LONGREADS

Οι Αλβανοί βρήκαν τι να κάνουν τα μυστικά πυρηνικά τους καταφύγια

Ο Χότζα 'φύτεψε' στην χώρα του περίπου 750.000 τσιμεντένια πολυβολεία και καταφύγια, τα οποία πλέον φιλοξενούν μουσεία, συναυλιακούς χώρους, ξενώνες και εστιατόρια.

Όλα ξεκίνησαν όταν ο Χότζα, μετά από ένα ταξίδι του στη Βόρεια Κορέα, αποφάσισε ότι πρέπει να θωρακίσει κάθε σπιθαμή της ‘ερμητικά κλειστής’ χώρας του από τους εξωτερικούς εισβολείς που δεν ήρθαν ποτέ. Οπότε και επιστράτευσε τον Josif Zagali, ένα -εκπαιδευμένο στη Σοβιετική Ένωση- μηχανικό που του έφτιαξε το πρώτο ‘μανιτάρι’. Μάλιστα, για να τεστάρει ότι όντως αντέχουν σε επίθεση από βλήμα άρματος, όπως του ορκιζόταν ο ταλαίπωρος Josif, τον έβαλε μέσα και διέταξε να γίνει η σχετική δοκιμή.

(φωτογραφία Elian Stefa, Gyler Mydyti/Concrete Mushrooms Project)
Ο Josif βγήκε από μέσα σώος (πάσχοντας μόνο από προσωρινή απώλεια ακοής) και, τότε, ο Χότζα διέταξε επιτόπου την μαζική κατασκευή τους. Σπαταλώντας, τα επόμενα 20 χρόνια, περίπου 2% του ΑΕΠ ετησίως (που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να λύσει άλλα προβλήματα, όπως αυτό της στέγασης του λαού του) χτίζοντας ολόκληρα λιβάδια από αυτά σε βουνά, παραλίες και τριγύρω από τα Τίρανα.

(φωτογραφία Elian Stefa, Gyler Mydyti/Concrete Mushrooms Project)

Για την ακρίβεια υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί ένα καταφύγιο για κάθε 4 Αλβανούς και ότι κόστισαν δυο φορές παραπάνω όσο η περίφημη Γαλλική Γραμμή Μαζινό-φιάσκο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

(Για την ιστορία να πούμε πως ο μηχανικός τελικά, λόγω της παράνοιας του δικτάτορα, βρέθηκε στη φυλακή για 8 χρόνια επειδή θεωρήθηκε κατάσκοπος, η γυναίκα του τρελάθηκε και η κόρη του πέθανε. Μια τραγική ιστορία που έγινε ταινία με το όνομα Kolonel Bunker)

Εννοείται πως τα πολυβολεία αυτά δεν είδαν ποτέ δράση. Για την ακρίβεια δεν είδαν ποτέ το είδος ‘δράσης’ που επιθυμούσε ο δημιουργός τους αφού κατέληξαν -σε μια συντηρητική χώρα όπου δεν κυκλοφορούσαν ποτέ πολλά αυτοκίνητα- να είναι de facto το πιο δημοφιλές σημείο για να χάσει ένα ζευγάρι την παρθενιά του.

Ένας Αλβανός χάνει την παρθενιά του σε κάποιο πολυβολείο του Χότζα τόσο συχνά όσο ένας Αμερικάνος στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου

Όπως και να’χει, όμως, τα 700-750.000 αυτά πολυβολεία (κανείς δεν ξέρει πόσα είναι, λόγω της μυστικοπάθειας του καθεστώτος) αποτελούν πλέον το πιο διαχρονικό κομμάτι της κληρονομιάς που άφησε πίσω του ο Χότζα (κυρίως επειδή είναι πολύ κοστοβόρο να κατεδαφιστούν). Καθώς επίσης το πιο δημοφιλές σουβενίρ. Ειδικά τα τασάκια που γράφουν πάνω ‘Χαιρετίσματα από τη χώρα των καταφύγιων. Υποθέτουμε ότι δεν μπορούσες να αγοράσεις ένα μεγάλο’

Τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατό του, όπως ήταν φυσιολογικό, χρησιμοποιήθηκαν για τα αυτονόητα. Δηλαδή ως στάβλοι για τα ζώα, ως κατοικίες για αστέγους ή για να φτιάχνουν σπιτικό ρακί. Στη συνέχεια μπήκαν στο παιχνίδι οι καλλιτέχνες, που άρχισαν να τα χρησιμοποιούν ως καμβάδες για τα έργα τους ή για να διοργανώνουν μουσικά φεστιβάλ όπως το Bunkerfest.

Ενώ επίσης κυκλοφόρησε σχετικό coffe table book με τίτλο Concrete Mushrooms. Reusing Albania’s 750,000 Abandoned Bunkers (που περιλαμβάνει και μοντέλα για την μετατροπή τους σε bed & breakfast, με κόστος μόλις 150 ευρώ) και το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ ‘Mushrooms of Concrete’

Πιο πρόσφατα, όταν ο πυρετός του καπιταλισμού χτύπησε κόκκινο, άρχισε η πραγματική εμπορική εκμετάλλευσή τους. Καθώς επίσης, το κυριότερο, η συμφιλίωση του κόσμου με την ύπαρξή τους και την ιστορική σημασία τους.

Στόχος μας είναι να συμφιλιωθούν οι Αλβανοί με την ιστορία τους και το παρελθόν τους. Δεν μπορείς να προχωρήσεις μπροστά αν δεν γνωρίζεις το έδαφος στο οποίο βρίσκονται οι ρίζες σου’, δηλώνει ο Ιταλός curator του Bunk’Art. Ενός μεγαλεπίβολου project που περιλαμβάνει τόσο το BUNK’ART 1,το multimedia museum που άνοιξε τον Νοέμβριο του 2014 μέσα στο ‘πεντάστερο’ προσωπικό πυρηνικό καταφύγιο του Χότζα στα προάστια των Τιράνων, το οποίο παρέμεινε επτασφράγιστο μυστικό μέχρι και πριν από λίγα χρόνια.

Ένα πενταώροφο υπόγειο μεγαθήριο με 106 δωμάτια που έχουν διατηρηθεί όπως ήταν, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται μια τεράστια αίθουσα, που πλέον χρησιμοποιείται για συναυλίες jazz.

Όσο και του πιο ‘ντιζαινάτου’ BUNK’ART 2 που άνοιξε πριν από λίγους μήνες στο κέντρο της πρωτεύουσας και εστιάζει στην ιστορία του Αλβανικού Υπουργείου Εσωτερικών, στα μυστικά (επίσης τα βασανιστήρια) της διαβόητης μυστικής αστυνομίας Sigurimi και στα θύματα της.

Και τα δυο, πλέον, αποτελούν απαραίτητες πολιτιστικές στάσεις για κάθε τουρίστα που επιθυμεί να καταλάβει γιατί αυτή η μικρή χώρα στα παράλια της Αδριατικής είναι γεμάτα από τόσα τσιμεντένια μανιτάρια.

Τα περισσότερα εκ των οποίων, προς αποφυγή παρεξήγησης, είναι απλώς μικρά πολυβολεία που χωράνε ίσα ίσα δυο άτομα (και που αποτελούν περιουσία της κυβέρνησης, η οποία δεν πολυασχολείται μαζί τους-πέρα από το να σε φορολογήσει αν τα χρησιμοποιήσεις για κάτι προσοδοφόρο). Αν και, γενικότερα, έβγαιναν σε 2-3 μεγέθη ανάλογα με τις ανάγκες που καλούνταν να εξυπηρετήσουν.

(φωτογραφία Stelios Lazakis)
Όσον αφορά τις εμπορικές χρήσεις τους, αυτές ξεκινούν -σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ της Guardian– από gourmet ψαρογαφικά εστιατόρια όπως το Lalaia στο Δυρράχιο, ένα από τα πρώτα του είδους του που άνοιξαν στην χώρα, δίπλα στο οποίο βρίσκεται αντίστοιχα μια πιτσαρία και ένα bar. Ενώ, στα πλαίσια της πολύμηνης έρευνάς του για το project Concresco, o φωτογράφος David Galjaard βρήκε πολλά ακόμη που έχουν μετατραπεί σε μαγαζιά και ταβέρνες, καθώς επίσης και σε tatoo studio.

Δυστυχώς δεν έχει σταθεί ακόμη εφικτό -παρά αρκετές σχετικές προσπάθειες- να ανοίξει ένα hostel ή ξενοδοχείο σε κάποιο από αυτά, κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους τους, καθώς επίσης του γεγονότος ότι δεν έχουν τρεχούμενο νερό και αποχέτευση και, το κυριότερο, μπάζουν. Γιατί ναι μεν είναι ανθεκτικά, αλλά η καλή μόνωση δεν ήταν προφανώς στις προτεραιότητες του κατασκευαστή τους.

(φωτογραφία Adnan Asllani)
Eπίσης δεν είναι όλα άδεια, με πιο γνωστή ιστορία αυτή όπου μέσα σε ένα από αυτά βρέθηκαν το 2004 ξεχασμένοι 16 τόνοι από αέριο μουστάρδας. Αν και μάλλον πιο επικίνδυνα -για τους κατοίκους- είναι τα φαντάσματα που κρύβουν μέσα τους. Μια εποχής τρόμου που πέρασε και, για πολλούς, μιας παρθενίας που χάθηκε πρόωρα ή άδικα.