ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Ο φόβος του κλέφτη που σε κρατάει ξύπνιο τα βράδια

Την ώρα που εσύ κοιμάσαι, μερικές χιλιάδες ανθρώπων δεν βρίσκουν γαλήνη από ένα θόρυβο, ένα τρίξιμο, μια έγνοια.

Τους ζηλεύω τους ανθρώπους που κοιμούνται βαριά. Χωρίς έγνοιες, χωρίς ανησυχίες, χωρίς χτυποκάρδια το πρωί, χωρίς φόβους. Τους ζηλεύω γιατί ο ύπνος είναι ένα από τα μεγαλύτερα αγαθά, κάτι που το θεωρούμε απολύτως δεδομένο την ίδια ώρα που πολλοί άνθρωποι εκεί έξω κρατούν τα μάτια τους ανοιχτά στις 2 το βράδυ. Όχι επειδή υποφέρουν από αϋπνίες ή κάποια άλλη πάθηση. Αλλά επειδή φοβούνται.

Τα τελευταία 3 χρόνια δεν με κρατά ξύπνιο καμία τέτοια έγνοια. Δεν ξέρω αν απλά ξεπέρασα μια κάποια φοβία ή αν τα 2 σπίτια τα οποία έγραφαν το όνομά μου στο κουδούνι τα τελευταία χρόνια ήταν ασφαλέστερα από τα προγενέστερα. Αλλά έχω περάσει ένα εξάμηνο μετά από μία κλοπή στο σπίτι μου, που δεν μπορούσα να κλείσω μάτι.

Καταλαβαίνω λοιπόν πολύ καλά κάθε μικρή ιστορία που ακούω για εκείνον τον τύπο που κοιτάει κάτω από το κρεβάτι του πριν πέσει σε αυτό. Νιώθω πολύ καλά εκείνη την κοπέλα που ψάχνει τις κουρτίνες πριν πάει για ύπνο. Συμπονώ με κάθε κύτταρο του σώματός μου εκείνον που πέφτει για ύπνο αλλά έχει τα αυτιά του τεντωμένα για να ακούσει τον παραμικρό ήχο παραβίασης. Λες και θα μπορέσει κάπως να αντιδράσει.

 

Κι είναι πολύ μυστήριος αυτός ο φόβος. Είναι πολύ περίεργη αυτή η αγωνία. Γιατί στο 99% των περιπτώσεων δεν σε τρομάζει κάποια πραγματική απειλή. Σε τρομάζει η ιδέα της απειλής, σε τρομάζει μια ψευδαίσθηση, σε τρομάζει αυτό που έχεις χτίσει εσύ σαν τέρας μέσα σου ενώ μπορεί να είναι μια γάτα που περνάει από το παράθυρο.

 

Ο φόβος του αγνώστου είναι πάντα ο χειρότερος. Μία ορατή απειλή μπορείς να την αντιμετωπίσεις. Έναν κατά φαντασίαν κλέφτη που θέλει το κακό σου δεν μπορείς ούτε να τον πιάσεις, ούτε να τον διώξεις ούτε να του φωνάξεις. Μπορείς μόνο να βεβαιωθείς ότι δεν είναι εκεί. Ανάβοντας φώτα, ψάχνοντας το σπίτι, περπατώντας πάνω κάτω τα δωμάτια και πολύ απλά ξαγρυπνώντας.

Η ίδια η ουσία του φόβου μέσα από τον ορισμό της, δεν μπορεί να ερμηνεύσει αυτό που νιώθεις κουκουλωμένος με το σεντόνι ή το πάπλωμά σου. Καλύπτοντας τα αυτιά σου γιατί προτιμάς να μην ακούσεις από το να φοβηθείς. Κι είναι ακριβώς αυτό το “κινηματογραφικό” μείγμα αγωνίας και φόβου που σε κρατά ξύπνιο. Αυτή η επιτομή του απροσδιόριστου φόβου που έρχεται κάθε βράδυ να σε βρει.

 

Ξέρω ότι είναι πολλοί που γελάνε με αυτά. Αλλά ξέρω ακόμα καλύτερα ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που όχι απλά ταυτίζονται αλλά αναγνωρίζουν σε κάποια από τις παραπάνω κινήσεις και εικόνες τον εαυτό τους. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που κάνω μια τέτοια κουβέντα σε οποιαδήποτε παρέα, θα υπάρχουν πάντα ένας δύο που ξαγρυπνάνε τα βράδια. Και πάντα μα πάντα, σε κάθε τέτοια εξομολόγηση, βλέπεις στόματα ανοιχτά από την υπόλοιπη παρέα. Βλέπεις έκπληξη γιατί σχεδόν ποτέ κανείς δεν ομολογεί ότι φοβάται. Λες και είναι κακό να φοβάσαι.

Το τι μας έχει κάνει να φοβόμαστε μέσα στα σπίτια μας, δεν είναι τόσο απλό να απαντηθεί. Κι αν απλά κατηγορούσαμε τις διάφορες ειδήσεις που ακούμε ή την όποια ανύπαρκτη έξαρση εγκληματικότητας, θα ήμασταν τραγικά λάθος. Ούτως ή άλλως το να νιώθεις ασφαλής ή όχι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου, είναι κάτι που ξεκινά και τελειώνει στο δικό σου μυαλό.

Είναι γλυκός ο ύπνος για να τον χάνουμε. Είναι όμορφα τα βράδια για να μας τρομάζουν.