ORIGINALS

Όταν δάκρυσα για την ομάδα μου

Οι δημοσιογράφοι του ONEMAN θυμούνται εκείνες τις στιγμές που η ομάδα τους έκανε να δακρύσουν. Είτε από χαρά είτε από λύπη. Πάντα όμως από αγάπη για την #omadamou

Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες θα σου πουν ότι κανένα δημιούργημα δεν έχει αξία αν δεν προκαλεί κάποιο συναίσθημα. Για όλους εμάς που θεωρούμε το ποδόσφαιρο τέχνη, μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να πούμε ότι τα συναισθήματα που βιώνεις για την ομάδα σου από την στιγμή που αποφασίζεις να σταθείς στο πλευρό της και για όλη σου τη ζωή είναι μοναδικά και δύσκολα μπορείς να τα βιώσεις σε όλο τους το μεγαλείο σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα στη ζωή σου.

Για τις στιγμές του θριάμβου, για τις στιγμές του πόνου, για εκείνα τα χαμόγελα, για τις φωνές της οργής και την αγαλίαση της επίτευξης ενός στόχου ζούμε. Για να δει ο καθένας από εμάς την ομάδα του εκεί ψηλά που θέλει να την βλέπει. Για αυτά τα συναισθήματα πηγαίνουμε στο γήπεδο, γι’ αυτά τα συναισθήματα ξενυχτάμε κάποια βράδια, γι’ αυτά τα συναισθήματα κάνουμε τα πάντα για αυτή την ομάδα.

 

Τα κανάλια novasports ξέρουν ότι θα τα έκανες όλα για την ομάδα σου. Και με τον διαγωνισμό “Ομάδα είναι μόνο μία” καταφέρνουν να συγκεντρώσουν όλα εκείνα τα συναισθήματα που κρύβουμε για τις ομάδες μας μέσα σε μερικά βίντεο. Μπορείς κι εσύ να ανεβάσεις το δικό σου βίντεο εκφράζοντας την αγάπη για την ομάδα σου και να κερδίσεις μία από τις 10 ετήσιες συνδρομές στα κανάλια novasport ή ένα από τα 10 εισιτήρια διαρκείας για την αγαπημένη σου ομάδα. Ακόμα κι αν δεν θες να ανεβάσεις το δικό σου βίντεο, μόνο και μόνο με το να ψηφίσεις τις άλλες συμμετοχές για να αναδείξεις την καλύτερη, μπορείς να κερδίσεις ένα από τα εισιτήρια διαρκείας.

Εδώ στο Oneman σεβόμαστε απόλυτα το συναίσθημα αυτό. Και ξέρουμε, κάθε ένας από εμάς, πόσο σημαντική μπορεί να είναι η σχέση αγάπης που μπορείς να έχει κάποιος με την ομάδα του. Γι’ αυτό και είπαμε να μοιραστούμε μαζί σας κάποιες από τις στιγμές που δακρύσαμε για την ομάδα μας, ο καθένας. Ίσως σε αυτές τις στιγμές να βρεις και κάποια που σε έκανε κι εσένα να δακρύσεις.

Το πεταχτάρι του Πρίντεζη για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

 

Δεν λέω, έχω πανηγυρίσει πολλές φορές έξαλλα κάποιο γκολ του ποδοσφαιρικού Ολυμπιακού. Έχω ουρλιάξει, με έχει ακούσει όλη η γειτονιά, έχω κλωτσήσει πράγματα, όμως ποτέ δεν έχω δακρύσει. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τον μπασκετικό Ολυμπιακό. Βλέπεις με αυτή την ομάδα μεγάλωσα, όταν το ποδοσφαιρικό τμήμα βίωνε τα πέτρινα χρόνια του, το μπασκετικό πήγαινε από πρωτάθλημα σε πρωτάθλημα και πρωταγωνιστούσε στα Final 4. Η διάλυση αυτής της ομάδας με πόνεσε. Ο Κορυδαλλός, οι 50αρες στην Ευρωλίγκα, κάτι ανύπαρκτοι παίκτες που άλλες εποχές δεν θα φορούσαν τα ερυθρόλευκα ούτε ως βοηθητικοί στην προετοιμασία. Η αγαπημένη μου ομάδα είχε γίνει περίγελος. Ξαφνικά, η έλευση των Αγγελόπουλων έμοιαζε να τα αλλάζει όλα. Ο Ολυμπιακός διεκδικούσε ξανά την κορυφή με αξιώσεις κι έμοιαζε θέμα χρόνου η επιστροφή στα περασμένα μεγαλεία. Η ανυπομονησία και η απογόητευση των προέδρων όμως, το καλοκαίρι του 2011, απείλησε και πάλι να τα καταστρέψει όλα. “Φεύγουμε” είπαν και στο μυαλό μου επέστρεψε ο Κορυδαλλός, ο Γκούλιας και οι 50αρες. Εντέλει ο Ίβκοβιτς έφτιαξε μια αξιοπρεπή νεανική ομάδα, οι πρόεδροι δεν βρήκαν κάπου να δώσουν την ομάδα κι αναγκαστικά έμειναν και όλα έδειχναν ότι πάμε για μια χρονιά χρυσής μετριότητας. Όσο κυλούσε η σεζόν όμως φαινόταν ότι κάτι καλό γεννιέται. Ο στόχος της πρόκρισης στους 16 έγινε στόχος πρόκρισης στους 8, οι 8 έγιναν Final 4 και εκεί στόχος έγινε μια αξιοπρεπής παρουσία. Νομίζετε. Ο στόχος ήταν η επιστροφή στην κορυφή κι η πρόκριση στον τελικό αυτό έδειξε. Η απότομη προσγείωση στο πρώτο ημίχρονο με την ΤΣΣΚΑ με ξενέρωσε και με απογοήτευσε. Ναι, το ξέρω, λίγους μήνες πριν η ομάδα έμοιαζε έτοιμη να διαλυθεί και τελικά έφτασε στον τελικό της Ευρωλίγκας δείχνοντας εκτός των άλλων ότι έχει λαμπρόν μέλλον μπροστά της. Εγώ όμως ήθελα και το παρόν. Και τελικά το ήθελαν κι ο Σπανούλης, ο Σλούκας, ο Παπαπανικολάου, ο Μάντζαρης κι οι υπόλοιποι. Το θαύμα έγινε κι όταν ο Πρίντεζης έβαλε το νικητήριο πεταχτάρι διαδοχικά ούρλιαξα, άρχισα να τρέχω χωρίς λόγο, αγκάλιασα τους πάντες και τελκά ξέσπασα σε δάκρυα. Η ομάδα μου είχε επιστρέψει.

Το 1-2 του ΠΑΟΚ με την Τότεναμ στο White Hart Lane για τη Δώρα Τσαμπάζη

Η πρώτη μου εκδρομή στο εξωτερικό ως δημοσιογράφος, ήταν αυτή στο Λονδίνο με τον ΠΑΟΚ να κάνει το θεωρητικά αδύνατο. Ταξίδευα σε πτήση τσάρτερ με οπαδούς του ΠΑΟΚ, όταν κατά τη διάρκεια της πτήσης άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν όλοι ότι ο ΠΑΟΚ πάει για το διπλό. Το σκεφτόμασταν, μας ακουγόταν σχεδόν ακατόρθωτο, όμως συνεχίζαμε να επαναλαμβάνουμε τις σκέψεις μας, τις ελπίδες μας για ένα αναπάντεχο διπλό. Στο Λονδίνο, η Oxford Street, η Picadilly Circus είχε γεμίσει με Παοκτσάκια, το μετρό ήταν ασπρόμαυρο και η ελπίδα ότι πάμε για διπλό, σιγά σιγά άρχισε να γίνεται σιγουριά. Χωρίς καμία λογική βάση. Έτσι, κάτι σαν προαίσθημα. Τα δημοσιογραφικά στο White Hart Lane, είναι ακριβώς πίσω από τον πάγκο της Τότεναμ. Θυμάμαι ότι μετά το 0-2, είχαμε τόση αγωνία, που άλλαζε φανέλα μπροστά μας ο Μπέιλ και με τη Σοφία τη μοντέρ από το Paok Web tv, δεν μας συγκίνησε καθόλου το θέαμα, γιατί είχαμε τον πόνο μας, να κρατήσει ο ΠΑΟΚ το σκορ. Κάτι που φάνταζε τόσο δύσκολο, καθώς η Τότεναμ, αποφάσισε να ξυπνήσει μετά το εις βάρος της σκορ και άρχισε να απειλεί πραγματικά, ενώ εμείς είχαμε μια ενδεκάδα με μέσο όρο ηλικίας 30, να παλεύει να κρατήσει ένα σκορ από το 20′, να τους έχει βγει η γλώσσα και να φλερτάρουν με τη θλάση κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Ήταν τα 70 πιο μαρτυρικά λεπτά ποδοσφαιρικού αγώνα που έχω παρακολουθήσει και η πιο λυτρωτική σφυρίχτρα διαιτητή που έχω ακούσει ποτέ. Η αγωνία μετατράπηκε σε δάκρυα, αγκαλιαστήκαμε με τη Σοφία, κοροϊδέψαμε η μία την άλλη που μας πήραν τα ζουμιά και τρέξαμε γρήγορα για τη συνέντευξη Τύπου.

Ψάχνοντας ένα βιντεάκι από εκείνη τη βραδιά, έπεσα σε ένα ερασιτεχνικό που τράβηξε ένας συνάδελφος από τα δημοσιογραφικά. Διακρίνεται το ροζ σκουφάκι μου και η ξανθιά μου κώμη.

 

Μόνο δάκρυα χαράς για το Κουκάκι και τον Στέφανο Τριαντάφυλλο

Η ομάδα μου είναι το Κουκάκι. Λάθος. Η οικογένεια μου είναι το Κουκάκι. Ναι ξέρω τι θα πεις. Αλλά να σε προλάβω. Μεγαλώνοντας υποστήριζα κι εγώ μια ομάδα απ’ αυτές που ο κόσμος λέει “μεγάλες”. Καμία σχέση όμως. Ομάδα είναι μόνο αυτή της γειτονιάς σου. Ή αυτή που έχεις παίξει. Σ αυτή, λοιπόν. έπαιξε. Σ’ αυτή έκανα τον προπονητή. Σ’ αυτή προπονούμαι πλέον στα παραγοντιλίκια. Οπότε όλα αυτά τα χρόνια ζήσαμε χαρές και λύπες. Τα δάκρυα, όμως, ήταν μόνο χαράς. Στη λύπη το σύστημα έχει άλλες αντιδράσεις. Μια φορά θυμάμαι είχα κάνει ποδήλατο για 2 ώρες και 15 λεπτά για να μου ηρεμήσω. Μια άλλη είχα ξεριζώσει το εσωτερικό της πόρτας του οδηγού. Όσο για τη χαρά; Νίκες με buzzer-beater, προκρίσεις στα play-offs, νίκες παραμονής και το ρυθμικό “σωθήκαμε”, να βλέπεις τους μικρούς να μεγαλώνουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τρίποντο του Σιδερή στους Αχαρνείς. Χάναμε όλο το ματς κι εγώ το έβλεπα από την εξέδρα καθώς είχα αποβληθεί. Μόλις σούταρε λίγα μέτρα μπροστά του όρμησα και άρχισα να του ρίχνω μπουνιές, για άγνωστο λόγο. Το ίδιο και με το “διπλό” στο Μαρκόπουλο και την τριποντάρα του Πεζούλα. Το διπλό στο Χαλάνδρι με τον Μοσχονά να τους κάνει πλάκα φορώντας μάσκα. Ή η νίκη στα πλέι-οφ ανόδου με το τρίποντο του μικρού. Η ομάδα τελικά ανέβηκε φέτος. Η οικογένεια μες στο γήπεδο κι εγώ στην εξέδρα με κλειστή φωνή. Σφύριγμα λήξης: δέκα χρόνια προσπάθειας απέκτησαν νόημα και κάτι μαντράχαλοι να κλαίνε σαν μικρά παιδιά.

Στο Μουντιάλ του Γκρόσο το 2006 ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Είναι πολύ παράξενο, το ομολογώ, που τα εντονότερα οπαδικά μου συναισθήματα τα νιώθω για μια εθνική ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο δεν είναι το αγαπημένο μου άθλημα καν, και οι εθνικές διοργανώσεις σημασίας έρχονται ανά διετία. Είναι 20 μέρες κάθε 2 χρόνια, δηλαδή πόσο έντονα μπορείς να νιώθεις για μια τέτοια ομάδα που δεν είναι καν της χώρας σου, δεν έχεις δηλαδή καν μια καθημερινή τριβή; Ε, τι να πω. Δεν ξέρω. Υποθέτω τεράστιο κομμάτι αυτών των συναισθημάτων πηγάζει από το χαμένο πέναλτι του Μπάτζο, την πιο καθοριστική στιγμή που έχω βιώσει ως θεατής αθλητικών διοργανώσεων, κι έκτοτε έχει συντηρηθεί επειδή, σε αντίθεση με τους συλλόγους ή ακόμα και άλλες εθνικές που δεν έχουν τόσο ισχυρή ταυτότητα, η Εθνική Ιταλίας είναι, όσες δεκαετίες κι αν περάσουν, όπου κι αν βρεθεί το ποδόσφαιρο, εκπρόσωπος μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας που εμπεριέχει πολλά (όλα όσα!) που αγαπώ στο ποδόσφαιρο. Αν δεν με πιστεύετε ρωτήστε τον Θέμη και τους υπόλοιπους ανθρώπους του contra.gr. Τη μέρα που η Ιταλία αποκλείστηκε από την Ουρουγουάη στο τελευταίο Μουντιάλ βλέπαμε το ματς στο γραφείο. Με τη λήξη επέστρεψα στον υπολογιστή μου και για την υπόλοιπη μέρα δεν μου μίλησε άνθρωπος- υποθέτω πρέπει να έμοιαζα έτοιμος να εκραγώ.

Τελοσπάντων, η ουσία είναι πως για την ποδοσφαιρική Ιταλία νιώθω πράγματα. Όταν κερδίσαμε το Μουντιάλ με τη χειρουργική εκείνη ομάδα του Μαρσέλο Λίπι και τον Γκρόσο, τον ήρωα του ενός καλοκαιριού, και την Κουτουλιά, και όλα αυτά τα μυθικά, έκανα γύρους θριάμβου μες στο σπίτι βαρώντας ντουλάπια και πανηγυρίζοντας. Και πόσοι άνθρωποι άραγε μπορεί να μοιράζονται ένα τόσο συγκεκριμένο πάθος; Θα τους βρεις την άλλη μέρα στη δουλειά ή στη σχολή ή όπου βρεθείς; Μάλλον όχι. Ξέρεις σε κάτι τέτοια πως, στο βάθος, είναι μια στιγμή χαράς αρκετά μοναχική. Γι’αυτό και μετράει ένα τσικ παραπάνω.

Στο 5ο αστέρι του Παναθηναϊκού στο Βερολίνο ο Δημήτρης Κουπριτζιώτης

Και τα έξι τα αγαπάω. Το πρώτο το θυμάμαι πολύ αχνά. Περισσότερο θυμάμαι τον πατέρα μου να ουρλιάζει “Γιαννάκη είσαι βλάκας;” και μετά να έχει πέσει στα γόνατα και με σηκωμένα τα χέρια ψηλά να φωνάζει “Βράνκοβιτς! Βράνκοβιτς!” Το δεύτερο δεν το θυμάμαι καθόλου. Το τρίτο ήταν το πιο ανατριχιαστικό έτσι πως ήρθε μέσα στην Μπολόνια αλλά και πάλι ήμουν λίγο μικρός για να καταλάβω γιατί με αγκάλιαζαν άγνωστοι στην πλατεία του χωριού  Κυριακή του Πάσχα. Το 2007 μέσα στην Αθήνα άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι ο Παναθηναϊκός και τι είναι το μπάσκετ. Ένας Σισκάουσκας που ξελάσπωνε την ομάδα όταν έπρεπε και ένα ΟΑΚΑ να τραγουδάει ρυθμικά “Ομπράντοβιτς παρα παραμ περομ περομ”. Όμως το αστέρι που με έκανε να ανατριχιάσω, να δακρύσω και να το έχω στο μυαλό μου πάνω από όλα είναι εκείνο του Βερολίνου.  Ημιτελικός με τον Ολυμπιακό και ένας Σάρας να κάνει παπάδες. Έκσταση. Είχες και τον Μπουρούση να σου κουνάει τα δάχτυλα και αυτά τα πικαρίσματα κάνουν τις νίκες αξέχαστες. Τελικός με την ΤΣΣΚΑ και ένα μπάσκετ που όσες φορές κι αν το δω ανατριχιάζω. Στο τέλος του ημιχρόνου ο Σάρας κάνει πάσα πίσω από την πλάτη στον Νίκολας και εκείνος ρίχνει βόμβα τριών πόντων και πάει την διαφορά στους 20. Εκείνη την στιγμή, έπινα κοκα κόλα σε ένα ποτήρι και από τον ενθουσιασμό μου το έπιασα και το πέταξα στον τοίχο. Δεν ξέρω γιατί. Ακόμα υπάρχει το σημάδι. Η ΤΣΣΚΑ πλησιάζει -ας μην συζητήσουμε το πως- και αρχίζει ο ιδρώτας. Βολές ο Μήτσος, 2 στις 2. Βολές ο Σάρας. 1 στις 2 και η διαφορά στους 2. Κοιτάω το σημάδι στον τοίχο. Η συζήτηση καταλήγει ότι ο Ζοτς θα κάνει φάουλ για να έχει στα χέρια του την τελευταία επίθεση. Την μπάλα έχει ο Σίσκα και ουρλιάζουμε φάουλ. Τελικά ο Νίκολας γαντζώνεται πάνω του και όμως η μπάλα φεύγει από τα χέρια του και είναι τα πιο θολωμένα 3 δευτερόλεπτα της ζωής μου. Πέφτω στα γόνατα και ουρλιάζω. Όπως ακριβώς ο πατέρας μου κάποια χρόνια πριν. Όταν σηκώνει το κύπελλο ο Διαμαντίδης με τον Αλβέρτη καταλαβαίνω ότι είναι ωραίο να σου προσφέρει η ομάδα σου τέτοιες στιγμές. Είναι ωραίο να σε κάνει η ομάδα σου να δακρύζεις.

Η νίκη του Παναθηναϊκού στο Olimpico για την Έρρικα Ρούσσου

 

Μέχρι και πυρετό με θυμάμαι να έχω σκαρφιστεί έτσι ώστε να μην πάω με τους υπόλοιπους στο γήπεδο και να κάτσω για έναν ωραιότατο και στυλάτο καφέ στη Via dei Condotti. Να χαζεύω τους περαστικούς και να μιλάω για τα κατοχικά νέα με ηλικιωμένους Ιταλούς από το διπλανό τραπεζάκι (το περιστατικό μου είχε συμβεί μία ημέρα νωρίτερα). Τελευταίο λεπτό πριν με παρατήσουν και φύγουν για το στάδιο Olimpiko, τους φώναξα να με περιμένουν. Πήγα μαζί. Και αυτή είναι μία από τις επιλογές που δεν θα μετανιώσω-ξεχάσω-βγάλω από το μυαλό μου ποτέ.

Η ατμόσφαιρα του γηπέδου ήταν αποπνικτικά όμορφη και ζωντανή. Ήμασταν στο 2-1. Οι Ιταλοί ούρλιαζαν από αγωνία για ένα γκολ και εμείς, προσπαθούσαμε επί ματαίω να καπελώσουμε τις φωνές τους. Ήμασταν φανερά λιγότεροι αλλά ξέρεις κάτι; Ήμασταν τόσο ενωμένοι που σε κάποιες φάσεις και όταν οι αντίπαλοι έπαιρναν ανάσα, καταφέρναμε να ακουστούμε στο κατάμεστο στάδιο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μπήκε γκολ. Εμείς το είχαμε βάλει. Εμείς. Πρέπει να βρέθηκα τουλάχιστον δέκα θέσεις πιο κάτω και πιο αριστερά από την αρχική μου θέση να αγκαλιάζομαι με μερικές δεκάδες αγνώστων και να φωνάζω τόσο δυνατά και τόσο συνεχόμενα τα ίδια συνθήματα ώστε να αποθηκευθούν στο υποσυνείδητό μου και το ίδιο βράδυ, να τα ψελλίζω στον ύπνο μου. Δεν δάκρυσα. Ήμουν χαρούμενη και περήφανη αλλά δεν δάκρυσα. Και αφού δεν το έκανα τότε, ήμουν σίγουρη πως το ξεπεράσαμε το ‘ρεζιλίκι’. Έκανα λάθος.

Το “ξύρισμα” του δοκαριού από τον Βλάοβιτς στο “Κάμπ Νου” για τον Γιώργο Μυλωνά

Το 0-3 του Άγιαξ στο ΟΑΚΑ για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο δεν με πονέσε τόσο πολύ. Το 0-1 άλλωστε του Βαζέχα στο Άμστερνταμ, ήταν το ματς που με βάφτισε και επίσημα Παναθηναϊκό. Οπότε, μέσα σε λίγες μέρες, σε αντίθεση με τον Χρήστο, δεν ήμουν έτοιμος να περάσω από την “βάφτιση” στην “κηδεία”. Από την άλλη, όμως, δεν είχα βιώσει τόσο το ταξίδι από τον παράδεισο στην κόλαση του ’96, οπότε το γκολ του Κωνσταντίνου στη Βαρκελώνη με έστειλε στα ουράνια. Δεν γινόταν να φάμε 3 γκολ. Αυτή η ομάδα δεν έτρωγε ποτέ πάνω από ένα. Άσε που στην επόμενη φάση από τη σουτάρα του “Μιχαλάκη” παραλίγο να κάνουμε το 0-2 με τον Σέριτς. Όταν άρχισε να γέρνει το γήπεδο με τους Σαβιόλα και Λουίς Ενρίκε να μαστιγώνουν την άμυνα μας, κρατούσα κόντρα στην καρέκλα για να μην με παρασύρει μαζί με τον Χένρικσεν και τον Νικοπολίδη. Δεν άντεξαν όμως. Το 3-1 για τους Καταλανούς ήρθε. Η ώρα περνούσε. Ο διαιτητής αρνούνταν το πέναλτι στον Ολισαντέμπε. Ο Πουγιόλ σταματούσε το σουτ του Κωνσταντίνου στη γραμμή και η μοίρα έστελνε το σουτ του Βλάοβιτς στις καθυστερήσεις εκατοστά δεξιά από το δοκάρι των “μπλαουγκράνα”. Έπεσα στο πάτωμα της καφετέριας που έβλεπα το ματς και άρχισαν να με παίρνουν τα ζουμιά. Έφυγα κατευθείαν βρίζοντας στο δρόμο θεούς και δαίμονες και φτάνοντας σπίτι έχωσα μια μπουνιά στην ντουλάπα, δημιουργώντας ένα βαθούλωμα, το οποίο αποτελούσε διακοσμητικό στοιχείο του δωματίου μου για τα επόμενα χρόνια.

Η νίκη επί της Μπενετόν στη Βαρκελώνη για τον Ηλία Αναστασιάδη

Με το που είδα το κεντρικό θέμα αυτού του ‘κοινού’, στον εγκέφαλο ενεργοποιήθηκε η άχαστη εξίσωση ‘δάκρυα για αγαπημένη ομάδα=ο ούτε στον εχθρό μου αποκλεισμός από τη Λοκομοτίβ Μόσχας τον Μάρτιο του ’98’. Μετά, έτσι για αλλαγή, είπα να ασχοληθώ με δάκρυα χαράς, κυρίως γιατί νομίζω ότι έχω ξαναγράψει για το τραύμα που μου προκάλεσε ο τρόπος που αποκλειστήκαμε από τους Ρώσους. Δάκρυα χαράς λοιπόν. Εγώ λίγο πριν κλείσω τα 15, το σαλόνι του πατρικού μου το οποίο όργωνα από το μεσημέρι μην μπορώντας να σταθώ πουθενά και η μεγαλύτερη στιγμή της μπασκετικής ΑΕΚ μετά τον θρυλικό τελικό με τη Σλάβια στο Καλλιμάρμαρο. Δεν με ένοιαζε το πώς θα συνέβαινε, αλλά δύο μήνες μετά τον παραπάνω αποκλεισμό στο ποδόσφαιρο, η ΑΕΚ (του μπάσκετ, αλλά μία είναι η ΑΕΚ έτσι κι αλλιώς) έπρεπε να πάει στον τελικό της Ευρωλίγκας. Τα διαδικαστικά και το κολοσσιαίο τρίποντο του Μπάνε τα ξέρουν λίγο πολύ όλοι. Αυτό που λογικά δεν ξέρει κανείς είναι το πρώτο κλάμα χαράς της ζωής μου. Αυτός ο ημιτελικός ήταν τόσο μεγάλη υπόθεση για μένα που αμέσως μετά τη λήξη, θυμάμαι μια θειά μου να τηλεφωνεί σπίτι και να ζητά απ’ τους γονείς μου να μεταβιβάσουν τα συγχαρητήριά της. Ένας 15χρονος ΑΕΚάρχης. Τίποτα λιγότερο.

Από τον παράδεισο στην κόλαση του Άγιαξ για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

 

Στο γκολ του Βαζέχα στο Άμστερνταμ δεν θυμάμαι να έχω δακρύσει. Θυμάμαι ίσα ίσα να είμαι σε έκσταση και να μην μπορώ να σταματήσω να πανηγυρίζω μέσα στο σπίτι λες και είχαμε κερδίσει το Λόττο. Να μην μπορώ να κοιμηθώ μόνο και μόνο στη σκέψη ότι ο Παναθηναϊκός είχε καταφέρει κάτι τόσο μεγάλο. Που για να πω την αλήθεια δεν καταλάβαινα σε καμία περίπτωση το μέγεθός του όντας μόλις 12 χρονών. Αυτό όμως που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι ότι στο παιχνίδι του ΟΑΚΑ δεν είχα προετοιμαστεί για τίποτα λιγότερο από το να πάμε στη Ρώμη. Και μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου που πηγαίνει Α’ Γυμνασίου είχα πλάσει μόνο το μεγαλείο που θα ερχόταν. Το δεύτερο παιχνίδι το είχα θεωρήσει – μικρός γαρ – μια τυπική διαδικασία. Αφού τους κερδίσαμε στο Άμστερνταμ, θα τους κερδίζαμε και εδώ. Και σίγουρα δεν με είχε πειράξει τόσο ο αποκλεισμός, θα τον ξεχνούσα λίγο καιρό αργότερα με την πρώτη Ευρωλίγκα (ή βασικά με το πρώτο μπάνιο και το πρώτο παγωτό). Ήταν όμως αυτή προσδοκία που έχτισα μέσα μου μετά το Άμστερνταμ και το πόσο απότομα μου την πήραν μακριά που με έκανε εκείνο το βράδυ να δακρύσω. Όταν ο Μιχάλης Κωνσταντίνου έβαλε το γκολ στο Καμπ Νου, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν εκείνο το βράδυ του 1996. Και είπα στον εαυτό μου ότι δεν θέλω να ζήσω το ίδιο ταξίδι από τον παράδεισο στην κολάση. Μια κάποια Μπαρτσελόνα είχε άλλη άποψη.