ORIGINALS

Ο δικός μας βασιλιάς των ψητών

Ανήμερα Τσικνοπέμπτης αποφασίζουμε ποιο κρεατικό δικαιούται να κάτσει στο θρόνο των γευστικών μας προτιμήσεων. Μην περιμένεις να δεις κάποιον νικητή σε αυτό το κείμενο.

Φαγανά παιδιά είμαστε, αδίστακτοι κρεατοφάγοι άπαντες στο ONEMAN (στην εταιρεία έχουμε δύο χορτοφάγους και σήμερα δεν τους κάνουμε πολλή παρεά) οπότε το να μιλήσουμε για κρεατικά είναι σαν να μας λες να μιλήσουμε για κάτι πολύ αγαπημένο. Πού να δεις τι είχε γίνει όταν αποφασίσαμε να διάλεξουμε ανάμεσα σε μοσχαρίσια και χοιρινή.

Υπενθυμίζω ότι το ύψιστο χρέος μας προς την Τσικνοπέμπτη το έχουμε ήδη κάνει από την Τρίτη με τους 56 Κανόνες της Τσικνοπέμπτης

Κάθε συντάκτης μπήκε στη διαδικασία να κάνει μία και μόνο μία επιλογή ανάμεσα στα διάφορα είδη κρεάτων, σουβλιστών και ψητών (για να μην παρεξηγούμαστε). Μπριζόλες, μπιφτέκια, κεμπάμπ, λουκάνικα, σεφταλιές, κοντοσούβλια και κοκορέτσια, όλα μέσα στο κόλπο.

Τι όμως από όλα αυτά προτιμά ο καθείς; Πες μας κι εσύ τη δική σου προτίμηση στα σχόλια.

Σεφταλιά λέει και κλαίει ο Χρήστος Δεμέτης

 

Δεν έχω καμία σχέση με την Κύπρο. Δεν έχω πάει ποτέ, δεν έχω μπλέξει ποτέ με Κύπρια. Ωστόσο, έχω μεγάλη σχέση με τις σεφταλιές. Τεράστια, ερωτική σχέση. Τόσο μεγάλη που έμαθα και πώς πρέπει να ψήνονται σωστά. Κιμάς, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, μαϊντανός, κανέλα, αλάτι και μαύρο πιπέρι, χοιρινή μπόλια τα βασικά συστατικά, καλό ψήσιμο και υπομονή για το άρτιο αποτέλεσμα. Το κόλλημα με το κυπριακό έδεσμα ξεκίνησε από τσιμπούσια στην αυλή των κουμπάρων των γονιών μου που χρονολογούνται κάπου πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Θα’ μουν 5, θα’ μουν 7; Κάπου εκεί γύρω θα’ μουν. Όλα από εκείνα τα χρόνια ξεκινούν άλλωστε. Με τα πολλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η χοιρινή μπρι(τ)ζόλα και το λουκάνικα μπορεί να είναι το στανταράκι, η σεφταλιά όμως είναι αυτό που κάνει τη διαφορά. Ειδικά αν συνοδεύεται από το σωστό κόκκινο κρασί. Για την ιστορία, την τρώνε με κυπριακή πίτα και λεμόνι. Γράφω και πεινάω ταυτόχρονα διάολε.

Κοτόπουλο ο Στέλιος Αρτεμάκης

 

Τι να πω ρε φίλε που είμαι σε μια μόνιμη και ατελέσφορη δίαιτα από τότε που σκόραρε ο Κωνςταντινου στο μπερναμπέου. Και ενώ μου αρέσουν και τα μπιφτέκια και το λουκάνικο και οι μοσχαρίσιες δεν τρώω τίποτα από αυτά. Μόνο κοτόπουλο κι’ αυτό στήθος. Σαν ο λιγότερο μερακλής, επομένως, δεν μπορώ να πω πολλά για όργια κρέατος. Είμαι ο bdsm του της ψηςταριάς. Με βλέπουν οι ψήστες και με λυπούνται. Σαν να φοράω τρύπιο μπουφάν. Δε γιορτάζω αύριο.

Λουκάνικο ο Πάνος Κοκκίνης

 

Πάει καιρός που θέλω να ρωτήσω την μάνα μου μήπως τον πραγματικό μου πατέρα, θεός σχωρέστον, δεν τον έλεγαν Γιώργο, αλλά Γιόχαν. Ή Φρανς. Δεν εξηγείται αλλιώς το αμόκ που με πιάνει (αν και στρέιτ, να τα λέμε αυτά) όταν βλέπω στο τραπέζι να προσγειώνεται ένα καλοψημένο λουκάνικο. Σχεδόν δεν με νοιάζει καν αν είναι χωριάτικο, με πράσο, πορτοκάλι, καπνισμένο με ξύλο οξιάς ή αυτά της Φρανκφούρτης που βγαίνουν προβρασμένα από βαζάκι. Βρίσκω την γεύση εξαίσια. Εξού και αποφεύγω εδώ και χρόνια φανατικά οποιοδήποτε βιντεάκι δείχνει πως φτιάχνονται. Απλά δεν θέλω να ξέρω. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η σύζυγος εκνευρίζεται όταν σηκώσω το πηρούνι. Οπότε καταλήγω απλά να το κόβω για τους άλλους στο τραπέζι και να παίρνω, διακριτικά, 1-2 κομμάτια. Μιλάμε για αυτοσυγκράτηση Βουδιστή μοναχού σε μοναστήρι στα Ιμαλάια. Τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μέρας. Γιατί, όταν βαρέσουν τα μεσάνυχτα και τύχει να επιστρέφω από τη δουλειά, πάντα καταλήγω να εκδηλώνω το ‘πάθος’ μου στη ζούλα, με κάτι ξεγυριστά βρώμικα κατά μήκος της παραλιακής.

Φρυγαδέλι ο Ηλίας Αναστασιάδης

 

Ο πεθερός του αδερφού μου, εκτός από υπερβατική περσόνα και 70s Παναθηναϊκός, είναι απ’ το Αγρίνιο. Όπως πολλάκις έχουμε πει, οι άνθρωποι απ’ το Αγρίνιο μεγαλώνουν με μια σούβλα στο χέρι. Το προπροπερασμένο Πάσχα που τα πεθερικά μας κάλεσαν για φαγητό (και 16 διαφορετικοί άγνωστοι άνθρωποι έσκυψαν από πάνω μου και με ρώτησαν πότε θα παντρευτώ), ο κυρ-Κώστας ήρθε με ένα πιάτο φρυγαδέλια (έτσι τα είπε, έτσι στα λέω) για να δοκιμάσω. Από τα συστατικά του, τα μόνα που φαίνονται ανθρώπινα είναι το αλάτι και το πιπέρι. Η μπόλια και το συκωτάκι αρνιού δεν είναι τροφές που καταμαρτυρούν πολιτισμό, αλλά τι να τον κάνεις τον πολιτισμό; Μαζί με τον Ανάκογλου της ΑΕΚ, είναι ό,τι πιο υπερεκτιμημένο σ’ αυτή τη ζωή. Το πρόβλημα με τα φρυγαδέλια είναι ότι μετά τα 3-4, πρέπει να σταματήσεις. Το πρόβλημα με μένα είναι ότι δεν μπορώ να σταματήσω μετά τα 3-4. Το πρόβλημα με το πρόβλημά μου είναι ότι ακούς τη χοληστερίνη να συντίθεται μέσα σου. Η όρασή σου περιορίζεται στο δεξί μάτι και νιώθεις σαν να έχεις καπνίσει δύο πακέτα τσιγάρα. Και να φανταστείς δεν καπνίζω.

Πανσέτα ο Χρήστος Χατζηιωάννου

 

Είναι από αυτά που δεν μπορείς να τα απολαμβάνεις συνέχεια. Γιατί νιώθεις σε κάθε μπουκιά μικρά ανθρωπάκια να παίρνουν λιλιπούτεια μυστριά και να χτίζουν ένα τείχος λίπους στις αρτηρίες σου. Λατρεύω την αίσθηση καθαρής πρωτεϊνης ενός καθαρού φιλέτου μοσχαριού. Ζω για τους κεφτέδες της μάνας μου και τα μπιφτέκια του Αντώνη στη Βούλα. Θα φάω και κεμπάμπ και σουτζούκια και παστουρμά και τα πάντα. Αλλά όταν μιλάμε για βασιλιά, αυτός έρχεται από το γουρούνι. Και έχει το απαραίτητο ορατό και αόρατο λιπάκι για τη γεύση. Προσπαθώ να τρώω άπαχα τον τελευταίο καιρό. Για το καλό μου, για την υγεία μου και το σώμα μου. Και θα συνεχίσω να το κάνω. Καμιά φορά όμως χρειάζεται να την κάνεις και την αμαρτία σου. Αν έχεις φάει πολλές πανσέτες στη ζωή σου, ξέρεις ότι είναι αμαρτία. Πώς το λέει όμως ο Σωκράτης; “Ψυχή που δεν αμάρτησε, ποτέ της δεν αγιάζει”.

Παϊδάκια ο Γρηγόρης Μπάτης

 

Θα συμφωνήσω με τον καλό μου φίλο Δεμέτη περί ερωτικής σχέσης με την σεφταλιά, όμως η μεγάλη και παντοτινή αγάπη για ψήσιμο είναι τα παϊδάκια. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, στο μυαλό μου δεν υπάρχει ψήσιμο χωρίς παϊδάκια και παϊδάκια χωρίς ψήσιμο. Αρνούμαι να απαντήσω στην ερώτηση: “Τι παϊδάκια;”. Αρνίσ(ι)α φυσικά. Όλα τ’ άλλα είναι απομιμήσεις… Λοιπόν, πάμε τώρα στην απλή διαδικασία, που (πρέπει να) είναι η εξής: Παίρνεις μισό κιλό για τον καθένα στην παρέα, τα ρίχνεις στη φωτιά και αφού τα γυρίσεις 2-3 φορές, τα πιάνεις (υποχρεωτικά) με τα χέρια και έχεις καθήκον να μην αφήσεις ούτε υπόνοια ψαχνού, παρά μόνο κόκκαλα. Δεν είναι δύσκολο. Φτάνει να τα γευτείς και μετά… κύλησες. Τα παϊδάκια βγάζουν τα ζωώδη ένστικτά σου, τα παϊδάκια είναι ο βασιλιάς των ψητών, τα παϊδάκια είναι η χαρά της γεύσης. Δεν περιγράφω άλλο…

Κοκορέτσι ο Μάνος Μίχαλος

 

Δεν είναι δίκαιο, γιατί μου έχετε βάλει μέσα στη λίστα επιλογής και το κεμπάπ, αλλά και τα παϊδάκια ή το κοκορέτσι. Το πρώτο δεν ξέρω κάτα πόσο είναι ψητό (οκ, ναι ψητό γίνεται), ξέρω όμως ότι μπορώ να ψηθώ εγώ για χάρη του αν είναι πραγματικά γνήσιο κεμπάπ. Όμως, τέτοια μέρα είναι αμαρτία να πεις “κεμπάπ”, γιατί Τσικνοπέμπτη παίζουν οι μεγάλοι παίκτες, όχι τα τσικό. Οι παίκτες νικητές. Σαν το κοκορέτσι δηλαδή, που όταν μπαίνει στο γήπεδο, όλοι το χειροκροτούν, όλοι το σέβονται, ακόμη και αυτοί που το απεχθάνονται. Σαν τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη δηλαδή που έχουν διαφορετικούς φανατικούς οπαδούς, αλλά κοινή βάση αποδοχής. Το κοκορέτσι του, τα έχουμε πει και σε ένα Αιώνιο Δίλημμα, έχει όλα αυτά τα περίεργα ή ακόμη και απωθητικά στοιχεία, όμως τα συνδυάζει με ένα τρόπο μοναδικό, τα δένει (#diplis) με μια τέχνη, που δεν μπορείς να συναντήσεις εύκολα σε άλλα ψητά, με εξαίρεση κάτι δημιουργίες σαν το φρυγαδέλι. Κοκορέτσι, κύριοι. Κάθε μέρα Τσικνοπέμπτη, κάθε μέρα Ανάσταση.

Σπαλομπριζόλα ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

 

Είμαι από τους πρεσβευτές του δόγματος ότι “πρώτα χορταίνει το μάτι”. Οπότε πέρα από την ποιότητα, πρέπει να υπάρχει και μια ποσότητα. Κοινώς είμαστε με τον Οβελίξ που έπεσε στη χύτρα και όχι με τον Αστερίξ που παίρνει μια τζούρα μαγικό ζωμό κάθε φορά. Φάση παίρναμε καλά στο τραπέζι και αυτό βγαίνει προς τα έξω. Κάπως έτσι. Κοντοσούβλι, φρυγαδέλι και πανσέτα (από τον πατέρα του Ηλία), κοκορέτσι, όλοι οι καλοί χωράνε. Αν έπρεπε όμως να διαλέξω μόνο ένα αυτό θα ήταν η σπαλομπριζόλα, η βασίλισσα της μπριζόλας. Όσοι συμφωνούν μαζί μου να επισκεφτούν κάποια στιγμή τον Μπατζάβαλη στο χωριό Καρατζάς κοντά στην Επίδαυρο και το Τρουλάκι στη Σίφνο. Κανόνας πρώτος: να είναι τόσο μεγάλη που να μη χωράει στο πιάτο. Κανόνας δεύτερος: να είναι έτσι ψημένη που να λιώνει στο στόμα. Κανόνας τρίτος: δεν αφήνουμε ποτέ αιχμαλώτους.

ΥΓ.Τερματίζει την Τσικνοπέμπτη όταν σε παίρνει η ίδια η ταβέρνα τηλέφωνο. #true_story

Προβατίνα στα κάρβουνα ο Μάνος Χωριανόπουλος

 

ΟΚ, μερικές φορές μυρίζει ή είναι σκληρή, αλλά η γεύση της καλοψημένης και καλοαλατισμένης προβατίνας, είναι αξεπέραστη. Περισσότερο για τσίμπημα πάνω από τη φωτιά, με μπύρες αμέτρητες παρά για τραπέζι, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι πετυχημένο ψήσιμο σημαίνει ότι έχουμε σκάσει πριν κάτσουμε στο τραπέζι. Μόνο με το κοντοσούβλι την αλλάζω, αλλά εδώ δεν είναι “Αιώνια Διλήμματα”. Τα ψήνουμε όλα μαζί ρε αδερφέ. Όρεξη να υπάρχει

Κοκορέτσι ο Θανάσης Κρεκούκιας

 

Μάνο Μίχαλε με συγκίνησες! Μανιτζέβελη επιλογή το κοκορέτσι, αρχοντική. Καλά όλα τα υπόλοιπα, τα παϊδάκια ( αχ ρε Πωλ τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω!), τα μπιφτέκια, τα κεμπάπ, οι πανσέτες, τα λουκάνικα και οι λοιποί συγγενείς, αλλά μπροστά στο κοκορέτσι γονατίζω, υποκλίνομαι, παθαίνω ταραχή, παραδίνομαι άνευ όρων. Έντερα, γλυκάδια και συκωταριές, μπόλιες, αρμαθιές, λεμόνια και ρίγανες! Δεν υπάρχουν λόγια, δεν υπάρχει λόγος να βρεθούν λόγια, μην το βασανίσω περισσότερο. Κοκορέτσι άνθρωποι! Κι ας απαγορεύει η Κομισιόν, στα χατζηαπαυτά μας! Καλή Τσικνοπέμπτη σε όλους, καλό Πάσχα Μανωλάκη, ζήτω η Ελλάς!