ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Ούζο ή τσίπουρο;

Παραλία, ταβέρνα, παρέα και μεζέδες. Ναι όλα αυτά, όμως το ερώτημα είναι. Ούζο ή τσίπουρο; Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ λύνουν ένα ακόμα μεγάλο δίλημμα.

Θες να κεράσουμε κάτι; Άραξε, καλοκαιράκι είναι, ταβέρνα, μεζέδες, ήλιος, ψάθες, αρμύρα και δε συμμαζεύεται. Όμως το κρίσιμο ερώτημα: Με τι τα συνοδεύουμε όλα αυτά; Όταν κάθεσαι και παραγγέλνεις, ποια είναι η φάση σου; Ουζάκι ή μεζεδάκι;

Ψήφισε και ύστερα κατέβα να δεις τι θα παραγγέλναμε εμείς.

Ούζο ο Πάνος Κοκκίνης

Για την ακρίβεια ούζο ‘αγκαζέ’ με -μαλακό σαν βούτυρο- ψητό χταπόδι στα καρβούνα, σερβιρισμένο στο τραπεζάκι δίπλα στην ξαπλώστρα, λίγο πριν τις 12 το μεσημέρι. Το ξέρω πως είναι πολύ συγκεκριμένη η εικόνα, αλλά αυτή είναι η μόνη περίπτωση που θα πιω ούζο. Για την ακρίβεια το ούζο το πίνει η σύζυγος και εγώ ασχολούμαι με τα υπόλοιπα. Το προτιμώ γιατί το έχω συνδέσει με το ελληνικό καλοκαίρι. Εξίσου με τα τζιτζίκια και τη βανίλια υποβρύχιο. Ενώ το τσίπουρο μου κάνει βαρύ, χειμερινό, συνδυασμένο με κρέατα και κλαρίνα να παίζουν στη διαπασών. Δηλαδή το απολύτως χειρότερό μου. Ναι, το ξέρω. Δεν πάω καλά. Όμως κανείς δεν είναι υπεράνω των βιωμάτων του. 

Τσίπουρο ο Θανάσης Κρεκούκιας

Ποτέ δεν το πολυσυμπάθησα το ούζο. Δεν το αντιπάθησα κιόλας, αλλά γενικότερα, δεν με ενθουσιάζει. Η αλήθεια είναι ότι έχω γίνει κουρούμπελο και με τα δυο. Βλέπετε, αμφότερα τα πίνω σκέτα, χωρίς πάγους και νερά. Και αν θέλω να είμαι ειλικρινής, με το ούζο έχω τραβήξει την πιο τραγελαφική σούρα της ζωής μου. Αλλά προτιμώ το τσίπουρο. Μάλλον μου ταιριάζει περισσότερο. Έχοντας δοκιμάσει ποικιλίες από όλη σχεδόν την Ελλάδα, γουστάρω τη γεύση του, μου κάνει πιο καλόπιοτο, πιο “ειλικρινές”. Ενώ το ούζο είναι ύπουλο. Ειδικά άμα είσαι και καψούρης, κλάφτα Χαράλαμπε. Όπως εγώ το φθινόπωρο του μακρινού ’84. Εκείνο το καλοκαίρι είχα τακιμιάσει στο χωριό μου με μια Γερμανίδα τουρίστρια που την έλεγαν Αντρέα. Εκείνη γύρισε στη Γερμανία, εγώ στην Αθήνα και ένα βράδυ του Σεπτέμβρη είχα πάει στο σπίτι του φίλου μου του Χρήστου, στην Καλλιθέα, καλή του ώρα. Εμένα με είχε πάρει από κάτω με την Αντρέα, ο Χρήστος κάποια στιγμή έφυγε για να γυρίσει την φίλη του στο σπίτι της κι εγώ έμεινα μόνος. Στο κασετόφωνο έπαιζε μια κασέτα και ξαφνικά ακούστηκε το “Hotel California”, που ήταν το “τραγούδι” μας, εμένα και της λεγάμενης. Αμέσως άνοιξα ένα μπουκάλι ούζο “12” που βρισκόταν στο σαλόνι και γέμισα μια κούπα του τσαγιού, άντε, άσπρο πάτο.

Μην τα πολυλογώ, μέχρι να τελειώσουν τα 6:30 λεπτά του τραγουδιού, είχα αδειάσει το περιεχόμενο και λίγο μετά, όταν επέστρεψε ο Χρήστος, με βρήκε σε ημιλιπόθυμη κατάσταση. Πήρε αμέσως το 166, έφτασε το ασθενοφόρο, με έβγαλαν όπως όπως σηκωτό από το διαμέρισμα, αλλά όταν βγήκαμε στο δρόμο, τα πήρα για κάποιο ακατανόητο λόγο στο κρανίο και δεν ήθελα να μπω μέσα. Με την αρβάλα που δημιουργήθηκε, τα μπαλκόνια γέμισαν περίεργους που έβλεπαν έναν μαντράχαλο να χτυπιέται και να αρνείται τη βοήθεια της ιατρικής και ο Χρήστος έκανε το λάθος (για να καθησυχάσει τους γείτονες), να τους πει ότι είχα γίνει φέσι λόγω ερωτικής απογοήτευσης. Σε εκείνο το σημείο εγώ άρχισα να φωνάζω δυνατά το όνομά της και αυτό δε βοήθησε καθόλου την κατάσταση. Γιατί οι περίοικοι άκουγαν έναν ανεξέλεγκτο να ωρύεται “Αντρέα”, “Αντρέα”, “Αντρέα” και όπως καταλαβαίνετε το μυαλό τους πήγε αλλού. Ήταν και άλλες εποχές τότε και οι περισσότεροι άρχισαν να κουνάνε το κεφάλι τους επιτιμητικά. Ο Αχιλλέας από το Κάιρο και τέτοια κόλπα. Χάθηκε να τη λένε Καρλότα ή Ίνγκε ή Λιζελότε; Μην τα ξαναπολυλογώ, οι αντοχές μου τελείωσαν, παρέδωσα και λίγες ώρες αργότερα ξύπνησα σε ένα κρεβάτι στον “Ευαγγελισμό” μετά από μια γενναία πλύση στομάχου. Γι’ αυτό σου λέω μαν, τσιπουράκι και άγιος ο Θεός. Με μεζέ περιποιημένο όπως στου Βαγγελάκη στους Γαργαλιάνους (η φωτό από την τελευταία κραιπάλη με τσίπουρα, γουρνοπούλα και καγιανά στη “Μέλισσα”). Ευλογία. Και τέρτελο μαζί, αλλά πάνω απ’ όλα ευλογία. Αμήν.

Τσίπουρο ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Συμπαθέστατο το ούζο. Το χρησιμοποιώ για να σβήνω τις γαρίδες πριν πέσουν στην κόκκινη σάρσα για τη γαριδομακαρονάδα. Έχω τσακωθεί κιόλας για το ούζο με 10 Γάλλους που μου έλεγαν πόσο ανώτερο είναι το pastis. Αλλά στο ποτήρι μου θα βάλω τσίπουρο. Είτε είναι 11 το πρωί και βλέπω τις βάρκες να κουνιούνται είτε είναι απόγευμα και βλέπω τα φύλλα να πέφτουν. Το τσίπουρο είναι πασπαρτού σαν κάθε καλό λευκό απόσταγμα. Μπορείς να το πιεις μόνο του και να νιώσεις τη συμπυκνωμένη μαγεία τόσων χιλιάδων στέμφυλων που “θυσιάστηκαν” για ένα ποτήρι τσίπουρο. Αλλά μπορείς εύκολα και να δημιουργήσεις πάνω στο γεμάτο σώμα του. Ο Γιάννης Κοροβέσης πριν 3 μέρες σε ένα δείπνο που έκανε το Τσίπουρο Τσιλιλή σε δημοσιογράφους, δημιούργησε δύο φανταστικά cocktail με βάση το τσίπουρο. Το πώς αντιμετωπίζουμε τα “ποτά των μπαμπάδων μας” είναι μια ολόκληρη ιστορία σε αυτή τη χώρα, μια ιστορία για την οποία θα μιλήσουμε αρκετά από Σεπτέμβρη. Το τσίπουρο όπως και άλλα ποτά έχει θέση όχι μόνο σκέτο στο ποτήρι μας αλλά και στη φαρέτρα των mixologist. Όταν το καταλάβουμε αυτό θα αρχίσουμε να το εκτιμάμε και περισσότερο.

Ούζο ο Πασχάλης Κασίδης

Οποιοδήποτε και να βρω στο τραπέζι θα ακολουθήσω την παρέα και θα πιω. Με το Ούζο όμως έχουμε μια κοινή ιστορία από την στιγμή που ξεκίνησα τις πρώτες κρεπάλες με το αλκοόλ. Δεν ξέρω αν έχω να διηγηθώ και καμία ιστορία με το τσίπουρο, σίγουρα όμως όλες οι καλές ιστορίες του καλοκαιριού ξεκινάνε με ένα ποτήρι Ούζο με λίγο πάγο και ένα χταποδάκι ψητό στα κάρβουνα. Γιατί δεν ξέρω πως θα ήταν το καλοκαίρι χωρίς αυτά τα δύο; Ίσως και να ήμουν άλλος άνθρωπος χωρίς το Ούζο. Και στην τελική νομίζω ότι έχω μια προτίμηση στο γλυκάνισο. Και σίγουρα στη βόρεια Ελλάδα μπορείς να βρεις και τσίπουρο με γλυκάνισο αλλά απλά δεν το ίδιο.

Ούζο ο Ηλίας Αναστασιάδης

Γιατί δεν έχει εφευρεθεί τίποτα που να ταιριάζει περισσότερο με το ξιδάτο, ψητό χταποδάκι και το γράφει ένας άνθρωπος που συνδυάζει την κόκα κόλα ακόμα και με τα Haribo cola (φαντάσου χαμό με το χταποδάκι δηλαδή). ‘Το ούζο έχει φτιαχτεί για τέτοιες περιστάσεις’, σημειώνει πάλι ο ίδιος (θρασύς) τύπος -εγώ αν μπερδεύτηκες- που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το τσίπουρο από τη ρακή και τη ρακή απ’ την τσικουδιά. Το ούζο έχει γεύση. Αυτό το έχουμε καταλάβει όλοι από τότε που το καλαθάκι με τις καραμέλες που μας πρόσφεραν είχε όλες τις φανταστικές γεύσεις -κεράσι, πορτοκάλι, φράουλα, μέντα- και αυτές με τη γεύση ούζο. Για το Θεό δηλαδή. Τέλος πάντων, να πω κάπου εδώ ότι το σπουδαιότερο κεφάλι της ζωής μου το έχει κάνει με ούζο, μέρα μεσημέρι σε καφετέρια(!!!) και το αντιλήφθηκα όταν έμεινα τέσσερα δευτερόλεπτα όρθιος. Την ώρα που πίναμε ούζο και τρώγαμε μεζέδες και λέγαμε χαζομάρες, η φάση είχε πιο πολλή πλάκα. Μετά είχε πολλή πλάκα που δεν μπορούσα να κάνω δύο ίσια βήματα σερί. Τέλος, θα ήταν άνανδρο να ξεχάσω τις δεκάδες φορές που έχω βάλει ούζο σε ένα δόντι που πονάει. Φανταστικό μυστικό. Δεν πιάνει ποτέ.

Ούζο ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Ποιο πάει με χταποδάκι; Αυτό δεν πάει; Προσωπικά το όλο ‘ουζομεζεδοκατάσταση’ θα το κάνω περίπου μιάμιση φορά το χρόνο οπότε δεν έχω και την ισχυρότερη των απόψεων, αλλά όποτε το κάνω και μου αρέσει, και τους μεζέδες τσακίζω, και το κεφάλι που σου αφήνει το ούζο είναι μια τίμια περίπτωση πονοκεφάλου. Γενικώς εγκρίνω.

Τσίπουρο ο Δημήτρης Κουπριτζιώτης

Πρώτα από όλα θα ήθελα να καταγγείλω αυτό το δίλημμα γιατί η χρονική στιγμή που γίνεται δίνει σαφέστατο προβάδισμα στο ούζο. Ο Έλληνας έχει το τρίπτυχο ούζάκι-παγάκι-χταποδάκι πιο πάνω κι από το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης στα χαρακτηριστικά του ελληνικού καλοκαιριού. Όχι ότι δεν μ αρέσει το ούζο. Ίσα ίσα, με δύο παγάκια και πορτοκαλάδα μπλε (μην πέσεις να με φας, απλά είναι τρόπος για να πίνεις περισσότερη ποσότητα) έχουμε κάνει πολλά κλεισίματα τον χειμώνα που μας πέρασε  στον Αρόλιθο (θα σου μιλήσω μία μέρα για αυτό). Το ούζο έχει ένα κακό, αν σε βαρέσει, τελείωσες, γονάτισες. Δεν το σώζει ούτε νερό, ούτε τίποτα. Εξάλλου “ούζο όταν πιείς γίνεσαι ευθύς” λέει το άσμα. Δεν το λέει έτσι ακριβώς, αλλά έτσι το λέει. Όμως με το τσίπουρο με συνδέει βαθιά συναισθηματική σχέση. Τσίπουρο έχω φτιάξει (αποστάξει εννοώ) με τα χέρια μου. Έχω πιει πρωτοστάλαμα. Έχω γεμίσει καζάνια. Το έχω φέρει περήφανος στην πρωτεύουσα από τα Γιάννινα. Δεν είναι τυχαίο που εκεί στα Γιάννινα έχουν και το σύνθημα “ΠΑΣ, κλαρίνο, τσίπουρο και χυ&ω”. Άσε που είμαι και από την Θεσσαλία και ο Βόλος φημίζεται για τα τσιπουράδικά του, τους μεζέδες του και γλυκανισα του (ή μη). Οποτε με το χέρι στην καρδια και οχι στο ουζοποτηρο, τσιπουρο μονο.

Ούζο ο Μάνος Μίχαλος

Το σέβομαι το τσίπουρο και το τιμώ, όποτε βρω καλή παρέα που να το σηκώνει (π.χ. η φίλη μου η Ελένη είναι από τους λίγους που θα πει “ναι, πάρε”, αν το προτείνω σε κάποιο τραπέζι), αντιλαμβάνομαι επίσης την ελληνικότητα του και τις ρίζες που έχει στην παράδοση αυτού του τόπου. Όμως, πάντα πίστευα και έβλεπα το ούζο σαν το ποτό, που συμβολίζει περισσότερο αυτή τη χώρα. Είτε επειδή ούζα, θάλασσα και γαύρο τηγανητό τρώμε από Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβριο με την πρώτη ευκαιρία, είτε επειδή σε όλα τα κοινωνικά και πολιτικά επίπεδα έχουμε κάνει μια απέραντη παρτ-ούζα και δεν ξέρουμε από που μας έρχεται. Όμως, ας μείνω στο πρώτο σκέλος με τα χταπόδια στη σχάρα, την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα, το σωληνάτο ποτήρι, 1 παγάκι και λίγο, πολύ λίγο νερό για να μπορέσεις να σηκωθείς από την καρέκλα. Στα ούζα λένε, οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά και λένε περισσότερες αλήθειες. Όχι ότι δεν το κάνουν στα τσίπουρα, αλλά η φράση “πάμε για ούζα”, έχει μέσα της χιλιάδες στιγμές που χάνεις, όταν δεν είναι καλοκαίρι ή όταν είσαι ένας ξενέρωτος τύπος που κυκλοφορεί εκεί έξω.

Ούζο ο Μάνος Χωριανόπουλος

Ούζο γιατί στη φράση πάρτι με τσίπουρα δεν χαμογελάει κανείς. Ούζο για τη μυρωδιά του και τους μεζέδες και για ένα βράδυ στην Πάρο που δεν θυμάμαι τίποτα, κάτι που σημαίνει ότι το είχα τιμήσει δεόντως. Καλά τα τσίπουρα, ωραίο να δίνεις ραντεβού στο τσιπουράδικο, σαν να παίζεις στο 50-50, αλλά όπως επισήμανε και ο σύντροφος Αναστασιάδης, το ούζο πέρα από διασκέδαση, προσφέρει και παρηγοριά όταν σε πονάει το δοντάκι σου. Όποια ερμηνεία και αν δοθεί σε αυτή τη φράση.

ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΕΛΟΣ…ΟΥΖΟ ΜΕ 66,6%

Πιάσε ένα ουζάκι κι άσε τα λόγια.