ORIGINALS

Ο εφιάλτης που δεν με αφήνει να κοιμηθώ

Οι δημοσιογράφοι του Oneman ξυπνούν ιδρωμένοι και περιγράφουν εκείνον τον εφιάλτη που δεν λέει με τίποτα να σταματήσει να τους επισκέπτεται.

Βουτιά στο κενό (με εκείνο το απαραίτητο τράνταγμα στο κρεβάτι που την συνοδεύει), φωνή που δεν βγαίνει, μυστήρια και ανατριχιαστικά πλάσματα, ατυχήματα, απώλεια αγαπημένων προσώπων.

Όλοι βλέπουμε κατά καιρούς άσχημα όνειρα (όταν μάλιστα έχουμε καταβροχθίσει το μισό ψυγείο λίγο πριν κοιμηθούμε, οι πιθανότητες αυξάνονται δραματικά). Κάποιους εφιάλτες δεν τους θυμάσαι καν όταν ξυπνάς. Μερικοί όμως, έχουν την τάση να επιστρέφουν στο υποσυνείδητό σου και να μοιάζουν με κακή ταινία που παίζει σε επανάληψη μέσα στο κεφάλι σου, την ώρα που θα έπρεπε να ξεκουράζεσαι.

Οι δημοσιογράφοι του Oneman περιγράφουν τους δικούς τους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες και εύχονται απόψε το βράδυ να τους κάνουν τη χάρη και να τους αφήσουν ήσυχους.

Σε κάθε περίπτωση, οι δικές σου εμπειρίες αλλά και ονειροκρίτες, είναι ευπρόσδεκτα στα σχόλια.

“Γιατί ξαναδίνω Πανελλήνιες αδιάβαστος;” για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

 

Δυστυχώς δεν μπορώ να πω ότι βλέπω εντυπωσιακούς εφιάλτες με δράκους, τέρατα να με κυνηγάνε, βουτιές στο κενό και δράματα. Οι εφιάλτες μου είναι λίγο πιο βαρετοί και πεζοί. Μια εποχή ας πούμε, έβλεπα ότι ξαναδίνω Πανελλήνιες και δεν έχω διαβάσει τίποτα. Αργότερα έβλεπα ότι ξαναμπήκα στον στρατό και απορούσα τι δουλειά είχα σε στρατόπεδο αφού είχα ολοκληρώσει τη θητεία μου. Μετά ήρθε η εργασία που έπρεπε να παραδώσω το επόμενο πρωί και δεν είχα καν ξεκινήσει. Το κοινό με όλους αυτούς τους εφιάλτες; Τους έβλεπα αφότου είχα ξεμπερδέψει με σχολείο, στρατό και σχολή αντίστοιχα. Οπότε πλέον απλά περιμένω την ημέρα που θα πάρω σύνταξη για να αρχίσω να βλέπω εφιάλτες με deadlines και κείμενα που πρέπει να παραδώσω σε είκοσι λεπτά. Εκτός κι αν το υποσυνείδητό μου αποκτήσει επιτέλους λίγη περισσότερη φαντασία και αποφασίσει να εισάγει στους εφιάλτες μου κανέναν δράκο. Αν και το πιο πιθανό είναι πως ακόμα κι ο δράκος θα μου ζητήσει να του ετοιμάσω μέσα σε 10 λεπτά ένα κείμενο 3.000 λέξεων.

“Το ήξερα ότι θα ξεχάσω να βάλω το παντελόνι”, για τον Γιώργο Μυλωνά

Καταλαβαίνω απόλυτα τον Κωνσταντίνο, αφού στον ύπνο μου έχω δώσει περισσότερες φορές Πανελλήνιες από όσες φορές έχει παιχτεί το “Σεσουάρ για δολοφόνους”. Παρόλα αυτά, άλλος είναι ο εφιάλτης που με έχει στοιχειώσει πριν καν πάω λύκειο:

Σκηνή 1η: Χτυπάει το ξυπνητήρι και αρχίζω να ετοιμάζομαι για να πάω στο σχολείο/στο Πανεπιστήμιο/στη δουλειά. Όσο παίρνω το πρωινό μου, βουρτσίζω τα δόντια μου και κάνω τις απαραίτητες ετοιμασίες για να φύγω από το σπίτι δεν φοράω παντελόνι. “Μην ξεχάσω να βάλω παντελόνι”, σκέφτομαι και συνεχίζω να ετοιμάζομαι.

Σκηνή 2η: Έχω μόλις βγει από την πολυκατοικία που μένω και διασχίζω τον μπροστινό δρόμο. Πριν φτάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο κοιτάζω προς τα κάτω και συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν καλύπτει τα πόδια μου. Έχω βγει από το σπίτι χωρίς να φορέσω παντελόνι. Το πλάνο ανοίγει και βλέπω τον εαυτό μου με το μποξεράκι να κόβει βόλτες στην γειτονιά του. Η σκηνή κόβεται απότομα και το κεφάλι μου γεμίζει με τις εξής σκέψεις: “το ξέρα ότι θα ξεχάσω να βάλω παντελόνι”, “μα έχει τόσο κρύο πώς δεν κατάλαβα ότι βγήκα με το σώβρακο”;

Κάθε φορά που βλέπω το παραπάνω όνειρο είναι τόσο ζωντανό που πιστεύω ακράδαντα πως είναι θέμα χρόνου να βγω από το σπίτι μόνο με το σώβρακο.

”Ότι τυπώθηκε περιοδικό με λάθος”, για τον Πάνο Κοκκίνη

 

Για την ακρίβεια περιοδικό στο οποίο είμαι εγώ υπεύθυνος. Κομπλέ με την κατάληξη ότι το λάθος είναι τόσο μεγάλο, που αναγκάζεται το περιοδικό να τυπωθεί ξανά. Με ότι -ψυχικό και οικονομικό- κόστος αυτό συνεπάγεται. Μεγάλος ψυχαναγκασμός. Και μόνιμος, εδώ και 11 χρόνια που έχω θέση ευθύνης σε περιοδικά. Και σκέψου ότι, χτύπα ξύλο, δεν μου έχει συμβεί ποτέ. Για αυτό και με το internet έχω βρει την υγεία μου. Δεν είμαι λιγότερο προσεκτικός, απλώς γνωρίζω ότι, ανά πάση στιγμή, μπορώ, από οπουδήποτε, να μπω στη βάση και να το διορθώσω. Το μόνο πρόβλημα; Ότι δεν σας ξεφεύγει (γατάκια αναγνώστες) τίποτα. Ίσως για αυτό πλέον να έχω αρχίσει να βλέπω εφιάλτες με στοίβες από comments που ταυτόχρονα μου επισημαίνουν ότι μου έχει ξεφύγει, πέντε χρόνια τώρα που γράφω στο ΟΝΕΜΑΝ. Παιδιά, κάποιος να με λυπηθεί και να μου δώσει επειγόντως το όνομα ενός καλού ψυχαναλυτή.

Τα κοντά χέρια για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Έχω σταματήσει πολλά χρόνια να βλέπω αυτόν τον εφιάλτη. Αλλά έχω ακόμα την ανάμνησή του. Να είμαι άρρωστος στο κρεβάτι των γονιών μου στο πατρικό μου, να χρειάζομαι να απλώσω τα χέρια μου να πιάσω κάτι, να φωνάξω κάποιον, να γλιτώσω από κάτι και να μην μπορώ. Ό,τι και να ήθελα να φτάσω, δεν το έφτανα σε ένα υπερβολικά αγχωτικό περιβάλλον. Σε μία κατάσταση που με έκανε να παρακαλάω να ξυπνήσω. Ακόμα δεν μπορώ καν να εξηγήσω αυτή την αίσθηση του ανεκπλήρωτου, της ανικανότητας να κάνω ακόμα και τα πιο απλά.

Το πέσιμο από ψηλά, η Έρρικα Ρούσσου

Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω συχνά όνειρα. Και όταν βλέπω είναι συνήθως η συνέχεια κάποιας σειράς που έχω κολλήσει. Δεν θέλεις να σου πω τι συνέβαινε την περίοδο του Lost. Παρόλα αυτά, υπάρχει ενα όνειρο που επαναλαμβάνεται (όταν δεν είμαι κουρασμένη aka πέφτω σε κόμμα και δεν θυμάμαι τίποτα). Σε αυτό, πέφτω που λες από ψηλά. Από ψηλά. Απότομα και εντελώς αναπάντεχα. Κάθε φορά, ξυπνάω αμέσως από το τίναγμα και δεν μαθαίνω τι γίνεται αφού πέσω. Πάντως η εικόνα είναι μία: Εγώ, από ένα εξόχως υψηλό ύψος, πέφτω. Δεν είμαι σίγουρη αν με ρίχνει κάποιος ή πέφτω μόνη μου. Πάντως, πέφτω. Και ξυπνάω τρομαγμένη. Και ναι, προτιμώ τις φάσεις που βλέπω ότι τελικά το lost ήταν μία αυταπάτη και όλοι πέθαναν. 

Υ.Γ.: Δεν κάνω σπόιλερ.

Η φωνή που δε βγαίνει, για τον Ηλία Αναστασιάδη

Στην αυλή της γιαγιάς μου. Παίζω μπάσκετ στην ξεχαρβαλωμένη μπασκέτα με μια μπάλα ποδοσφαίρου και μετά από ένα μπάσιμο, γυρίζω πίσω για να ξαναπάρω φόρα. Μόνο που πίσω είναι ένας τεράστιος τύπος με μούσια και ένα τσεκούρι στο δεξί χέρι. Μοιάζει με τον Bear Gerhardt από τη δεύτερη σεζόν Fargo, μόνο που είμαστε στις αρχές των 90s και δεν υπάρχει Fargo. Ο τύπος, και μόνο που στέκεται εκεί, απειλεί. Εμένα, την μπασκέτα, τη γιαγιά μου, τους γονείς μου; Όλους και κανέναν συγκεκριμένα. Παγωμένος όπως τον κοιτάζω, βλέπω την εξώπορτα της γιαγιάς να ανοίγει και τη μαγκούρα της να ξεπροβάλλει. Προσπαθώ να της φωνάξω να κλείσει την πόρτα και να μείνει μες στο σπίτι. Φωνάζω, αλλά η φωνή δε βγαίνει. Λες και το τσεκούρι έκοψε τη μιλιά μου. Ξαναπροσπαθώ. Ακούγεται ένα άηχο “αααααααααααααα” που εκπέμπει από τις ψηλές και εξατμίζεται μισό μέτρο μακριά. Ευτυχώς, μετά τη μαγκούρα της γιαγιάς ξεπροβάλλει και το σπιτικό τσεκούρι που κρατάει στο άλλο χέρι και καταλήγει στο σβέρκο του Bear Gerhardt. Εγώ ακόμα προσπαθώ να βγάλω φωνή. 

Τα αθόρυβα ουρλιαχτά μου παίζουν σταθερά στους μισούς εφιάλτες που έχω δει έκτοτε, αλλά με διαφορετικά σενάρια. Προχθές, στ’ αλήθεια προχθές, είδα δυο φίλους από τη δουλειά ‘ντυμένους’ κλέφτες να πασχίζουν να μπουκάρουν στο σπίτι μου με ένα κοντάρι του επί κοντώ. Τι τηλέφωνα, τι αστυνομίες, τι φωνές προς τους γείτονες… Πουθενά δεν έβγαινε η φωνή. Καλά που δεν είχαμε όλα τα χρυσαφικά στο σπίτι.

Tο μεγάλο μήλο, για το Χρήστο Δεμέτη

 

Η ανάσα μου κόβεται κάθε φορά που πλησιάζει κατά πάνω μου το κόκκινο μήλο. Ένα τεράστιο κόκκινο μήλο, απειλητικό σαν κομήτης που θα σκάσει στη Γη, το είπαν στις ειδήσεις, είναι αναπόφευκτο, το τέλος φτάνει. Μα δεν φτάνει ποτέ.

Πλησιάζει το πρόσωπο μου και εκεί που είμαι σίγουρος πως θα με τσακίσει, οπισθοχωρεί. Ιδρώτας, αλλάζω πλευρό, ο πυρετός ανεβαίνει. Τώρα να, το μήλο με κοιτάζει, έχει και μάτια το διαολεμένο, μετράει την απόσταση και ετοιμάζει την επόμενη του κίνηση. Το εκκρεμές δεν σταματά ποτέ, όχι μάνα, δεν θέλω να φάω άλλη κομπόστα, αυτή η ξυνίλα στον λαιμό δεν φεύγει.

Φέρε μου ένα χαμομήλι και λίγο μέλι από το χωριό. Κοίτα με μάνα, έχω ένα χέρι. Το άλλο κόπηκε, πάει δεν το αισθάνομαι, δεν αισθάνομαι ούτε και πόνο. Και πώς θα προστατέψω το πρόσωπο μου από το μήλο τώρα, με δυο χέρια ξέρεις, ήταν πάντα καλύτερα. Κι αυτός ο θόρυβος στα αυτιά, χτυπάει πιο έντονα ανά τρεις χτύπους στην καρδιά και συνεχίζω να ιδρώνω. Πλημμύρα μαζί με φωτιά. Ξάφνου σηκώνομαι, όχι εγώ, ο άλλος μου εαυτός.

O άλλος που βλέπει με τα μάτια μου, είναι από πάνω μου, πάνω από το ακρωτηριασμένο μου κορμί και πετάει ξύνοντας με την πλάτη το μπεζ ταβάνι.

Φεύγει από το δωμάτιο, ανοίγει την πόρτα, ξεχύνεται στο στενό χολ. Η μάνα μαγειρεύει γεμιστά μέσα στη νύχτα. To χολ έχει γεμίσει πεσμένα φύλλα από τη φλαμουριά του κήπου, έπιασε φθινόπωρο, τα παράθυρα μπάζουν. Αυτά τα παράθυρα. Μέρες τώρα λέμε να τα μπαλώσουμε, πάει τώρα είναι αργά. Σε λίγο θα μας φάει το κρύο. Παγώνουν τα πόδια μου, παγώνει το σπίτι όλο.

Ο ιπτάμενος πιάνεται από το μήλο – εκκρεμές και βουτάει κατά πάνω μου.

Ιδρώτας, πυρετός, όχι άλλη κομπόστα, φτάνει. Δεν είμαι τριάντα χρονών, είμαι πάλι δέκα, σε ένα δωμάτιο πορνείου τώρα και δεν ξέρω τι κάνω εκεί. Τι θα έπρεπε να κάνω. Αισθάνομαι αθώος, είμαι αθώος, δεν έκανα τίποτα, αλλά για κάποιον λόγο θέλω να κλάψω. Μόνο αν κλάψω δυνατά θα με ακούσει κάποιος και θα με βγάλει έξω. Η γριά πόρνη με πλησιάζει και σφυρίζει ένα ρυθμό. Μου λέει να ηρεμήσω, σε λίγο θα ξημερώσει.

Τα πάντα σταματούν. Ακούω τον Μπομπ Μάρλει να τραγουδά, οι νότες έρχονται από ψηλά. Μετράω ως το δέκα, θα περάσει, το ξέρω. Κι ο Μπομπ επιμένει, δε λέει να σταματήσει. Τραντάζομαι. Βλέπω καλύτερα το μπεζ ταβάνι. Το μήλο δεν είναι εκεί, ούτε ο ιπτάμενος εαυτός μου. Μούδιασμα. Ψάχνω το αριστερό μου χέρι.

Είναι στη θέση του, δίπλα από εκείνη. Εκείνη που κοιμάται γαλήνια, χαμογελάει στον ύπνο της ενώ η κουβέρτα μας έχει υποχωρήσει στο ύψος της μέσης της. Θέλω να δω το πρόσωπο της, να σιγουρευτώ πως είναι αυτή που ξέρω. Τη φιλώ στο μέτωπο και βήχω απαλά να μην την ταράξω περισσότερο.

Πίνω νερό, πιάνω το κινητό τηλέφωνο μου στα χέρια και λέω στον Μάρλει να σταματήσει οριστικά να τραγουδά. Είναι αστείο να σου λέει κάποιος πως λάμπει ο ήλιος, ένα τόσο βροχερό πρωινό σαν αυτό.

Η πτώση με την μηχανή, για τον Δημήτρη Κουπριτζιώτη

Δεν είναι ότι έχω πέσει πολλές φορές αλλά έχω δει πολλές εκδοχές πτώσης με την μηχανή. Ανεβαίνω, φοράω κράνος, γάντια και ξεκινάει η πορεία. Σε κάποιο σημείο, τις περισσότερες φορές είναι δίπλα σε θάλασσα, συμβαίνει κατι. Διαφορετικό κάθε φορά. Την μια χαλάει το φρένο και δεν σταματάει, την άλλη γλιστράω κάπου και σέρνομαι στην άσφαλτο, την άλλη εμφανίζεται ένας κλόουν στην μέση του δρόμου. Εκεί είναι που ξυπνάω ιδρωμένος με ταχυπαλμίες. Όχι λόγω του κλόουν. Άλλες φορές το όνειρο φτάνει μέχρι την στιγμή που ο κόσμος μαζεύεται από πάνω μου και ρωτάει αν είμαι καλά ενώ εγώ ακούω ένα βουητό. Μια φορά μόνο η ιστορία είχε εξελιχθεί όμορφα, αφού μια όμορφη γυναίκα είχε κάτσει από πάνω μου για να δει αν είμαι καλά. Αυτό που με είχε συνεφέρει είναι το άρωμα της. Στο όνειρο σκεφτόμουν περισσότερο την μορφή της και την μυρωδιά που έβγαζε παρά το ατύχημα που είχα πάθει. Το παράδοξο είναι ότι καμία φορά δεν έχω δει στον ύπνο μου πτώση σαν αυτή που έχει συμβεί στην πραγματικότητα και μου στοίχισε ένα χειρουργείο. Μάλλον προσπαθεί το υποσυνείδητο μου να την ξεχάσει.

“Το email που δεν έχω στείλει”, ο Θέμης Καίσαρης

Δεν έχω κάτι στάνταρντ και δεν νομίζω πως είχα και ποτέ. Δεν έχω δει ποτέ πως πέφτω, αντιθέτως το αγαπημένο μου όνειρο, η απόλυτη αίσθηση ευφορίας είναι πως πετάω, σηκώνομαι απ’το έδαφος και αιωρούμαι. Τα άσχημα όνειρα είναι ίδιος. Άγχος. Εξετάσεις χωρίς να έχω διαβάσει, πράγματα που δεν έχω κάνει και θα έπρεπε, αποτυχία που θα πρέπει να διαχειριστώ κάτω απ’τις πιο δύσκολες συνθήκες. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει γίνει συγκεκριμένο, είναι κάτι που έχω αμελήσει να κάνω στη δουλειά. 

Βέβαια, η αλήθεια είναι πως 3-4 φορές δεν ήταν ακριβώς εφιάλτης. Είδα στον ύπνο μου ακριβώς αυτό που είχε συμβεί. Είχα ξεχάσει να στείλω ένα email, το είδα στον ύπνο μου, ξύπνησα και το έστειλα. Υπηρεσία υπενθύμισης, αφύπνισης, όλα μαζί. 

Κάποιες άλλες φορές ονειρεύομαι το κείμενο που έχω γράψει πριν πέσω για ύπνο και αλλάζω άποψη για κάτι, για τη δομή, για τον επίλογο. Ξυπνάω, σηκώνομαι, το αλλάζω, κύριος. 

ΥΓ. Δεν είναι τόσο άσχημα όσο ακούγονται. Θα μπορούσαν να είναι χειρότερα, να πιστεύω πχ πως στο Λοστ όλοι έχουν πεθάνει και τίποτα δεν ήταν αλήθεια. Έρρικα, πες μου πως δεν ισχύει ;