ORIGINALS

Μικρές ιστορίες ραγισμένων παρμπρίζ

Μερικές ευτράπελες, αλλά πραγματικές ιστορίες που κόστισαν ένα σπασμένο παρμπρίζ στους δημοσιογράφους του ONEMAN. Μερικές αγνές καταθέσεις ψυχής.

Δυστυχώς, παρότι η τεχνολογία έχει προχωρήσει τόσο δραματικά πολύ, ο ήχος που συμβαίνει μέσα μας τις μαύρες φορές που βλέπουμε σπασμένο το παρμπρίζ μας δεν έχει παγιδευτεί ακόμα σε κάποιο πολυμέσο.

Αλλά τα νέα που σου φέρνουμε είναι ευχάριστα. Πρώτον, θα διαβάσεις ιστορίες που θα μαλακώσουν τον δικό σου πόνο και δεύτερον, υπάρχει η ΦΙΛΗΣGlass. Στην τραγική, απευκταία, άθλια περίπτωση που ξυπνήσεις με σπασμένο παρμπρίζ, το πρόβλημα σου θα επιδιορθωθεί πριν προλάβεις να πεις ‘τραύμα’.

Το ευρώ της παρηγοριάς για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Παγκράτι, οδός Πρατίνου. Κατεβαίνω από το τότε σπιτικό μου να πάρω το αυτοκίνητο. Μπαίνω στη θέση του οδηγού και βλέπω δύο μεγάλα ραγίσματα στο παρμπρίζ. Η ζοχάδα του Τζόε Ντάλτον ωχριούσε μπροστά στα νεύρα που είχα εγώ εκείνη την ώρα και τους δαίμονες που επικαλούμουν. Βγαίνω έξω και πλησιάζω εξωτερικά το παρμπρίζ. Το ένα ράγισμα ήταν ψηλά , πίσω ουσιαστικά από τον καθρέφτη. Στο σημείο από το οποίο ξεκινούσε υπήρχε ένα μικρό χτύπημα σαν να είχε καρφώσει κάποιος μια πολύ λεπτή πρόκα εκεί. Παρόμοιο και το ράγισμα πιο χαμηλά στο ύψος του δεξιού υαλοκαθαριστήρα. Ένας μικρός πυρήνας από τον οποίο ξεκινούσε το ράγισμα. Το κερασάκι στην τούρτα; Ένα νόμισμα του ενός ευρώ στεκόταν περήφανα στον υαλοκαθαριστήρα. Σκεφτόμουν αν τα ραγίσματα προκλήθηκαν από νομίσματα τα οποία κάποιος πετούσε από μακριά ή αν έγιναν από κάτι άσχετο που έπεσε από κάποιο μπαλκόνι και ο δράστης απλά άφησε ένα ευρώ εκεί για να διασκεδάσει τα νεύρα μου.

Ο καθρέφτης που είχε τον ‘ακάθιστο’ για τον Γιώργο Μυλωνά

Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, ο κεντρικός καθρέφτης του πρώτου -και τελευταίου- μου αυτοκινήτου δεν μπορούσε να κάτσει με τίποτα στη θέση του. Ένα πρωί, περίπου τρεις μήνες από όταν το έφερα από την αντιπροσωπεία στη γειτονιά μου, ανοίγω την πόρτα και τι να δω! Ο καθρέφτης είχε αράξει φαρδύς πλατύς στη θέση του συνοδηγού. Μόνο τσιγάρο δεν είχε ανάψει. Πήγα να τον βάλω στη θέση του, αλλά προφανώς δεν κολλούσε ξανά.

Ως μεγάλος γνώστης των αυτοκινήτων, δεν ζήτησα βοήθεια από κανένα. Πήρα μια κόλλα από εκείνες που θεωρητικά κολλάνε και σίδερα και τον έβαλα ξανά στη θέση του. Έλα που όποτε άλλαζε ο καιρός (πολλή ζέστη, πολύ κρύο), εκείνος έπεφτε και άραζε ξανά στη θέση του συνοδηγού. Εγώ, όμως, εκεί. Επέμενα και τον κολλούσα ξανά με τον ίδιο τρόπο. Και κάθε φορά έκανα και κάτι ακόμα πιο έξυπνο. Επειδή η κόλλα της προηγούμενης φοράς δεν έφευγε εύκολα -προφανώς! αφού και σίδερα κολλούσε, εγώ την “έξυνα” με ένα πρόχειρο μαχαίρι που είχα εύκαιρο για αυτή τη δουλειά στο αμάξι. Όχι δεν κατάφερα να σπάσω το παρμπίζ, αλλά από τον αγώνα μου να φύγει κάθε φορά η κόλλα, το ράγισα.

Κλαδί – παρμπρίζ 1-0 για τον Αντώνη Τζαβάρα

Στα 14 μου κατέγραψα δύο φοβερές επιτυχίες. Τελείωσα το ‘Quest for Glory: So You Want to Be a Hero’ (χωρίς cheat) και κέρδισα ένα ταξίδι στο εξωτερικό με το φροντιστήριο των Αγγλικών. Στην Αγγλία προφανώς, στο Μπρίστολ συγκεκριμένα. Κι επειδή Αγγλία κι επειδή ο συνοδός καθηγητής ήταν μεγάλη μπαλαδόφατσα, κέρδισα και την ευκαιρία να δω το πρώτο μου ματς στο εξωτερικό. Στη διαδρομή προς το γήπεδο, ‘κέρδισα’ και το πρώτο μου αυτοκινητικό ατύχημα.

Για λόγους που μέχρι σήμερα έχω καταφέρει να εξηγήσω, ο οδηγός του λεωφορείου στο οποίο επιβαίναμε έτρεχε σαν διάολος κι έκανε κάτι συγκλονιστικά ζιγκ – ζαγκ που μας είχαν φτιάξει τη διάθεση, μέχρι που ακούσαμε το ‘κρακ’. Το θόρυβο που έκανε ένα χοντρό κλαδί τη ώρα που συγκρουόταν με το παρμπρίζ του λεωφορείου. Δεν έφταιγε το κλαδί – σε κάποια από τις ταρζανιές του, ο οδηγός είχε ξεφύγει από τα όρια του δρόμου και οδηγούσε ξυστά στα δέντρα που βρίσκονταν στην άκρη του.

Ενημερωτικά, το κλαδί και το δέντρο δεν έπαθαν τίποτα (ευτυχώς), αλλά το παρμπρίζ του λεωφορείου έπαθε ένα ανατριχιαστικό κάθετο ράγισμα. Εμείς χάσαμε το πρώτο ημίχρονο του ματς, γιατί έπρεπε ως μάρτυρες να περιμένουμε την τροχαία για καταθέσεις. Και οι Μπρίστολ Ρόβερς έχασαν από την Τρανμίρ. Μόνο το κλαδί κέρδισε εκείνη τη μέρα.

Η γλάστρα – αυτόχειρας για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Σίγουρα έχεις προσέξει ότι σε όλες τις ταινίες που κάποιος δολοφονείται ή αυτοκτονεί, πέφτοντας από μπαλκόνι, 9 στις 10 φορές προσγειώνεται σε κάποιο παρκαρισμένο αυτοκίνητο (τη 1 στις 10 σκάει σε μια τέντα και σώζεται κι είναι συνήθως ο James Bond). Σίγουρα θα υπάρχει κάποια επιστημονική εξήγηση γι’ αυτό. Τα μαγνητικά πεδία που εκπέμπει το αυτοκίνητο έλκουν το ανθρώπινο σώμα σαν μύγα στο μέλι. Κάπως έτσι, ένα γλυκό καλοκαιρινό βράδυ, μια γλάστρα που αποφάσισε να αυτοκτονήσει, ή δολοφονήθηκε (η υπόθεση δεν έχει λυθεί, αρκετά χρόνια μετά), έσκασε κατευθείαν στο παρμπρίζ του παρκαρισμένου από κάτω αυτοκινήτου μου. Η γλάστρα έχασε μπόλικο χώμα, όμως μετά από πολύωρη επέμβαση διασώθηκε. Όσο για το παρμπρίζ μου; Απέκτησε ένα ράγισμα στην δεξιά πλευρά του κι αντικαταστάθηκε όπως-όπως.

Το (αναποδογυρισμένο) φλιτζάνι του καφέ για την Έρρικα Ρούσσου

Η Γεωργία Βασιλειάδου δεν είναι γιαγιά μου. Το λέω προς αποφυγή παρεξηγήσεων και αρχίζω με ένα ‘Λουτράκι, στο εξοχικό’. Απογευματάκι, μόλις που έχει πέσει ο ήλιος. Με τη γιαγιά μου καθόμαστε στις μπαμπού καρέκλες (ούτε σε ταινία) και τσακωνόμαστε για το αν θα μου πει το φλιτζάνι. Εγώ, να θέλω αλλά να το παίζω δύσκολη γιατί ‘δεν τα πιστεύω αυτά’ και εκείνη, με ένα ‘έλα μωρέ, για πλάκα’ να με τουμπάρει όπως την κούπα στο πιατάκι. Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά από τότε που εκείνη ξεκίνησε να μιλάει και εγώ να κρατώ τα λόγια της σαν φυλαχτό #νοτ, και ο παππούς μου, ακούστηκε να έρχεται από την κουζίνα. Εντάξει, μπορείς να κάνεις εικόνα τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο Η δε Γυνή ίνα Φοβήται τον Άντρα, στην αντίστοιχη σκηνή με το φλιτζάνι και #δενπεριγράφω άλλο.

Μία ωραία οικογενειακή ατμόσφαιρα γίναμε. Ο παππούς να τα βάζει με τη γιαγιά που ‘το κάνεις το παιδί να πιστεύει σε τέτοιες βλακείες’ και η γιαγιά να προσπαθεί να τα συμμαζέψει με ένα ‘πώς κάνεις έτσι μωρέ’. Εγώ, αμίλητη να κάθομαι στη μέση (κυριολεκτικά) και να σκέφτομαι εκείνο το γράμμα που μου πρόλαβε να μου πει η γιαγιά, σε ποιον άραγε να ανήκει.

Όταν οι τόνοι έπεσαν, η γιαγιά, κλασική πεισματάρα (από ποιον πήρα, απορώ) ξαναέπιασε στα χέρια της το φλιτζάνι και πλησίασε προς την άκρη της βεράντας για να έχει λίγο περισσότερο φως. Και αυτός ο πάτος, σκέτη κατήφεια, όλα του γάμου δύσκολα. Τέλος πάντων. Πλησιάζει λοιπόν στην άκρη, και πριν προλάβει να μιλήσει, το φλιτζάνι της πέφτει από τα χέρια. Εις ένδειξη διαμαρτυρίας; Δεν ξέρω. Το θέμα είναι ότι ακριβώς από κάτω, ήταν το αυτοκίνητο του παππού μου παρκαρισμένο.

Την έχεις φανταστεί τη συνέχεια, αλλά ας την πω έτσι για το καλό. Το φλιτζάνι έσπασε πάνω στο παρμπρίζ. Το παρμπρίζ ράγισε και ο παππούς μου δεν πέρασε καθόλου καλά εκείνη την ημέρα. Ούτε εμείς προφανώς.

Το παρμπρίζ που δεν έσπασε, για τον Στέφανο Τριαντάφυλλο

Η πιο τραυματική μου εμπειρία από σπασμένο παρμπρίζ είναι ένα παρμπρίζ που δεν έσπασε ποτέ. Ούτε ράγισε. Εν αντιθέσει με την παιδική μου καρδιά μου έγινε χιίλια κομμάτια από το άγχος. Είναι περίεργο μιας και το αναφέρετε, αλλά αυτή είναι η πιο έντονη μου ανάμνηση από Εθνική οδό. Και κάθε φορά που βρίσκονται κοντά στην Κακιά Σκάλα μου σκάει. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1990. Και γυρνούσαμε από Κόστα. Ήμουν με τον Θανάση, τον γιο συναδέλφου του πατέρα μου στο πίσω κάθισμα. Τι πιο φυσιολογικό να παίζουμε με GiJoe. Θυμάμαι σαν τώρα ότι κρατούσα στα χέρια μου μια φιγούρα με έναν τύπο που φορούσε καφέ δερμάτινο μπουφάν (σαν αυτό του Φερνάντο Σάντος), χακί παντελόνι, κράνος και είχε ένα μεγάλο πράσινο σακίδιο στην πλάτη, από αυτά που έμπαιναν και έβγαιναν. Ήταν τύπου μαρκόνης σαν να λέμε, αλλά για τον στρατό.

Για κάποιο περίεργο λόγο άνοιξα το πίσω παράθυρο του τενεκεδένιου Golf του πατέρα μου και άφησα το μασίφ σακίδιο να γλιστρήσει από την σχισμή. Και μετά κοίταξα πίσω. Αναπήδησε στην καυτή άσφαλτο και προσγειώθηκε στο παρμπρίζ του πίσω αυτοκινήτου. Θυμάσαι ακόμη την τρομαγμένη φάτσα της κυρίας που καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Θα έπαιρνα όρκο ότι το τζάμι δεν ράγισε και ότι επί της ουσίας δεν έγινε τίποτα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όμως, το φόβο μου μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι. Έτρεμα ότι το πίσω αυτοκίνητο θα μας προφτάσει και θα μαρτυρήσει στον πατέρα μου ότι ήμουν ένας μικρός βάνδαλος. Ήταν η τελευταία φορά που πέταξα εξάρτημα από GiJoe από το παράθυρο του αυτοκινήτου.

Για ένα ροζ ποδήλατο ο Πάνος Κοκκίνης

Συγκεκριμένα της κόρης μου, αυτό που είχα σφηνώσει στο πορτμπαγκάζ  του -παρκαρισμένου απέναντι από τις εκδόσεις που δουλεύω στο Φάληρο- αυτοκινήτου μου. Εκείνο που είδαν και λιγουρεύτηκαν τόσο πολύ δυο επτάχρονοι που πήραν δυο κομμάτια από το πεζοδρόμιο και άρχισαν να τα πετούν πάνω στο τζάμι προκειμένου να το κάνουν δικό τους. Μόνο που, επειδή έχω παλιό Megane, το τζάμι, ακόμη και όταν έσπασε, ήταν πολύ μικρό για να καταφέρουν να το βγάλουν από μέσα. Από την άλλη ο θόρυβος ήταν μια χαρά αρκετός ώστε να πλακώσουν δυο ομάδες ΔΙΑΣ.

Ήρθαν σφαίρα, αλλά όχι πριν τα δυο τσαντισμένα πιτσιρίκια μου κάνουν το παρμπρίζ καλοκαιρινό. Τόσο το δικό μου όσο και των διπλανών αυτοκινήτων. Δεν πειράζει. Το σημαντικό είναι ότι σώθηκε το ποδήλατο.

Γιατί αν γύριζα σπίτι χωρίς αυτό, θα έπεφτε χοντρή τιμωρία από το σπλάχνο μου. Όπως μου δήλωσε όταν της το είπα, ‘Οχτώ μήνες χωρίς φιλί και αγκαλιά για καληνύχτα’…

Το κινητό και ο Γιόσου Σαριέγκι, για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη

Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Νοεμβρίου του σωτήριου έτους του 2008. Ημέρα Τετάρτη και το βράδυ παίζει ο Παναθηναϊκός στου Τζιουζέπε το γήπεδο με την Ίντερ του Μουρίνιο. Στην δουλειά έχει αρχίσει το καλιαρντό από το μεσημέρι “θα γίνετε ball boy για να μαζεύετε τις μπάλες από τα δίχτυα”, “βάλτε ένα σκοινάκι να πιάσετε τον Μαϊκόν” κι άλλα τέτοια. Εγώ όμως τους έλεγα ένα πράγμα μόνο “Εγώ έχω Γιόσου” και έφευγα.

Από το γραφείο έφυγα 22:15 και περισσότερο ακουγόταν η κόρνα μου παρά η μετάδοση στο ράδιο. Το ματς ήταν κάπου στο 60′, και έχω κάνει την τρομερή επιλογή να πάω από τα στενάκια του Αμαρουσίου για να αποφύγω τυχόν κίνηση. Παίρνω τον αδερφό μου. Είχε πάει το ματς στο 64. “Έλα ρε που είσαι; Τους έχουμε πατήσει”. Είμαι σίγουρος, πιο σίγουρος και από το αν νικήσαμε εκείνο το ματς, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έχει κίνηση η Κηφισίας αλλά τα κολλήματα του καθενός μην τα κρίνεις. “Κερδίσαμε κόρνερ” από την άλλη μεριά του τηλεφώνου, “Κόρνερ που πάει να εκτελέσει ο Γκάμπριελ για τον Παναθηναϊκό” στο ράδιο. “Ποιος Γκάμπριελ ρε γαμώτο” λέμε ταυτόχρονα με τον αδερφό μου. Εκείνη την στιγμή οδηγώ σε έναν δρόμο όπως έχω προτεραιότητα και ξαφνικά πετάγεται ένα μηχανάκι από ένα στοπ την στιγμή που ακούω στο τηλέφωνο “ΓΚΟ, ΓΚΟ, ΓΚΟοοοοοοοοοολ” σα να είχε λόξυγγα. Μαλλιά κουβάρια στα φρένα, σταματάω στο τσακ, πετάω το κινητό στο ταμπλό, βγαίνω έξω τρελαμένος. Τρομαγμένος ο έτερος περιμένει κάνα μπινελίκι να ακούσει και εγώ τον αγκαλιάζω ουρλιάζοντας “Γιόσουυυυυυυυ”. Κατάλαβε ότι έμπλεξε με τρελό και έφυγε.

Γύρνα την ταινία λίγο πίσω. Εκεί που πέταξα από τη χαρά μου το κινητό στο ταμπλό, εκείνο έκανε ένα γκελ και χτύπησε το τζάμι. Εκείνη την ώρα δεν κατάλαβα τίποτα. Την επόμενη μέρα το πρωί είδα μια τεράστια ρωγμή από την μια γωνία στην άλλη. Για τον Γιόσου ρε γαμώτο.

“Μη βροντοχτυπάς… τα τζάμια” τραγουδά ο Γρηγόρης Μπάτης

Στις αρχές του 2000, τότε που βασικός προβληματισμός της πλειοψηφίας ήταν η απάντηση στο δίλημμα ‘Τσάκας ή Πρόδρομος’ και οι δουλειές/χρήματα έρχονταν χωρίς καν να τις ψάχνουμε, είχα βρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για παρά. Πολύ παρά. Για να γίνω πιο σαφής, μιλάμε για τον τωρινό βασικό μισθό ενός εργαζομένου κάτω των 25, που θα έβγαζα με 4 μέρες δουλειάς. Φτάνει να έστηνα, να ξέστηνα, να φόρτωνα και να ξεφόρτωνα σκηνές και φορτηγά, για να φτιαχτεί μια κατασκήνωση στο Πάρκο Τρίτση. Δεν ήταν ξεκούραστη δουλειά, αλλά σε κάθε αναστεναγμό εξάντλησης σκεφτόμουν διακοπές-παραλίες-ποτά.

Το προτελευταίο βράδυ κι ενώ βιαζόμουν να πάω σπίτι να λιώσω, μπαίνω στο αμάξι, κοιτάω πίσω και βλέπω το μαύρο σκοτάδι του πάρκου. Αριστερό πόδι στον συμπλέκτη, δεξί χέρι στο λεβιέ ταχυτήτων, δεξί πόδι στο γκάζι, όπισθεν, μπαμ, αριστερό χέρι στο πρόσωπο σε φάση απελπισίας. Το πίσω τζάμι βρήκε σε κολόνα και δεν ήταν πλέον τζάμι. Έγινε θρύψαλα, μαζί με τα όνειρα για διακοπές-παραλίες-ποτά. Γύριζα στο σπίτι ταπεινωμένος και με το αεράκι που ερχόταν από το σπασμένο παρμπρίζ να μου ρίχνεις σφαλιάρες στον σβέρκο, μπας και συνέλθω. Παρ’ όλ’ αυτά και τις διακοπές μου έκανα και στις παραλίες μου πήγα και τα ποτά μου τα ήπια. Δεν είχα πρόγραμμα, αλλά (εξακολουθώ να έχω) κορυφαία μάνα!