24MEDIA/Creative Team
OK MILLENNIAL

O Δημήτρης Μητροπάνος που ξαναγαπήσαμε

Mερικά ακόμα bytes στο internet όπου ένας millennial γκρινιάζει και σχολιάζει τι συμβαίνει γύρω του. Σήμερα για τον Άγιο, τους τριαντάρηδες και το παλιό καλό λαϊκό τραγούδι.

Yπάρχει ένα από τα πιο ιδιοφυή επεισόδια του South Park, πριν καταπιεί τη σειρά η ίδια της η υπάρξη. Είχε γραφτεί με αφορμή την dubstep που είχε βρεθεί για λίγο στο προσκήνιο την προηγούμενη δεκαετία. Bασιζόταν δε σε ένα απλό αλλά πανέξυπνο αστείο: Oποιοσδήποτε μεγαλύτερος σε ηλικία επιχειρούσε να ακούσει αυτή τη μουσική, άκουγε σκατά. Kυριολεκτικά όμως. Όλοι εκτός από τον Randy, τον 45άρη πατέρα ενός εκ των πρωταγωνιστών, που παρίστανε ότι όχι μόνο καταλαβαίνει αυτό που ακούει αλλά και ότι του αρέσει και δήθεν το απολαμβάνει.

Ε, λοιπόν, το ακριβώς αντιστρόφο από αυτό που έκανε ο Randy γινόταν για τους περισσότερους από εμάς όταν ακούγαμε για το παλιό λαϊκό τραγούδι. Τον Καζαντζίδη, τη Βίκυ Μοσχολιού, τον Μητροπάνο, ακόμα και τον Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου και τη Λίνα Νικολακοπούλου. Ακούγαμε μουσική και προσπαθούσαμε να παριστάνουμε ότι ακούγαμε σκατά. Και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος γι’αυτό.

Αν ήσουν έφηβος τη δεκαετία του 1990 και του 2000, είχες μπροστά σου ένα τεράστιο τείχος πραγμάτων που ήταν σχεδόν αναγκαστικό να τα εκτιμήσεις. Και φυσικά δεν το έκανες. Εδώ που τα λέμε, ποιος έφηβος ακούει αυτά που άκουγαν οι γονείς του; Είναι σχεδόν contradictio in terminis. Βγάζοντας το cd του Νταλάρα και αντικαθιστώντας το με το In Utero ήταν σαν να επιτελούσες την ηλικία σου.

Αντιστεκόσουν σε λαϊκότροπο κατεστημένο που υψωνόταν πάνω από το κεφάλι σου. Γιατί αυτό ήταν για εμάς όλη εκείνη η γενιά. Άκουγες ξανά και ξανά να αναφέρονται στον τάδε «μεγάλο» λαϊκό συνθέτη αλλά εσύ δεν τον πρόλαβες να μεγαλώνει. Έπρεπε να τον θεωρήσεις μεγάλο, επειδή έτσι σου έλεγαν. Και αυτό δεν λειτουργεί σε όλες τις περιπτώσεις.

Εκείνοι οι έφηβοι πλέον μεγάλωσαν και σιγά-σιγά αρχίζουν να ανακαλύπτουν ξανά το λαϊκό τραγούδι σε διάφορες εκδοχές του. Η Φιλιώ Πυργάκη αποχαιρετήθηκε από χιλιάδες χρήστες του Instagram και η τελευταία ταινία που είδαμε πριν την καραντίνα, η «Μπαλάντα της Τρίτης Καρδιάς» αφορούσε και πάλι επαρχιακά μπουζούκια. Yπάρχει δε ένα φάσμα νυχτερινών μαγαζιών που παίζουν βαρύ λαϊκό τραγούδι και κατά βάση γεμίζουν από τις 2 και μετά με όλο και νεότερο κόσμο που ξέρει απ’έξω και τον τελευταίο στίχο ενός κομματιού αλλά μπορεί να μην γνωρίζει ούτε ποιος το λέει ούτε ποιος το έγραψε.

Αυτή τη φορά όμως δεν παριστάνει ότι αηδιάζει. Βλέπετε, άλλαξαν πάρα πολλά με πρώτο από όλα ότι αυτό το λαϊκό τραγούδι δεν το βλέπεις πια ως κατεστημένο. Τη θέση του ως προς αυτό την έχουν πάρει πολλά από αυτά που τότε λειτουργούσαν τότε ως αντίδοτα, ως η ποιοτική εναλλακτική.  Και επομένως, στο πλαίσιο της απενοχοποίησης, γίνεται αυτό το καταπληκτικό: Nα γνωρίζεις απ’έξω κάθε στίχο αλλά εκείνη την ώρα που τον λες να τον συνειδητοποιείς κιόλας. Να ανακαλύπτεις ότι αυτό που σνόμπαρες άλλοτε, μπορεί να σου ανοίξει νέους δρόμους να εκφραστείς. Όχι από τη φωνή του Thom Yorke ή του Nick Cave ή δεν ξέρω ποιου άλλου αλλά από εκείνη του Μητροπάνου, του Στράτου Διονυσίου και του Βοσκόπουλου.

Το πιο πιθανό είναι ότι η σχέση αυτής της γενιάς με το λαϊκό τραγούδι θα μείνει κάπως «επιφανειακή», με την έννοια ότι δεν θα τη γνωρίσουμε ποτέ με τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που τη συνοδεύουν. Το τρένο μέσα στο οποίο θα του είχαμε συστηθεί και θα μας είχε καλύτερα πέρασε προ πολλού και εμείς εμφατικά δεν το πήραμε. Δεν είναι απαραίτητα κακό. Δεν θα ανήκει στην καθημερινότητά μας αλλά θα επιστρέφουμε σε αυτή μία στο τόσο, όταν το θέλουμε, και αυτό ομολογουμένως είναι μία αρκετά υγιής διαχείριση του παρελθόντος.

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε το ξανάνοιγμα του Άγιου και μία κουβέντα για τη Λίνα Νικολακοπούλου).