ullstein bild/ullstein bild via Getty Images/Ideal Image
Β ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

O κύριος Γιάννης δεν θα ξεχάσει ποτέ το περιβόλι του πατέρα του στην Κατοχή

Από την Κυπαρισσία για το OneMan, ιστορίες από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που δεν ξέχασε ποτέ όλα όσα είδε και έζησε στην Κατοχή.

Ο ελληνικός λαός κατά τη διάρκεια της κατοχής βρισκόταν σε πλήρη εξαθλίωση. Από τον χειμώνα του 1941 μέχρι το 1942, εκτιμάται ότι δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Σημαντικός παράγοντας που οδήγησε στο λιμό ήταν και η καταστροφή του δικτύου μεταφορών και συγκοινωνιών εξαιτίας της επίταξης οχημάτων και των καταστροφών στο οδικό σιδηροδρομικό δίκτυο, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ανταλλαγή αγαθών μεταξύ αγροτικών περιοχών και πόλεων.

Για αυτόν τον λόγο ο λιμός επηρέασε εντονότερα την Αθήνα. Μάλιστα, οι Βούλγαροι κατακτητές δεν επέτρεπαν τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, από τις οποίες προερχόταν το 30% της συνολικής σιτοπαραγωγής της χώρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εργάτες στέλνονταν στη Γερμανία για να εργαστούν ως εργάτες-σκλάβοι στη Γερμανική Βιομηχανία. Τα περισσότερα είδη διατροφής κόστιζαν υπέρογκα στη μαύρη αγορά, όπου οι μαυραγορίτες πλούτιζαν σε βάρος του ελληνικού λαού.

Κάπως έτσι ήταν η ζωή στην κατοχή, όπως εξηγεί στο πολύ χρήσιμο βίντεο στο κανάλι του ο Γνωστός Άγνωστος, στο οποίο μιλάει για τις συνθήκες πρωτοφανούς αθλιότητας καθώς και για τους κατοίκους της χώρας που χωρίστηκαν σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Το ένα ήταν το στρατόπεδο του δωσιλογισμού και του χαφιεδισμού και το άλλο, το πολυπληθέστερο, ήταν της ηρωικής εθνικής αντίστασης.

Ο κύριος Γιάννης, δεν είχε ιδέα για τίποτα από όλα αυτά. Μικρό αγόρι τότε, ζούσε στην Κυπαρισσία και μαζί με άλλα παιδάκια της γειτονιάς, έβγαιναν στις πλατείες αμέριμνα, χωρίς να καταλαβαίνουν πολλά. Οι γονείς τους έψαχναν τρόπους για να επιβιώσουν κι όχι για να εξηγήσουν τι σημαίνει πόλεμος.

«Στην κατοχή ήμουν 4 χρονών. Παίζαμε στη γειτονιά, περιμέναμε την ώρα που θα κατέβουμε από τα σπίτια μας στους δρόμους, δε μας άφηναν οι Γερμανοί να βγούμε για πολύ, είχαν ένα ρολόι και μόνο για συγκεκριμένες ώρες ήμασταν έξω.

Βλέπαμε που κατεβαίνανε κι άλλοι και τρέχαμε και εμείς. Θυμάμαι λίγα πράγματα. Έριχναν βόμβες από τις Ράχες και είχαν χαλάσει το λιμάνι. Του είχαν ρίξει 5-6 οβίδες και είχαν γκρεμίσει τον κυματοθραύστη.

Ομοίως, από τις Ράχες έριχναν και οι Γερμανοί με στόχο τους Μύλους, γιατί είχαν πληροφορίες ότι ήταν καταφύγιο κομμουνιστών.

Δεν είχαμε ούτε ψωμί, ούτε τίποτα. Θυμάμαι να τρώω ένα πράσο σκέτο και ο γείτονας μου έλεγε ότι με έβλεπε και του έτρεχαν τα σάλια. Ντρεπόταν να μου ζητήσει να του δώσω ένα κομματάκι.Του λέω ρε συ Παρασκευά, για δε μου είπες; Δε μου έλεγες να σου κόψω λίγο μωρέ, του λέω. Το είχε φυτέψει ο πατέρας μου στο περιβόλι κάτω από τον στρατό. Το θυμάμαι ακόμα.

Ψωμί σπανίως να έβρισκες το ‘41 και το ‘42. Ο πατέρας μου είχε ένα περιβόλι και έβαζε κανένα κουνουπίδι, χορταρικά, μαρούλι και σέλινο. Τα τρώγαμε σκέτα, πού να βρεις κρέας, ανταλλάζαμε είδος με είδος. Έδινες 2-3 κιλά λάδι και έπαιρνε 2-3 τετράδια. Μας έστελναν κι από Αμερική βοήθεια, οι UNRRA. Ήταν ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα», θυμάται ο κ. Γιάννης και περιγράφει τα παιχνίδια που έπαιζαν στους δρόμους. Γήπεδα δεν υπήρχαν. Ούτε μπάλες.

«Παίζαμε το πεταχτό, είχαμε ένα αδειανό κουτί από γάλα και το ρίχναμε στον αέρα και είχαμε ένα μπαστούνι και όποιος το πήγαινε μακρύτερα.

Παίζαμε και κρυφτότοπο, κρυβόσουν κάπου και σε έψαχνε ο άλλος να σε βρει και να σε σημαδέψει με το τόπι. Μετά, αυτός που πετύχαινες, τον έπαιρνες εκεί ως “αιχμάλωτο”. Αν δεν τον έβρισκες, θα συνέχιζες να ρίχνεις. Να φανταστείς, τόπι δεν είχαμε. Βάζαμε πίτουρα σε μια κάλτσα και το ράβαμε για να είναι τόπι. Για να είναι ελαφριά και να στεγνώσουν», περιγράφει και θυμάται τα αετόπουλα.

«Τα αετόπουλα ήταν, πώς είναι οι πρόσκοποι τώρα, τότε ήταν οι Επονίτες, από το δημοτικό και το γυμνάσιο. “Τον βασιλιά τον θέλαμε παπούτσια να γυαλίζει” έλεγαν οι κοπέλες. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί ξεχυθήκαμε στους δρόμους, μέχρι τα Δεκεμβριανά. Και μετά άρχισε ο εμφύλιος, δυσάρεστες καταστάσεις αυτές, μην τα θυμόμαστε. Και τι κάναμε; Σκοτωνόμασταν, αδέρφια. Δε θυμάμαι και περισσότερα, είμαι 90 τώρα, τότε ήμουν 4. Πέρασαν και 86 χρόνια από τότε», καταλήγει.

Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις