ORIGINALS

Οι αναμνήσεις ενός μαμάκια

Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ τιμούν και φέτος τις μητέρες τους και γι'αυτό γράφουν τις καλύτερες αναμνήσεις τους.

Για κάποιους από εμάς, κάθε μέρα είναι ημέρα της μητέρας. Τιμώντας τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν, οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ μοιράζονται την αγαπημένη τους παιδική ανάμνηση από τη μητέρα τους, και μαζί από ένα ανεκτίμητο φωτογραφικό κειμήλιο.

Αυτοί είμαστε. Κι αυτές είναι οι μητέρες μας.

To φραπόγαλο της ειρήνης για τον Πάνο Κοκκίνη

Ο φραπές. Αυτός που μου έφερνε όποτε της τον ζητούσα, πρωί, μεσημέρι και απόγευμα, μέχρι που έφυγα από το σπίτι για να παντρευτώ. Ακόμη και όταν ήμασταν ‘σκοτωμένοι’. Ακόμη και αν, όπως μου τον σέρβιρε, ταυτόχρονα με έβριζε (βλέπε χαραμοφάης, τεμπέλης, κτλ). Το ξέρω ότι δεν είναι και πολύ ‘ποιητική’ η εικόνα. Και, προς στιγμήν, σκέφτηκα να γράψω κάτι άλλο. Π.χ. για το πως έβαλε λυτούς και δεμένους για να μου βρει -μέσα σε 24 ώρες- μέσο όταν την πήρα τηλέφωνο από το αντιτορπιλικό που με είχαν πετάξει κλαίγοντας. Ή για το αγαπημένο μου γλυκό ψυγείου που μου έφτιαχνε κάθε φορά που έλειπα από το σπίτι πάνω από ένα βράδυ. Όμως, η αλήθεια είναι, ότι ο φραπές από τα χεράκια της είναι αυτό που θυμάμαι. Δεν ξέρω γιατί και πως, αλλά έχω συνδέσει το να μου φτιάχνουν καφέ με ένδειξη αγάπης. Σε τέτοιο σημείο που, όταν η γυναίκα μου, από τότε που ήρθε η κόρη μου και μετά, σταμάτησε να μου το κάνει, της το κρατάω μανιάτικο. Δεν τρέχει, όμως τίποτα. Σε 1-2 χρόνια ελπίζω να εκπαιδεύσω την μικρή στο άθλημα.  

Οι σκοπιές της Μαργαρίτας για τον Ηλία Αναστασιάδη

Δεν μου άρεσε σαν ιδέα. Μου έσπαγε τα νεύρα. Μπορώ όμως μετά από τόσα χρόνια να καταλάβω το μέγεθος της αγάπης και τους λόγους που γινόταν. Τι γινόταν; Γινόταν ότι η μαμά μου στα χρόνια του λυκείου που έκανα τα πρώτα μου ξενύχτια, δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί πριν γυρίσω στο σπίτι. Το φως του σαλονιού ήταν πάντα ανοιχτό, φαινόταν ξεκάθαρα στη Βουλιαγμένης, αλλά εκτός από τους επίδοξους κλέφτες, η Μαργαρίτα μπλόκαρε και τον ύπνο της, περιμένοντας να γυρίσω σώος. Και καλά να γυρνούσα τα μεσάνυχτα ή κατά τη 1. Τις φορές που γυρνούσα στις 4 ή στις 5, πώς άντεχε; Τα γράφω και ακούω για Cardigans (για κάποιο λόγο που αποφάσισε το Spotify) και συγκινούμαι. Από το πανεπιστήμιο και μετά, η μητέρα μου χαλάρωσε ή έκανε ότι χαλάρωσε και κοιμόταν κανονικά όσο ήμουν έξω για να επιστρέψει πιο δυναμικά από ποτέ όταν πήγα φαντάρος. Εντάξει, εκεί δεν φοβόταν τίποτα, αλλά τις φορές που αν δεν μιλούσα με κάποιον, θα κοιμόμουν στη σκοπιά, η Μαργαρίτα είχε το τηλέφωνο παραμάσχαλα και δεχόταν καμιά μεταμεσονύκτια κλήση πού και πού. Ευτυχώς που δεν έκανα και πολλές σκοπιές δηλαδή.

Τα δάκρυα συγκίνησης της Γιωργίας για τον Γιώργο Μυλωνά

Είμαι μοναχοπαίδι, γιος ναυτικού με μητέρα από την Κρήτη. Συμπέρασμα; Κακομαθημένο από τα λίγα. Μέχρι τα 25 μου δεν είχα κουνηθεί ούτε για να μου βάλω ένα ποτήρι νερό από την κουζίνα. Πήγαινα καμιά φορά στο σούπερ μάρκετ πιο πολύ επειδή αν πήγαινα μόνος μου θα είχα την δυνατότητα να αγοράσω ό,τι ήθελα, παρά για να βοηθήσω την οικογένεια μου. Στα 25 μου, λοιπόν, έτυχε να πάω για μερικούς μήνες στο Δουβλίνο και να μείνω μόνος. Η ανάγκη με έμαθε να πλένω ρούχα, να μαγειρεύω, να σφουγγαρίζω και ό,τι άλλο αναγκάζεται να κάνει ένας άνθρωπος που ζει μόνος. Από κεκτημένη ταχύτητα, μόλις γύρισα στο σπίτι των γονιών μου συνέχισα -έστω για μερικές εβδομάδες- να πλένω τα πιάτα και να κάνω αρκετές δουλειές του νοικοκυριού χωρίς να μου το ζητήσει κανείς. Την πρώτη φορά που με είδε η μάνα μου να πλένω τα πιάτα, έβαλε τα κλάματα. Βοήθησε σε αυτό και μια συζήτηση μεταξύ μας στην οποία της εξήγησα πως κατάλαβα τι ανεπρόκοπος ήμουν τόσα χρόνια και ότι θα την βοηθούσα από εκεί και πέρα όσο περισσότερο μπορούσα στις δουλειές του σπιτιού. Δεν πίστευε σε αυτά που άκουγε και έβλεπε και έχοντας κρατήσει μόνης της το σπίτι τόσα χρόνια, ελέω της δουλειάς του πατέρα μου, συγκινήθηκε, με αποτέλεσμα να με πάρουν και εμένα τα ζουμιά και να κλαίμε αγκαλιασμένοι παρέα.

“Φοβόταν τα μυρμηγκάκια” ο Θανάσης Κρεκούκιας

Τη μαμά την γνώρισα όταν ήμουν τεσσάρων. Τελείως τυχαία. Είχε έρθει στο Κέντρο Βρεφών “η Μητέρα”, συνοδεύοντας μια φίλη της που έψαχνε παιδάκι για υιοθεσία. Κάποια στιγμή που καθόταν στον κήπο και περίμενε τη φίλη της, την πλησίασα και της είπα εμπιστευτικά ότι “φοβόμουν τα μυρμηγκάκια”. Συγκινήθηκε η μαμά, το είπε στον μπαμπά και την επόμενη φορά ήρθαν μαζί, χωρίς τη φίλη της, ψάχνοντας εμένα. Σε εκείνον τον κήπο, που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο μέσα στο μυαλό μου τον είχα ονομάσει “το μπλε”, ανταλλάξαμε τα πρώτα χαμόγελα, τα πρώτα χάδια, τις πρώτες αγκαλιές. Ξανάρθαν κι άλλες φορές, χωρίς εγώ να ξέρω ότι είχαν σκοπό να με πάρουν μαζί τους. Και μια μέρα, με ρώτησαν αν ήθελα να είναι οι δυο τους η μαμά και ο μπαμπάς. Για πάντα. Μου είχαν φέρει και ρούχα. Καινούργια. Ναυτικά. Όταν βγήκαμε από την πύλη, με κρατούσαν και οι δυο από το χέρι. Και με πήγαν για πάστα σοκολατίνα. Δεν ξεχνιούνται αυτά φίλε μου. Δεν ξεκολλούσα από δίπλα τους. Κυρίως από τη μαμά. Και ήταν εκείνη τη μέρα που σταμάτησα να φοβάμαι τα μυρμηγκάκια…

Μια πρωτοχρονιά και τόσες άλλες νύχτες για τον Γρηγόρη Μπάτη

Θυμάμαι μια πρωτοχρονιά πριν από 20 χρόνια. Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ο κόσμος ήταν έτοιμος να γιορτάσει, να γλεντήσει, να παίξει κανά χαρτί, να ευχηθεί και να πιστέψει πως το νέο έτος θα είναι (σαφέστατα) καλύτερο. Στη γειτονιά μας είχαν ξεκινήσει προεργασίες για το ρεβεγιόν και μαζί μ’ αυτές ήρθε δυστυχώς κι ένας αναπάντεχος πυρετός. Ένας πυρετός που με βρήκε να κάνω Πρωτοχρονιά μαζί με τη μητέρα μου στο κρεβάτι. Εγώ να ψήνομαι και εκείνη από πάνω, να μην νοιάζεται για γλέντια, γιορτές, χαρές. Θα πεις “που βρίσκεις το αλλόκοτο, στο μια μητέρα να προσέχει το παιδί της;” και θα συμφωνήσω. Δεν είναι δα και τίποτα φοβερό. Το τρομερό και το ασύλληπτο στην όλη ιστορία και γενικότερα στις ιστορίες με τις μαμάδες, είναι πως αυτή η θυσία είναι καθημερινή, είναι ανιδιοτελής, είναι φυσιολογική και στην πραγματικότητα δεν είναι λογίζεται ως “θυσία” από μέρους τους. Κι αν θες πες με μαμάκια, αλλά δύσκολα να βρεις στη ζωή σου άνθρωπο που θα θυσιάζεται για σένα και δεν θα το ζητά πίσω. Είτε η θυσία αφορά ξενύχτια, είτε διακοπές, είτε διασκέδαση, είτε την ίδια τη ζωή, όπως στην Μάνα του Μάξιμ Γκόρκι για παράδειγμα.

Η Καίτη έδιωχνε πάντα τις άσχημες σκέψεις του Μάνου Μίχαλου

Ο χαμένος αδερφός Ηλίας μίλησε για τις σκοπιές, όποτε για την άγρυπνη φρουρό Καίτη Μίχαλου θα πρέπει να διαλέξω κάποια διαφορετική ανάμνηση. Ευτυχώς δεν έχω λίγες. Θα μπορούσα να πω για τις διαδρομές με το λεωφορείο για να φτάσω προπόνηση στον Πειραιά (έχοντας αφετηρία τη Γλυφάδα), για τα καλοκαίρια που περνούσα μαζί της και όχι με τον πατέρα μου λόγω ταξιδιών του, για τις 1000 φορές που τη στεναχώρεσα και καμία από αυτές δεν μου το γύρισε πίσω. Αλλά θα επιλέξω τα βράδια που ξυπνούσα είτε από ένα κακό όνειρο, είτε από μια άσχημη σκέψη.

Εκείνη ερχόταν δίπλα μου για να με ηρεμήσει, για να με πείσει ότι δεν θα τη χάσω, ότι και εκείνη και ο πατέρας μου θα μεγαλώνουν μαζί μου, για να διώξει κάθε εφιάλτη που έχει ένα παιδί καθώς γνωρίζει θνητές έννοιες της ζωής. Καθόταν και περίμενε να με πάρει πάλι ο ύπνος και έφευγε μόνο όταν ήταν σίγουρη πως πέρασα και αυτήν την πίστα. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τώρα αυτή η ανάμνηση με φέρνει σε ισορροπία και παρότι δεν έπεσε 100% μέσα, μου αρκεί που εκείνη είναι εδώ και με βλέπει να περνάω πίστες, ελπίζω όπως θέλει και όπως περιμένει από εμένα.

Τα πρωινά στο αυτοκίνητο για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

Είναι σίγουρα η πρώτη φορά που γράφω ή λέω για αυτά τα πρωινά. Από το σπίτι μας στη Βούλα μέχρι το σχολείο στην Παλήνη, εγώ, η αδερφή μου η Εύα και η μαμά μου η Έτα. Παρένθεση να πω ότι πήγα να γράψω “η μητέρα μου” γιατί είναι ορθότερο κειμενικά αλλά ποιον κοροϊδεύουμε. Μαμά τη λέγαμε όταν ήμασταν παιδιά, μαμά μου είναι και τώρα. Ούτε μητέρα, ούτε μάνα. Μαμά. Κάθε πρωί λοιπόν ξεκινούσαμε ένα ατελείωτο ταξίδι στη Βάρης Κορωπίου και τη Λαυρίου, ένα ταξίδι συχνά με νύστα και βαρεμάρα αλλά πάντα με τη μαμά στο τιμόνι. Να τραγουδάμε σαν χαζοί τα νέα τότε τραγούδια του Δάντη από “το Κούρεμα”, να χαχανίζουμε σε κάθε ευκαιρία, να περνάμε χρόνο μαζί. Και σίγουρα είναι στιγμές που δεν έχουν κάποιο pick, είναι στιγμές που μοιάζουν λίγες μπροστά στα άλλα, τα μικρά και τα μεγάλα που εκείνη ήταν πάντα δίπλα μου. Μπροστά στις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου που ήταν εκεί. Μπροστά στην πιο δύσκολη στιγμή στη δική της ζωή που επέλεξε να κρύψει από τον γιο της για να μην τον στεναχωρήσει. Τις στιγμές αυτές στον σκαραβαίο του 70 δεν θα τις βρεις στο φωτογραφικό άλμπουμ της παιδικής μου ηλικίας. Αλλα είναι απλές καθημερινές στιγμές που νοσταλγώ πολύ. Αυτή η ώρα που πέρναγα μαζί της κάθε πρωί (κι αντίστοιχα με τον πατέρα μου στα δύο πρώτα χρόνια της σχολής) είναι σίγουρα απλοϊκή. Αλλά όλο και κάποιος θα εχει πει κάποτε ότι η αγάπη κρύβεται στα πιο μικρά και απλά. Σε κάτι στιγμές στην κίνηση της Βάρης Κορωπίου με το ραδιόφωνο να παίζει κάποια χαζομάρα και τη μαμά μου να τραγουδάει για να κάνει τα παιδιά της να γελάσουν.

Μια Κιβωτός για τον Θέμη Καίσαρη

Σταματούσα να μιλάω μόνο όταν μου το έλεγε εκείνη ή όταν έπρεπε να κοιμηθώ. Η ίδια μου λέει πως μιλούσα ακατάπαυστα και τις έλεγα ιστορίες ενώ με ετοίμαζε για ύπνο και σταματούσα ακαριαία όταν μου έλεγε “καληνύχτα”. Μόλις με ξυπνούσε το πρωί, σηκωνόμουν κι έλεγα “λοιπόν, όπως σου έλεγα χθες” και συνέχιζα την ιστορία ακριβώς από εκεί που την είχα αφήσει. Κι εκείνη με άκουγε, συζητούσαμε. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς σταμάτησα να τη λέω “μαμά” και επέλεξα το μέχρι και σήμερα αγαπημένο μου “μάνα”. Όμως, λογικά θα πρέπει να ήταν την ίδια εποχή που άρχισα να της μιλάω λιγότερο. Εφηβεία, τα ξέρετε. Κάπου εκεί στο γυμνάσιο προς λύκειο πλέον δεν συζητούσαμε ακατάπαυστα στο αυτοκίνητο, πλέον ήμουν πιο κοφτός, χωρίς απαραίτητα να έχω κάτι. Συμφωνώ με τον Χρήστο, οι διαδρομές στο αυτοκίνητο δεν χρειάζονται pick. Ήταν μαγικές, είτε την εποχή που μιλούσα πολύ, είτε όταν ήταν μαζί η αδερφή μου και έπαιζε non stop η κασέτα με το “Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ” ή οτιδήποτε είχε μέσα τη φωνή της Χαρούλας, είτε όταν απλώς έπαιζε κάτι στο ράδιο και δεν μιλούσε κανείς.

“Έχω μια κιβωτό, που πιάνει τα εκατό κι από τα φινιστρίνια, μαύρα νερά, λουστρίνια, τα κοιτώ” και “μη σε νοιάζει, μη σε νοιάζει, και με ζέστη και κρύο, μη σε νοιάζει, τι σε νοιάζει, με το πρώτο μας ρεπό”.