ORIGINALS

Οι τρεις χειρότεροι εφιάλτες του Γιώργου Αυτιά

Δεν θα άντεχες ούτε μια νύχτα στο πονεμένο του μυαλό.

Ζητήσαμε από τον Γιώργο τον Αυτιά να μας μιλήσει για τους χειρότερους εφιάλτες που έχει δει ποτέ, για εκείνα τα παράλογα όνειρα που τον έκαναν να στριφογυρίζει όλο το βράδυ στο κρεβάτι του, παρακαλώντας την Παναγιά να διώξει τους δαίμονες που κυρίευαν τη σκέψη του.

Θυμήθηκε τα τρία πιο τρομακτικά όνειρα που είδε πρόσφατα και δέχτηκε να μας τα περιγράψει με δικά του λόγια.

Τι να πούμε εμείς γι’ αυτό; Μόνο ένα μεγάλο “ευχαριστώ”.

“Ευχαριστώ”.

Εφιάλτης 1

“Είναι Χριστούγεννα, η μέρα που γεννήθηκε ο Χριστός μας, μέρα άγια φίλες και φίλοι, προσέξτε, μέρα σημαντική, μέρα μεγάλη, να είστε καλά, χρόνια πολλά στην Ελλάδα μας που γιορτάζει, χρόνια πολλά σε όλους σας, είμαι στο γηροκομείο, μοιράζω δώρα στους παππούδες μας, στις γιαγιάδες μας, στις γερόντισσές μας μωρέ και τι βλέπω;

Βλέπω γύρω μου, κοιτάζω γύρω μου, και ξέρετε τι γίνεται; Ε; Ξέρετε; Δεν με αναγνωρίζει κανείς. Ούτε ένας, φίλες και φίλοι, ούτε καν ο πιο ετοιμοθάνατος. Πιάνω μία γερόντισσα, “γιαγιάκα της λέω, εγώ είμαι γιαγιάκα, ο Γιώργης ο Αυτιάς, ο κύριος και σωτήρας σου, ο άνθρωπος που θα ήθελες για γιο σου, ο γιος σου που θα ήθελες για άντρα σου, ναι, είναι ανώμαλο αυτό, αλλά πρόσεξε, είμαι ο Γιώργης ο Αυτιάς γιαγιάκα, με αναγνωρίζεις, με θυμάσαι;”. Δεν μου μιλάει. Γύρω μου γεμάτο παππούδες, συνταξιούχους, πού τι θέλουνε και αυτοί μωρέ; Ε; Τι θέλουνε κυρία Μέρκελ, κύριε Σόιμπλε, κύριοι της Τιμισοάρα, εκεί που το αεροπλάνο μας περίμενε 40 ώρες, προσέξτε, 40 ώρες μέσα στο κρύο, ξεπάγιασε, τι θέλουνε; Θέλουνε δυο δραχμές μωρέ, δυο δραχμούλες να κάνουν ένα δώρο στο εγγονάκι τους, να τι θέλουνε, δυο δραχμές, να τα βάλουνε μέσα απ’ το στριγκάκι της νοσοκόμας, να πιάσουν λίγο βυζάκι, πριν πεθάνουν, ή του νοσοκόμου, εγώ δεν κρίνω κυρίες και κύριοι, εγώ δεν κρίνω, αλλά εδώ μας έφτασαν οι κυβερνήσεις της αριστεράς, εδώ μας έφτασαν τα νέα έθιμα, το σύμφωνο συμβίωσης και όλα αυτά τα πρωτάκουστα, τα ασύλληπτα θα λέγαμε πράγματα, ε;

Ε; Ε;

Φωνάζω λοιπόν στους παππούδες, φωνάζω “εσείς με αναγνωρίζετε καλοί μου φίλοι, καλοί μου εσχατόγεροι, με θυμάστε”;

Τίποτα πάλι. Πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Πιάνω ξανά τη γερόντισσα, την πιάνω και της λέω “θα σου κόψω τη σύνταξη γιαγιούλα, εγώ προσωπικά ναι, αν δεν με αναγνωρίσεις, θα σου την κόψω τη σύνταξη”. Βουβαμάρα, βουβάθηκε η γιαγιά, προσέξτε. Βουβάθηκε. Σάστισε καλοί μου φίλοι, ε;

Ξαφνικά τότε, από τον ουρανό, τι αρχίζουν να πέφτουν Αλέξη Μητρόπουλε; Αρχίζουν να πέφτουν μπαλόνια. Χιλιάδες μπαλόνια, πολύχρωμα, ε; Η μουσική δυναμώνει, παίζει Μπητλς, παίζει Μπητλς και Ρόλλινγκ Στόουνς, αυτά που ακούει η νεολαία μας, έτσι; Καλά δεν λέω κύριε Μητρόπουλε; Καλά δεν λέω, καλέ μου φίλε; Παντού γύρω μου νέοι, χορός, νιάτα παντού φίλες και φίλοι, να τα βλέπεις και να χαίρεσαι, νιάτα και τζελ στα μαλλιά, χαρούμενες φάτσες, μηχανάκια, σούζες φίλες και φίλοι του Μπίλια και του Χάλια μας, να κάτι σούζες, ε;

Δεν αντέχω. Θέλω να ξυπνήσω, θέλω να γλιτώσω. Τι εφιάλτης, φίλες και φίλοι. Προσέξτε. Τι εφιάλτης και ξέρετε γιατί; Γιατί οι γέροι δεν με αναγνωρίζουν; Δεν με αναγνωρίζουν οι γέροι και οι νέοι με θέλουν για παρέα.  Αυτό κι αν είναι απίστευτο, τρομακτικό.

Τελεία εδώ. Πάμε διάλειμμα.”

 

Εφιάλτης 2

“Είμαι στο στούντιο, με τον φίλο μου, τον Γιώργη τον Ρωμανιά, γεια σου Γιώργη, γεια σου Γιώργη Ρωμανιά καλέ μου φίλε και ξαφνικά, ο φίλος μου, πρόσεξε τώρα, ε; Ο φίλος μου, ο Γιώργης ο Ρωμανιάς, τι μου λέει; Ε; Μου λέει “Γιώργο Παπαδάκη καλημέρα”, πρόσεξε, εμένα, τον άρχοντα της πρωινής ζώνης, μου λέει “Γιώργο Παπαδάκη καλημέρα”. Και αρχίζει και γελάει, έτσι; Πρόσεξε τώρα, αρχίζει και γελάει, σατανικά, και πιάνω εγώ το πάνω χείλι μου, το πιάνω και τι να δω; Ε; Το πιάνω και τι να δω;

-Τι είδες Γιώργο;

-Βλέπω…

-Ναι ναι..

-Βλέπω, να έχει αρχίσει…

-Ναι ναι ναι…

-Να μου φυτρώνει, μουστάκι.

-Τι μου λέτε;

-Αυτό ακριβώς καλέ μου φίλε, αυτό ακριβώς, που μιλάς σαν εμένα για κάποιο λόγο, μάλλον επειδή κοιμάμαι και ονειρεύομαι, αυτό ακριβώς βλέπω, μουστάκι να μου φυτρώνει και τα μαλλιά μου…

-Ναι ναι…

-Τα μαλλιά μου να έχουν πέσει. Να έχουν πέσει και εγώ να έχω παχύνει και να έχω αρχίσει να μοιάζω μ’ αυτόν τον εσχατόγερο, έτσι; Με τον Γιώργο τον Παπαδάκη, γεια σου Γιώργο, γεια σου δάσκαλε, φιλιά στον Γιώργο, φιλιά στους γιατρούς που θα του τα φάνε και σύντομα.

Έτσι;

Τώρα ξαφνικά είναι απόγευμα, τώρα είναι Τρίτη απόγευμα, πρόσεξε, είναι Τρίτη και δεν είμαι πια στην εκπομπή, έχω φύγει, έτσι; Έχω φύγει, δεν έχω εκπομπές καθημερινά και τι βλέπω; Ε; Ε;

-Τι βλέπεις Γιώργη;

Βλέπω την εφημερίδα, βλέπω τα νουμεράκια που έκανα το σαββατοκύριακο και είμαι δεύτερος και ποιον βλέπω πρώτο, ε; Ποιον βλέπω πρώτο Γιώργη Ρωμανιά, φίλε μου Γιώργη; Βλέπω τον Παπαδάκη, βλέπω τον δασκαλάκο μου τον Γιώργο τον Παπαδάκη και λέω πώς γίνεται αυτός, πώς γίνεται αυτός ο παλιόγερος, έτσι; Αυτός ο μουστακαλής ο εσχατόγερος να είναι πρώτος την Κυριακή χωρίς να έχει εκπομπή, χωρίς να έχει εκπομπή τα σαββατοκύριακα και να είμαι δεύτερος εγώ;

Άκου Γιώργο, άκου Γιώργο Παπαδάκη για να τελειώνουμε μία και έξω. Εγώ… εγώ είμαι απ’ τη Σάμο, εγώ… και μόλις το λέω αυτό, βλέπω, τι βλέπω κύριε Ρωμανιά μου, ε; Βλέπω την φωτογραφία του Παπαδάκη στην εφημερίδα να με κοιτάει, να με κοιτάει έτσι; Και να γελάει, ο φίλος μου, ο δάσκαλος μου ο Γιώργος ο Παπαδάκης να με κοιτάει και να γελάει με τα χάλια μου. Με τα χάλια μου που ήρθα δεύτερος πίσω απ’ αυτόν, χωρίς καν να έχει εκπομπή εκείνη τη μέρα, πρόσεξε, ε; Χωρίς καν να έχει εκπομπή.

Ε; Ε;

Ε;

Καλημέρα φίλες και φίλοι, η ώρα είναι 7 και 3 λεπτά, μόλις ξύπνησα, απ’ αυτόν τον φοβερό, απ’ αυτόν τον τρομερό εφιάλτη, ε; Καλημέρα στη Μακεδονία μας, στα νησιά μας, στην Τιμισοάρα, στη Σάμο, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, καλημέρα στις τράτες και στα ψαροκάικα, που δεν πιάνουν ψάρια, πηδάει ο Ζέππος και πιάνει καλαμάρια, ε; Να ένα καλάμι ο Ζέππος δυο μέτρα, τα ακούς Ζάεφ, ε; Τα ακούς; Δυο μέτρα ο Ζέππος το ψαροκάλαμο, καλημέρα φίλες και φίλοι, καλημέρα στο ψαροκάλαμο, καλημέρα Ζέππο, καλημέρα καπετάνιο μου.

Διάλειμμα και επιστρέφουμε”.

 

Εφιάλτης 3

“Τώρα είμαι στο γραφείο του Παναγιώτη του Ψωμιάδη, του φίλου μου, του Μακεδόνα, γεια σου Παναγιώτη, γεια σου λεβεντιά, να είσαι καλά καλέ μου φίλε, όπου κι αν βρίσκεσαι, όπου κι αν το βίντεο σου παίζει για πέντε μέρες ολόιδιο, κι ένας παλαβός, ένας παλαβός του μιλάει σαν να είσαι στο στούντιο μαζί του ζωντανά, καλημέρα.

Γράφει σε ένα χαρτί το όνομά μου και μου το δίνει. “Τι είναι αυτό;”, τον ρωτώ. “Τι είναι αυτό Παναγιώτη;”. Μου κάνει ένα νόημα, όλο νόημα.

“Πάρτο και πήγαινε το δίπλα”, μου λέει. Το πάω δίπλα, ανοίγω την πόρτα, τι να δω φίλες και φίλοι; Ένα δωμάτιο τεράστιο, προσέξτε, ένα δωμάτιο όπως αυτά που βλέπεις στα παλάτια. Τα ‘χασα, τα ‘χασα καλά μου προβατάκια που με βλέπετε τόσα χρόνια και βελάζετε χαρούμενα και με ευγνωμοσύνη, αυτό βλέπω, αλλά άδειο φίλες και φίλοι. Άδειο. Κλείνω την πόρτα και γυρίζω στο γραφείο του Παναγιώτη. Στη θέση του κάθεται ο Θοδωρής ο Ζαγοράκης. Ο Παναγιώτης πουθενά. Του δίνω το χαρτί, του δίνω το χαρτί και το σκίζει, το κάνει κομμάτια, χράτσα χρούτσα φίλες και φίλοι, χάλασε ο κόσμος, χάλασε ο ντουνιάς ολόκληρος.

Δεν μου το λέει, αλλά νιώθω ότι αυτό το χαρτί έγραφε ‘ευρωψηφοδέλτιο’, έγραφε “Γιώργης Αυτιάς, υποψήφιος ευρωβουλευτής, υποψήφιος σωτήρας της πατρίδας μας”. Πίσω από τον Ζαγοράκη κάθονται ποδοσφαιριστές, μοντέλα, άξιοι άνθρωποι της δουλειάς, του μεροκάματου, του μόχθου και με κοιτάζουν υποτιμητικά. “Δεν έχεις θέση εδώ μου λένε, φύγε Γιώργη”.

Σηκώνω το χαρτί από κάτω, σκύβω να μαζέψω τα κομματάκια του, προσπαθώ να τα κολλήσω. Μια γιαγιά, μια γερόντισσα καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται, μου δίνει τα δάκρυά της, μου δίνει τα τίμια δάκρυά της και ξέρετε τι μου λέει; Μου λέει “μ’ αυτά θα κολλήσεις Γιώργη τα χαρτάκια”. Τα κολλάω, το δίνω πίσω το χαρτί, το δίνω πίσω και ο φίλος μου ο Θοδωρής ο Ζαγοράκης, το ξανασκίζει και ξέρετε γιατί; Γιατί για να πας μπροστά σε ένα κόμμα, πρέπει να έχεις αλλάξει τουλάχιστον δυο έως τρία κόμματα, γιατί οι άνθρωποι της δημιουργίας, οι ελεύθερες φωνές, τρώνε πόρτα.

Τώρα είμαι κάτω απ’ το νερό. Κολυμπάω. Ένα χταπόδι με κυνηγάει, τώρα ένα καλαμάρι είναι πίσω μου, με έχει πάρει στο κατόπι, προσέξτε, είναι μεγάλο το καλαμάρι , φωνάζω “Ζέππο, Ζέππο”, πουθενά ο Ζέππος, δεν με σώζει τίποτα φίλες και φίλοι.

Ξυπνάω τρομαγμένος, ξυπνάω ιδρωμένος, είμαι μούρλια, τώρα είμαι γυμνός, μοιάζω σαν θεός φίλες και φίλοι, μυστικός, ερωτικός, μοιάζω με το υγρό όνειρο κάθε γιαγιάς. Πιάσε με γερόντισσα, πιάσε το χέρι μου και έλα να ξοδέψουμε μαζί το ΕΚΑΣ, πριν στο φάνε, πριν σου κόψουνε τα λαμόγια των Βρυξελλών τα αναδρομικά.

Ήρεμα γιαγιά όμως. Όχι στο στόμα”.