OUTNOW.CH
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Όταν βάλαμε την αγαπημένη μας γιαγιά σε Οίκο Ευγηρίας

Κάποιες φορές στη ζωή, όσο περισσότερη είναι η αγάπη, τόσο πιο δύσκολη γίνεται μια απόφαση.

Υπάρχουν πολλές άβολες συζητήσεις που θα χρειαστεί να κάνει ένας άνθρωπος στην ζωή του. Ελάχιστες μπορεί να είναι πιο άβολες από το “ίσως ήρθε η ώρα να μπούμε σε οίκο ευγηρίας”. Δεν το λες ακριβώς έτσι βέβαια στον ηλικιωμένο άνθρωπο που κάνεις την συζήτηση. Το μασκαρεύεις. Το λες σκέτο “οίκο” ή “σπιτάκι” ή “μέρος που θα σε φροντίζουν”. Μην γελιέσαι. Ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου, αν έχει συναίσθηση της κατάστασης, ξέρει πολύ καλά τι του προτείνεις.

Η δική μου άβολη συζήτηση ήρθε με την συχωρεμένη τη γιαγιά μου πέρυσι τον Δεκέμβριο. Στα 80 της χρόνια είχε καταλάβει ότι δεν ήταν όπως πριν από 10 χρόνια. Βασικά, όλα είχαν αλλάξει εφτά χρόνια νωρίτερα, όταν έσπασε το ισχίο της την επομένη του γάμου της αδελφής μου. Ας ανοίξουμε λοιπόν μία παρένθεση:

Μετά το κάταγμα ισχίου ακολούθησε ένα ρεσιτάλ ατυχίας/γκαντεμιάς για την γιαγιά μου ή – αν είσαι συνειδητοποιημένος – απλώς μία φυσική εξέλιξη των πραγμάτων όταν αποδέχεσαι ότι τον χρόνο και τα γεράματα δεν τα νίκησε ποτέ κανείς: Θυρεοειδεκτομή, πνευμονία, καρδιακό επεισόδιο, εγχείριση καρδιάς, εγκεφαλικό, περισσότερες πτώσεις από όσες μπορεί να αντέξει το σώμα και η ψυχολογία ενός ανθρώπου και τελικά ένα μυστήριο. Μία άγνωστη ασθένεια, με αδυναμία κατάποσης που δε μπορούσε κανείς να εξηγήσει. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό στην άκρη για τώρα και να κλείσουμε την παρένθεση.

Η γιαγιά μου τα άντεξε όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Μπορεί να μην ήταν πλήρως λειτουργική – αφού κουραζόταν εύκολα και από ένα σημείο και μετά δυσκολευόταν να κάνει κάποιες δουλειές του σπιτιού όπως το μαγείρεμα – αλλά ζούσε μόνη της στον Ωρωπό, με την αδελφή της να μένει στο διπλανό σπίτι και μία οικογενειακή φίλη (που πάντα ήταν πολλά περισσότερα) απέναντι και πάντα στο πλευρό της. Τον περασμένο χειμώνα ωστόσο η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει.

Πλέον χρειαζόταν βοήθεια. Όπως αρκετές φορές στο παρελθόν, την φέραμε πριν τις γιορτές μαζί μας, όπου έμενε είτε σε εμένα είτε στην αδελφή μου. Ήταν σαφές πως δεν μπορούσε να μείνει μαζί μας μόνιμα, καταρχάς γιατί δεν ήθελε και κατά δεύτερον γιατί θα ήταν πολλές ώρες μόνη της, αφού τόσο εγώ και η αδελφή μου όσο και οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε τις ζωές μας δουλεύανε. Τότε ήταν που έπεσε στο τραπέζι πιο έντονα από ποτέ το σενάριο του οίκο ευγηρίας. Ας ανοίξουμε μία ακόμα παρένθεση:

Υπάρχει μία λεπτομέρεια για να καταλάβει κανείς την ιδιαιτερότητα της συζήτησης. Για εμένα και την αδελφή μου, η γιαγιά μας ήταν πρακτικά μαμά μας. Αυτή και η μητέρα μας ήταν που φρόντισαν να μας αναθρέψουν ενώ ο πατέρας μας θαλλασοπνιγόταν για χάρη μας. Και όταν χάσαμε τη μητέρα μας (21 ετών εγώ και 20 η αδελφή μου) η γιαγιά μας ήταν από ένα σημείο κι έπειτα το μόνο άτομο που είχαμε. Για εμένα, που της είχα λατρεία, ήταν μαμά, γιαγιά και η καλύτερή μου φίλη.

Έχετε ακούσει τις φράσεις που λέγαμε για πλάκα ότι “αυτό το κάνει και η γιαγιά μου” ή “η γιαγιά μου το κάνει καλύτερα”; Ε, η δική μου γιαγιά το έκανε πράγματι καλύτερα από την δική σου. Πες ό,τι θες. Έχω επιχειρήματα, έχω αποδείξεις. Ό,τι και να έχεις στο μυαλό σου, η γιαγιά μου το έκανε καλύτερα. Μόνο που πλέον δε μπορούσε να το κάνει. Και για αυτό έγινε αυτή η κουβέντα.

Από το “δεν πάω” στο “πρέπει να με πάτε”

Το έδαφος το ετοιμάζαμε με την αδελφή μου μερικές ημέρες. Δεν ξέραμε πώς να ανοίξουμε την συζήτηση. Κάποια στιγμή, βλέποντάς την να υποφέρει, δεν γινόταν αλλιώς. Συνεννοηθήκαμε, ήρθε η αδελφή μου σπίτι μου και καθίσαμε με την γιαγιά μου. Και η συζήτηση πήγε τόσο άσχημα όσο μπορεί να φανταστεί κάποιος.

“Γιαγιά πρέπει να βάλουμε κάτω τα δεδομένα. Δε μπορείς να μείνεις μόνη σου και αφού δεν θες να έρθεις σε εμάς, πρέπει κάτι να κάνουμε. Είτε να νοικιάσουμε σπίτι, είτε να βρούμε μία κοπέλα, είτε να πάμε σε κάποιο σπιτάκι να σε φροντίζουν”. Η αντίδρασή της ξεκάθαρη: “Γηροκομείο”; Ακόμα μία βαριά λέξη. Μία λέξη που έχει δαιμονοποιηθεί στην χώρα μας επειδή κάποτε ο κόσμος απλώς παρατούσε τους γονείς/παππούδες του εκεί και τους έβλεπε μία φορά το μήνα – όταν πήγαινε να πληρώσει – ή ούτε και τότε.

Έτσι μας τα έλεγαν, έτσι τα ξέραμε. Δεν είναι πάντα έτσι. “Όχι γιαγιά, δεν είναι γηροκομείο. Απλώς είναι ένα μέρος που θα σε φροντίζουν, γιατί εμείς δεν έχουμε την δυνατότητα. Εμείς κάθε μέρα εκεί θα είμαστε”. Η απάντηση: “Δεν πάω. Προτιμώ να πεθάνω σπίτι μου”.

Αυτή είναι σίγουρα μία φράση που έχουν ακούσει πολλοί σε αντίστοιχες συζητήσεις. Μπορεί κάποιος να καταλάβει πώς εξελίχθηκε η κουβέντα έκτοτε, με κλάματα εκατέρωθεν, με λυγμούς, μέχρι να βάλουμε το θέμα στην άκρη για να το δούμε άλλη στιγμή. Μέχρι που μας πρόλαβαν τα γεγονότα.

Με τις γιορτές να τελειώνουν, η γιαγιά μου αρρώστησε πάλι. Δε μπορούσε να ανασάνει. Η λύση ήταν να πάει Νοσοκομείο, το οποίο σιχαινόταν. Θα πηγαίναμε για μία-δύο μέρες. Μείναμε τρεις εβδομάδες. Επέστρεψε σπίτι – στην αδελφή μου – και το επόμενο πρωί έπαθε μίνι-αμνησία. Για 3 ώρες έβλεπε την αδελφή μου και δεν την αναγνώριζε, Την ρωτούσε ποια είναι. Χάσαμε τον κόσμο, αλλά αποδείχθηκε ευτυχώς ότι ήταν προσωρινό και το ξεπέρασε.

Μερικές ημέρες αργότερα, νέοι πόνοι και μία αδυναμία κατάποσης που είχε αρχίσει πριν λίγο καιρό. Ξανά Νοσοκομείο. Για μερικές ημέρες. Έμεινε μέσα για ένα μήνα, έκανε δεκάδες εξετάσεις, τρεφόταν μόνο από ένα σωληνάκι από τη μύτη αφού δε μπορούσε να καταπιεί ούτε νερό χωρίς να πνιγεί και όλα αυτά χωρίς ξεκάθαρη διάγνωση. Διασωληνωμένη στην αρχή, αδύναμη, να περιμένει να πεθάνει. Κατάφερε να ζήσει, κερδίζοντας για ακόμα μία φορά τις πιθανότητες που είχε. Όταν άρχισε να συνέρχεται, το ξεκαθάρισε: “Πηγαίνετε με σε εκείνα τα σπιτάκια”. Κλαίγαμε μαζί. Δεν το θέλαμε. Δεν γινόταν όμως αλλιώς.

Το να βρεις τον σωστό οίκο ευγηρίας δεν είναι τόσο απλό

Όταν η γιαγιά μου μας το ζήτησε, βγήκαμε στο ψάξιμο με την αδελφή μου. Ο στόχος ξεκάθαρος: Να βρούμε ένα μέρος που θα της εξασφαλίσει μία καλή ποιότητα ζωής, με οικονομικά δεδομένα που θα αντέξουμε και σε μέρος κοντά μας για να πηγαίνουμε συνέχεια. Όχι επειδή είχαμε υποχρέωση, αλλά επειδή την είχαμε τόσο ανάγκη όσο μας είχε. Την λατρεύαμε και μας λάτρευε.

Θα πω κάτι κάπου εδώ: Αυτή η αναζήτηση δεν είναι εύκολη. Παίρνεις τηλέφωνα, πηγαίνεις σε μέρη που ίσως δεν σου αρέσουν. Πηγαίνεις και σε μέρη που σου αρέσουν αλλά δεν τα σηκώνει η τσέπη σου. Πηγαίνεις σε μέρη που αντέχει η τσέπη σου, αλλά – συγνώμη – δεν βλέπονται και σκέφτεσαι ότι δεν αξίζει αυτό στον άνθρωπό σου. Εμείς πήγαμε σε αρκετά μέρη, ρωτήσαμε κόσμο, φίλους, γνωστούς, ψάξαμε στο ίντερνετ. Τελικά καταλήξαμε σε έναν οίκο ευγηρίας που βρισκόταν σε απόσταση 5 λεπτών με τα πόδια από το σπίτι μου και 3 λεπτών με το αυτοκίνητο από το σπίτι της αδελφής μου.

Η γιαγιά μου βγήκε από το Νοσοκομείο και πήγε κατευθείαν εκεί. Οι άνθρωποι την αγκάλιασαν. Οι νοσοκόμες την λάτρεψαν και αυτό ήταν και το λογικό γιατί η γιαγιά μου ήταν πιθανότατα ο πιο ευγενικός άνθρωπος που υπήρχε. Καλόβολος, δεν ζητούσε πολλά. Μόνο φροντίδα και αγάπη. Την ημέρα που την πήγαμε με την αδελφή μου, όταν φύγαμε βάλαμε τα κλάματα. Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα. Και την επόμενη μέρα. Και την επόμενη μέρα.

Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι είναι για καλό της. Ήμασταν εκεί συνέχεια. Αν όχι κάθε μέρα, μέρα παρά μέρα. Πηγαίναμε με τα παιδιά μας (τα δισέγγονά της δηλαδή), τα οποία αρχικά ντρεπόταν να δει, αλλά μετά τα περίμενε με χαρά. Λέγαμε αστεία, βλέπαμε τηλεόραση. Η γιαγιά μου δεν ήταν καλά. Αλλά ήταν εκεί, κοντά μας.

Μερικούς μήνες αργότερα, μάθαμε επιτέλους τι είχε: Νόσος Χάντιγκτον. Το απόλυτο σοκ. Δεν θα μπω σε πολλούς ιατρικούς όρους, δεν χρειάζονται. Θα πω απλά ότι είναι μία νευρολογική ασθένεια που μοιάζει με συνδυασμό πάρκινσον και αλτσχάιμερ, για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία και ότι η γιαγιά μου είναι από τις μεγαλύτερες σε ηλικία καταγεγραμμένες περιπτώσεις στην Ελλάδα.

Όπως και να έχει. Με τύψεις ή όχι, είχαμε τη γιαγιά μας σε οίκο ευγηρίας. Νιώθαμε ντροπή, χωρίς να πρέπει, μέχρι που καταλάβαμε ότι ήταν καλύτερα να έχει 24 ώρες φροντίδα και ψυχολογική υποστήριξη, αλλά και εμάς κάθε μέρα στο πλευρό της, παρά να είναι μόνη της σε ένα κρύο σπίτι, έχοντας Νόσο Χάντιγκτον, αναπνευστικά, καρδιολογικά και κινητικά προβλήματα και απλώς να μιλάμε στο τηλέφωνο.

Σαφώς και υπάρχουν ξεκάθαροι περιορισμοί σε έναν οίκο ευγηρίας: Τα ωράρια επίσκεψης είναι συγκεκριμένα (πρωί και απόγευμα). Δε είναι σωστό απλώς να πάρεις τηλέφωνο στις 23:00 για να πεις μία καλησπέρα γιατί… έτσι. Αν δεν έχεις λεφτά για μονόκλινο, σημαίνει ότι ο άνθρωπός σου είναι στο ίδιο δωμάτιο με έναν άγνωστο, τουλάχιστον μέχρι να τον γνωρίσει.

Δεν ήταν φυλακισμένη η γιαγιά μου. Τουναντίον, ήταν ελεύθερη. Με ανθρώπους που την φρόντιζαν, την έκαναν μπάνιο, της άλλαζαν ρούχα, της άλλαζαν πάνες όταν χρειαζόταν, της έκαναν παρέα, είχε ψυχολόγο και γιατρούς στο πλευρό της. Έτσι πρέπει να είναι ένας οίκος ευγηρίας και είχαμε την τύχη να βρούμε έναν που ταίριαζε στα δικά μας “θέλω” και απαιτήσεις. Δεν είναι όλοι οι οίκοι ίδιοι, αλλά δεν είναι αδύνατο να βρεις κάποιον οίκο που πληροί τις δικές σου προσδοκίες.

Δεν είναι εγκατάλειψη αν αγαπάς τον άνθρωπό σου

Δεν ξέραμε πόσο θα αντέξει η γιαγιά μας, αλλά θα την βλέπαμε συνέχεια. Υπήρχαν βράδια που φεύγαμε από τον Οίκο και αναρωτιόμασταν αν θα ζει αύριο για να της μιλήσουμε πάλι. Όσο άντεχε και όσο αντέχαμε όμως, στις καλύτερες δυνατές συνθήκες που μπορούσαμε να της παρέχουμε, ήμασταν εκεί, έχοντας παράλληλα την ασφάλεια ότι την πρόσεχαν άνθρωποι με γνώσεις. Μέχρι να λυγίσει. Κάτι που τελικά έγινε στις 15 Σεπτεμβρίου 2019 και μας λύγισε και εμάς. Αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία.

Ως ένας άνθρωπος που μεγάλωσε με την άποψη ότι το γηροκομείο σημαίνει εγκατάλειψη, ότι δείχνει πως δεν αγαπάς κάποιον, ότι τον ξεφορτώνεσαι, έμαθα στα 34 μου χρόνια ότι τα πράγματα δεν έχουν μόνο αυτή την πλευρά. Διαβάζονται ποικιλοτρόπως. Αν πραγματικά αγαπάς έναν άνθρωπο και βλέπεις ότι δε μπορεί μόνος του, αν ξέρεις ότι εσύ δεν μπορείς να τον φροντίζεις όπως του αξίζει και έχεις την δυνατότητα – ακόμα και αν χρειαστεί να πονέσεις οικονομικά για αυτό – να τον βοηθήσεις, οφείλεις τόσο σε αυτό τον άνθρωπο όσο και στον εαυτό σου να του εξασφαλίσεις την καλύτερη φροντίδα. Τις καλύτερες συνθήκες. Και, διάολε, δεν είναι γηροκομείο. Είναι οίκος ευγηρίας. Φρόντισε να το θυμάσαι. Και φρόντισε να δείξεις σε αυτούς τους ανθρώπους την αγάπη που σου έδωσαν. Είναι το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις.