι, “το πρόγραμμα λέει στις δέκα”, λες και έχει διαφορά. Στις σκάλες, μας λέει τα ίδια. Εγερτήριο στις έξι, επιθεώρηση φρουράς στις έξι και δέκα, καθαριότητες και όλοι μαζί για πρωινό μέχρι επτά πάρα δέκα. “Επιτρέπεται, κύριε;” ρωτάει ένας ‘νέος’. “Κύριος δεν ήμουνα ποτέ μου” του πετάει ο ανθυπολοχαγός και όλοι γελάμε.

Προτού προλάβει να ολοκληρώσει, ακούγεται ένας ήχος, ενοχλητικός σαν πρωινό ξυπνητήρι. Δυναμώνει αμέσως και ακούγεται ασύγχρονα. Αναμπουμπούλα, ομιλίες γύρω τριγύρω. “Συναγερμός” φωνάζει ένας πανικόβλητος, “μας στέλνουν Έβρο”. Ο επόπτης κοιτάει σαστισμένος, τα χάνει λίγο με τον μίνι πανικό.

Βγάζουν όλοι τα κινητά τους και τι να δουν, το μήνυμα που έστειλε σε έμφραγμα όσους δεν είχαν στη δόνηση το κινητό τους, εκεί, μόλις ξεκίνησαν οι πρώτες απαγορεύσεις. Γελάμε, γελάμε, δεν ήταν ένας συναγερμός. Η σειρά μου σκέφτεται τις μεταθεσεις, αν θα μας κρατήσουν ή όχι. Σαν μέτρο, θα έφευγαν κάποιοι Μάρτη, κάποιοι Απρίλη. Ο Απρίλης ήρθε, το απαγορευτικό μας κρατάει αγκυλωμένους, με αεροπλάνο δεν μας αφήνουν να φύγουμε, κι ας έχουμε δώσει έναν σκασμό λεφτά.

“Καλύτερα είστε εκεί που βρίσκεστε” λέει η μάνα μου, το σόι, οι φίλοι, οι γνωστοί. Δεν μπορώ να τους πω ήρεμα πως ναι μεν μπορεί να είναι καλύτερα για να τη μη – μετάδοση του κορονοϊού, αλλά η ψυχολογία και η κούραση, αυτό το διαρκές ‘περίμενε’, χώρια οι σερί υπηρεσίες, σε κουρελιάζουν. Νευριάζω και κλείνω το τηλέφωνο, αποχωρώ άγαρμπα από συζητήσεις, θυμώνω.

Οι έξοδοι ήταν από καιρό στερημένες και πριν την απαγόρευση. Αλλωστε, μας έβγαζαν με την καναδεζα σε ένα χωριό δίπλα, με μια καφετέρια για δείγμα, ξοδεύοντας μια δεκαπενταριά ευρώ σε φαγητό που δεν τα άξιζε τα λεφτά του. Το μόνο καλό που είχε το χωριό ήταν το WiFi, καθώς εδώ στην ‘Μόρντορ’ τα GB φεύγουν βολίδα, μπας και γεμίσει ο ελεύθερος χρόνος, γιατί και βιβλίο να θες να διαβάσεις ή και να κοιμηθείς, δεν προβλέπεται.

Ξανά εγερτήριο, έστω και με μια ώρα ύπνο, καθαριότητες, και μόλις τελειώσουν, μπορείς να πας στο ΚΨΜ, όπου και να θες να αράξεις, να καθίσεις λίγο, δεν έχει καρέκλες, μέτρο αναγκαίο που απλώς μας νευριάζει. Είναι όλες έξω, στα μποφόρια. Διαφορετικά, κρυφή ξάπλα στα κρεβάτια· το να κάτσεις όμως δεν προβλέπεται.

Ένας μιλάει με τη μάνα του σε ανοιχτή ακρόαση, ανησυχεί, δουλεύει στο ΕΣΥ. “Αγόρι μου, και οι δύο είμαστε σε επιφυλακή τώρα”. “Μαμά, είμαι άοπλος” της απαντάει. Και άλλοι ανησυχούν. Μιλούν καθημερινά με τους γονείς τους, καλύπτουν την ανησυχία με χιούμορ πολλές φορές. Για εμάς, ναι, μπορεί σίγουρα να έχουν δίκιο πως είναι καλύτερα που είμαστε εδώ, αλλά τι λέω, (σχεδόν) όλοι θέλουμε να είμαστε κοντά στα σπίτια μας, έστω για δυο μερούλες, να πάρουμε θάρρος, να χαλαρώσουμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας κανονικά.

Είναι λογικό το κόψιμο αδειών. Δυσάρεστο μέτρο, αλλά αναγκαίο. Υπάρχουν όμως μερικές παράμετροι που μας φαίνονται κάπως… δυσλειτουργικές, δεν ξέρω. Οι ντόπιοι, ας πούμε, απαγορεύεται να παίρνουν διανυκτερεύσεις, ενώ στελέχη μπορούν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα στον χώρο και χωρίς μέτρα προστασίας και ελέγχου. Η επίσημη δικαιολογία είναι πως εμείς οι στρατιώτες δεν θα πάμε σπίτια μας να κοιμηθούμε και να ξεκουραστούμε, αλλά θα βγούμε να συναντήσουμε τους φίλους μας και να τα πιούμε, και να νοσήσουμε.

Φαίνεται μάλλον πως τα στελέχη που πηγαίνουν στα σούπερ μάρκετ, έρχονται καθημερινά σε επαφή με άλλους ανθρώπους στη δουλειά και στο σπίτι έχουν ένα είδος επιλεκτικής ανοσιας και κινδυνεύουν λιγότερο από τους ντόπιους που απλώς θέλουν να πάνε σπίτι να κοιμηθούν και να κάνουν ένα ζεστό ντουζάκι.

Μία άλλη παράμετρος είναι μια λίγο passive – aggressive ειρωνεία, που σου λύνει τη γλώσσα και αναγκαστικά βουβαίνεις, ακόμα και αν έχεις οικειότητα με το στέλεχος. Παράδειγμα, την ημέρα που κόπηκαν οι άδειες νεοσυλλέκτων. Οι νεοσυλλεκτοι ήθελαν να φύγουν, να αποσυμφοριστούν λίγο από το σοκ της κατάταξης. Δεν είναι εύκολο για όλους να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον με φωνές, διαταγές και με μερικούς κομπλεξικούς. Όταν επιβεβαιώθηκε το κόψιμο, μόρφασαν, ξενέρωσαν.

Ένας υπολοχαγός, με ύφος ίδιο με του Christoph Waltz στους ‘Άδωξους Μπάσταρδους’, έμπηξε κι άλλο το δάχτυλο στην πληγή, λέγοντας τους: “Νταξ’, μην στεναχωριέστε τόσο. Εξάλλου, που θα βρείτε καλύτερα;”. Έβλεπες αυτό το χαμόγελο, του ‘that’s a bingo’. Του το έκοψε όμως ένας στρατιώτης που φώναξε “στα σπίτια μας!”. Η τάξη επανήλθε.

Έρχονται στα αυτιά μας ιστορίες από φίλους, γνωστούς γνωστών, από τις επόμενες σειρές. Ακούμε για στοιβαγμα σε μικρούς χώρους, πολλές φορές χωρίς θέρμανση, ντουζιέρες και τουαλέτα, για καψόνια σε βροχές, για ατελείωτες υπηρεσίες άνω των δώδεκα ωρών. Ακούμε για φίλους που ξοδεύουν λεφτά στο ΚΨΜ και σε αυτόματους πωλητές, γιατί το φαγητό δεν τρώγεται.

Ακούμε για άλλους που χρειάζονται οι γονείς τους βοήθεια και παρακαλούν για κάποια άγραφη άδεια, αλλά οι μονάδες τούς αναγκάζουν να πάρουν μέρες από την δικιά τους. Ακούμε για ειρωνείες, απειλές και τιμωρίες. Αυτό κάνει και τους σκληροπυρηνικούς να λένε πως “νιώθουμε πως είμαστε μόνο χέρια και πόδια για υπηρεσίες”.

Γι’ αυτό, όσο και να πληροφορούμαστε για το τι συμβαίνει έξω, όσο και να βλέπουμε εικόνες και ακούμε ειδήσεις, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το τι γίνεται. “Ποιος είναι αυτός ο Τσιόδρας;”. “Τόσο γίδια είναι στην Θεσσαλονίκη, να βγαίνετε στην παραλία;”. “Θα φύγουμε ποτέ ρε;”. είναι μερικές ερωτήσεις που συνοψίζουν την μερική άγνοια μας, όσο εγωιστικό, χαζό και μικρόψυχο κι αν μοιάζει.

Δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι άλλο, εκτός από το πώς θα γλιτώσουμε από αγγαρείες και χωσίματα, το αν είναι (πάλι) γραμμένο το όνομα μας στο χαρτί των υπηρεσιών και το πότε θα φύγουμε. Αυτό που θέλουμε (σχεδόν) όλοι, νέοι και παλιοί, είναι να πάμε σπίτια μας, κι ας είμαστε κλεισμένοι σε αυτά. Τουλάχιστον, εκεί δεν θα κάνουμε υπηρεσίες, δεν θα κάνουμε αγγαρείες, δεν θα εκτελούμε παράλογες διαταγές, δεν θα σαπίζει το μέσα μας από το κρύο και τις φωνές τους. Απρίλης και νιώθεις πως είσαι ακόμα στον Γενάρη. Μοιάζει ο χρόνος ακίνητος, ας βρει κάποιος το fast forward στο κοντρόλ να το πατήσει. Αυτό θα πει για μερικούς #menoume_stratopedo.