ORIGINALS

Ο διεθνής της καρδιάς μας

Από την επίσημη αγαπημένη πέρασαν πολλοί. Ένας είναι όμως για τον καθέναν από εμάς που έκανε την ουσιαστική διαφορά.

Η ομάδα που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στην Ισπανία στερείται του κλασικού ηγέτη. Έναν ρόλο που καλείται ο Ζήσης να υπηρετήσει όταν άλλες χρονιές βρισκόταν πίσω από τα άλλα μεγάλα ονόματα του ελληνικού μπάσκετ. Από το έπος του 1987 μέχρι και σήμερα πέρασαν δεκάδες ταλαντούχοι Έλληνες παίκτες από την Εθνική. Σήμερα μπήκαμε στη διαδικασία να θυμηθούμε ο καθένας από εμάς εκείνον τον διεθνή που θεωρούμε ότι έκανε τη διαφορά.

Ο Νίκος Ζήσης, για τον Ηλία Αναστασιάδη

 

Το ότι ήταν εκεί σε όλες τις μεγάλες στιγμές της Εθνικής την τελευταία δεκαετία, στην περίπτωση του Ζήση είναι με έναν μυστήριο, αλλά λογικό τρόπο, λιγότερο σημαντικό απ’ το ότι ήταν εκεί και σε όλες τις μαύρες τρύπες της τελευταίας δεακετίας.

Ο Ζήσης έχει τόση Εθνική πάνω του που νομίζεις ότι φτάνει τα 40, ενώ μόλις έκλεισε τα 31. Ο Ζήσης δεν έχει ‘φάει’ μόνο ένα για την ομάδα, αν και η απόπειρα δολοφονίας απ’ τον Βαρεχάο το ’06 θα ταίριαζε γάντι σ’ αυτό το περίφημο ‘he took one for the team’. Ο Ζήσης έχει φάει πολλά για την ομάδα. Κι επειδή αυτό το ‘η αγαπήμένη όλων των Ελλήνων’ καταφέρνει πάντα, και στις χαρές και στις λύπες, να γλιτώνει τη γραφικότητα και να ανανεώνει το μότζο του κάθε καλοκαίρι, θα πηγαίνω μαζί του και αφού αποσυρθεί.

Και μιας και πιάσαμε τις ‘αποσύρσεις’, κάθε φορά που η γκρινίτσα για τους σούπερ σταρ της Εθνικής που βαρέθηκαν-κουράστηκαν-έφυγαν νωρίς μου φαίνεται καφενειακή και χάσιμο χρόνου, τσουπ, ξαναβλέπω τον διεθνή Ζήση και μάλλον προτιμώ που οι πρώτοι βλέπουν το Μουντομπάσκετ απ’ το σπίτι τους (ελπίζω ξεκούραστοι, γιατί γι’ αυτό δεν αποσύρθηκαν έτσι κι αλλιώς);

Κατά τ’ άλλα, στα πιο φιολολογικά, τo ότι μπορεί να ανοίξει το στόμα του και να πει πέντε πράγματα παραπάνω απ’ τα ‘Κοιτάμε μόνο το επόμενο παιχνίδι’ και ‘Σημασία έχει να κερδίζει η ομάδα’, το χρωστάμε όλοι στον Μαντουλίδη και στο Θεό. Εκτός από όλα τα παραπάνω, ο Ζήσης μπορεί (και δικαιούται) να μιλήσει και εκτός παρκέ. Αυτό κι αν είναι πολυτέλεια.

O Φάνης Χριστοδούλου για τον Θέμη Καίσαρη

 

Η πιο δυνατή ανάμνησή μου απ’το Ευρωμπάσκετ του 87 δεν ήταν ποτέ κάτι που να σχετίζεται με τον Γκάλη ή τον Γιαννάκη. Ήταν πάντα το κλάμα του Φάνη, μετά την ήττα απ’τους Σοβιετικούς στον όμιλο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον να αντιδρά έτσι μετά από αγώνα, μια εικόνα που δεν γινόταν να βγει απ’το μυαλό μου. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, μέχρι να σταματήσει το 1997, ο Φάνης ήταν πάντα εκεί, κάθε καλοκαίρι. Να κάνει τα πάντα στο γήπεδο, ο,τι του ζητούσε η ομάδα, λες και ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.

Σε κάθε διοργάνωση, ήξερες πως ένα, πάντα κρίσιμο, ματς θα στο πάρει ο Φάνης. Θα βάλει το τρίποντο το 1989, θα πάρει το ματς με την Ισπανία το 1993, το ματς με τον Καναδά το 1994, το μεγάλο προημιτελικό με την Ισπανία το 1995. Τα δύο τελευταία τα είδα από κοντά. Με την Ισπανία στο ΟΑΚΑ το 1995 παιζόταν η είσοδος στην τετράδα του Ευρωμπάσκετ. Όμως, η τετράδα θα έκρινε και κάτι άλλο: θα μας έστελνε αυτομάτως στους Ολυμπιακούς του 1996, για πρώτη φορά στην ιστορία μας.

Ο Φάνης τους διέλυσε με τρίποντα, πρέπει να ήταν 5/5, και ο Φασούλας στο τέλος τους έβαλε στα καλάθια. Το ίδιο βράδυ, αραχτός στον κήπο του ξενοδοχείου που έμενε η ομάδα, ο Φάνης δεχόταν συγχαρητήρια. “Μπράβο, γίγαντα, πάμε για μετάλλιο τώρα, και του χρόνου γερά στην Ατλάντα”. Ο φίλαθλος έφυγε, αλλά ο Φάνης έμεινε με την απορία.

“Ποια Ατλάντα λέει αυτός ρε;” “Τους Ολυμπιακούς λέει, ρε Φάνη, απόψε πήραμε την πρόκριση για την Ατλάντα”. “Σοβαρά; Και πότε είναι αυτό;” “Του χρόνου το καλοκαίρι”. “Του χρόνου; Του χρόνου ούτε για την Αταλάντη δεν θα είμαι, όχι για την Ατλάντα”.

Μέχρι να συνέλθουν όλοι απ’τα γέλια, ήρθε κι ο σερβιτόρος. “Ένα παγωτό σοκολάτα θέλω. Αλλά να σου πω, μη βάλεις τίποτα κρέμες και μαλακίες μέσα. Μόνο σοκολάτα, ο,τι σοκολάτα έχεις, βάλ’τη μέσα”.

Όπως αρμόζει σε κάθε μεγάλο παίκτη, ο Φάνης ήταν μοναδικός. Και έμεινε να θυμίζει μια εποχή που κορυφαίος της Εθνικής σε ένα ματς μπορεί να ήταν κάποιος που δεν έπαιζε στους δύο μεγάλους τους χώρας, ούτε σε ομάδα του εξωτερικού, ούτε στο NBA.

Φάνη Χριστοδούλου ο Στέλιος Αρτεμάκης

Σπάνιος άνθρωπος ο Φάνης. Ο Φάνης κατέβαζε σαν πλέιμεικερ, σούταρε σαν γκαρντ και έπαιζε κάτω από το καλάθι με την ίδια άνεση. Βασικά, τη μπάλα στο Φάνη παιδιά. Μου αρέσουν αυτοί οι παίκτες, οι πολυτεχνίτες-ερημοσπίτες, μου ταιριάζουν καλύτερα σαν άνθρωπος. Ο Φάνης και σήμερα να έπαιζε δεν τον σταματούσες, καμία άμυνα δεν τον σταματούσε. Έπρεπε να έχεις και ψηλό και κοντό πάνω του. Ή ζώνη. Τέλος πάντων, ξέρεις, ήταν ο εφιάλτης του αντίπαλου προπονητή. Και ήταν πάντα ο Φάνης, που πίνει καφέ στην πλατεία. Σπάνιος άνθρωπος.

Ο Θόδωρας ο Παπαλουκάς για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη

 

Δεν πρόλαβα το 87′. Ήμουν -1. Την Εθνική κατά συνέπεια την αγάπησα με εκείνες τις 3 επικές χρονιές που έκανε το ένα θαύμα μετά το άλλο. 2005 η ανατροπή τα τελευταία δευτερόλεπτο σε ένα “γκρανγκινιολικό” φινάλε με την Γαλλία. Το “βάλ’ το αγόρι μου” (όπου αγόρι βάλε Διαμαντίδης) που συνεχίστηκε με το “3 2 κανένα Γιοβάισα” του Σκουντή (ποτέ δεν κατάλαβα τι συμβαίνει στο μυαλό του στις μεγάλες επιτυχίες), μας οδήγησε στον τελικό και το σηκώσαμε. 2006 η κατοστάρα στην USA team των Lebron, Wade, Carmelo, Paul που μόνο που το σκέφτεσαι ανατριχιάζεις. 2007 η απόλυτη ανατροπή με την Σλοβενία όπου επιστρέψαμε από τους -16.

Και στα τρία αυτά ματς ο Διαμαντίδης έπαιζε πάνω από 30 λεπτά και έβαλε εκείνο το τρίποντο, αλλά αυτός που κράταγε την μπάλα στα τελευταία λεπτά ήταν ο Θόδωρας ο Παπαλουκάς. Το 2005 έμπαινε μέσα, έπαιρνε την μπάλα, πόσταρε κοντύτερους γκαρντ και ήξερες ότι η μπάλα θα καταλήξει στο καλάθι. Ήταν αυτός που μπορεί να βγήκε μετά το φάουλ στον Ριγκοντό στο τέλος αλλά έκανε τις γρήγορες επαναφορές που χρειάζονταν, έβαζε τις βολές όταν η μπάλα έκαιγε και ένιωθες ότι το πίστευε λίγο παραπάνω από τους άλλους. Ήταν αυτός που απέναντι στην Αμερική μοίρασε 12 (!) ασίστ και όποτε δεν είχε επιλογές έμπαινε και άφηνε την μπάλα σαν τούρτα στο καλάθι. Ήταν αυτός που στο ματς με την Σλοβενία έβαλε ένα τρίποντο όσο τραβηγμένο πάει, έκλεψε, την κατέβασε και έδωσε στον Ζήση για το τρίποντο που έφερε την διαφορά στον έναν. Άσε που έβαλε και το τελευταίο καλάθι. Με 17 τελείωσε εκείνο το ματς.

Ο Παπαλουκάς έχει κρύο αίμα. Είναι αυτός που θες να έχεις στα τελευταία λεπτά. Είναι αυτός που όταν δεν το πίστευε κανένας, έμπαινε μέσα και έδειχνε τι πρέπει να γίνει. Βασικά έδειχνε πάντα ότι είχε κοχόνες και παρέσυρε μαζί του και τους άλλους. Ποτέ δεν μου έγινε ιδιαίτερα συμπαθής στην ΤΣΣΚΑ ή μετά στον Ολυμπιακό αλλά πάντα θυμάμαι αυτές τις τρεις νίκες και του το συγχωρώ.

Παναγιώτης Φασούλας λέει ο Μάνος Μίχαλος

 

Η φωτογραφία που συνοδεύει την απάντηση μου, είναι ένα από τα πιο δυνατά επιχειρήματα που μπορώ να θέσω, ότι ο Παναγιώτης Φασούλας είναι μία από τις πιο ξεχωριστές, μοναδικές και ιδιαίτερες προσωπικότητες του ελληνικού μπάσκετ και των Εθνικών ομάδων. Για τον Γκάλη, για παράδειγμα, υπήρχε πάντα ένας Γιαννάκης να συνδυάζεται στις κουβέντες όλων μας γύρω από την Εθνική. Ενώ, μετά τον Φασούλα το χάος. Δεν θέλω να πω κάτι για τους άλλους τόσο ψηλούς Έλληνες της εποχής (όπως ο Νίκος Φιλίππου ή ο Τζορτζ Παπαδάκος), αλλά η “αράχνη” δεν είχε ταίρι.

Πρόσεξε καλά τη φωτογραφία. Ο Φασούλας και ο Γιαννάκης είναι οι μόνοι που κοιτάνε το “πουλάκι” της φωτογραφικής μηχανής. Όμως, σε αντίθεση με το βλέμμα του “δράκου” σε αυτή τη φωτογραφία, του Φασούλα κρύβει πράγματα. Κρύβει ένταση, χαρακτήρα που δεν συμβιβάζεται, έναν παίκτη που είχε πραγματικά μεγάλα προσόντα για εκείνη την εποχή. Ο Παναγιώτης Φασούλας δεν ήταν ο ψηλός που απλώς γέμιζε τη ρακέτα, που προκαλούσε φόβο στους κοντούς της αντίπαλης ομάδας. Ήταν ο Έλληνας διεθνής που τη δεκαετία του 90, αποτέλεσε έναν πραγματικό ηγέτη για την Εθνική ομάδα.

Με αυτόν τον απροσδιόριστο τρόπο που άφηνε την μπάλα, μετά καθώς ρόλαρε πάνω στον αντίπαλο στη base line, ο Παναγιώτης Φασούλας άφησε τον ιστό του σε κάθε γωνιά του ελληνικού μπάσκετ. Κανείς δεν θα πάει ποτέ να τον καθαρίσει. Έτσι, τιμής ένεκεν.

Ο Δημήτρης Διαμαντίδης για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

 

Ο Διαμαντίδης για μένα είναι εκείνος ο ήρωας / τύπος / πρότυπο / γκόμενα που ό,τι και να σου κάνει το συγχωρείς γιατί σου έχει δώσει πολλά περισσότερα και “εντάξει μωρέ δεν θα κολλήσουμε τώρα σε αυτό”. Όταν πριν μερικά χρόνια ανακοίνωνε ότι θα ξεκουραστεί αντί να μετέχει στην αποστολή ήμουν έξαλλος. Θυμάμαι να γράφω σε κάποιο μέσο ένα άρθρο για “κάτι κουρασμένα παλικάρια” και να απορώ με την απόφασή του. Είμαι υπέρ κάθε προσωπικής και επαγγελματικής κίνησης (βλέπε μεταγραφή Σπανούλη για τα χρήματα και για να μην ζει στην σκιά του Διαμαντίδη) αλλά το να μην παίζεις στην Εθνική τη στιγμή που ξέρεις ότι ουσιαστικά σε έχει ανάγκη το θεωρώ αδιανόητο. Πριν όμως από όλο αυτό ο Διαμαντίδης ήταν στην Εθνική ό,τι δεν έχει σταματήσει ακόμα να είναι στον Παναθηναϊκό. Σημείο αναφοράς, ηγέτης και ο παίκτης που θα σε ξελάσπωνε δεδομένα σε κάθε δύσκολη στιγμή. Για την απάντηση στο σημερινό ερώτημα δεν πήγα στους παλιούς γιατί δεν νιώθω ότι τους έζησα τόσο πολύ. Και ίσως ο Γιαννάκης, ο Φασούλας και ο Φάνης να ήταν πολύ περισσότερα δεδομένων των συνισταμένων του ελληνικού μπάσκετ τότε που δεν τον έβλεπαν καν τον Διαμαντίδη. Αλλά το να είσαι ο καλύτερος και ο φωτεινός φάρος σε μία δωδεκάδα με τρομακτικό ταλέντο το θεωρώ ακόμα πιο δύσκολο.

Αν είσαι από εκείνους που από τον Δημήτρη Διαμαντίδη και την πορεία του στην Εθνική, θυμάσαι την αποχώρηση, λογικά είσαι από εκείνους που ακούνε Ζιντάν και σκέφτονται την κουτουλιά.

O Φάνης ο Χριστοδούλου για τον Πάνο Κοκκίνη

Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα από μπάσκετ. Και ναι, κανονικά, η γνώμη μου σε τέτοια ζητήματα θα έπρεπε να μετράει γύρω στο 50% από αυτή των υπολοίπων της λίστας. Εκείνο για το οποίο είμαι σίγουρος όμως είναι ότι ο Φάνης ήταν ένας από εμάς. Ελληνάρας. Γνήσιος. Larger than life. Και φιλότιμος μέχρι αηδίας. Το είδος του ανθρώπου που θα ήθελες μαζί σου σε κάθε χαράκωμα. Γιατί ξέρεις ότι πάντοτε θα βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων. Όπως και βρέθηκε. Όπως και ήταν.