ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Ουίσκι ή βότκα;

Έβαλε τα πολλά τα κρύα, καιρός να αποφασίσουμε ποιο αλκοόλ θέλουμε να μας ζεσταίνει. Βότκα ή ουίσκι;

Βότκα με λεμόνι/πορτοκάλι (θα μπορούσε να είναι δικό του δίλημμα!) ή ουίσκι με πάγο; Κέφι και χορός ή σοβαρό, σκεπτικό ύφος στη μπάρα ή στην πολυθρόνα στο σπίτι; Η βότκα και το ουίσκι κουβαλούν το καθένα και το δικό τους lifestyle υπό μία έννοια, οπότε ήταν ένα δίλημμα που έπρεπε κι αυτό να λυθεί. Το ΟΝΕΜΑΝ όπως πάντα αποφασίζει.

Ουίσκι ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Όσο κι αν έχω εκτιμήσει την καθαρότητα της βότκας τα τελευταία χρόνια και την φοβερή δουλειά που έχει γίνει στο να αναδειχθούν νέα brands, αυτό που με κάνει να ψηφίζω ουίσκι 100-0 είναι η μυσταγωγία, η ιστορία και τα εκατομμύρια των αφηγήσεων που έχει το whiskey (κατά τους Ιρλανδούς και τους Αμερικανούς), το whisky (κατά τους Σκωτσέζους), το σκατς (κατά Λάμπρο Κωνσταντάρα). Για τον καθαρό χαρακτήρα που μπορεί να έχει ένα triple distilled Jameson, για τα αρώματα που παίρνει ένα Macallan από τα sherry βαρέλια, για το Haig που μεγάλωσε την γενιά μου, για την υπομονή που βάζει ένας master blender σε ένα whisky όπως το Chivas, για την φιλοσοφία που μπορεί να συνοδεύει ένα ποτό όπως το Dewar’s, για την υπέροχη ιστορία που κρύβει η γκάμα του Johnnie Walker, για την διαφορετική προσέγγιση ενός Yamazaki, για το νησί του Jura που θέλω κάποια στιγμή στη ζωή μου να επισκεφθώ, για την απίστευτα ελκυστική γεύση ενός Strathisla grain whisky, για όλα εκείνα τα single malt που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι αναβλύζουν από πηγές της Σκωτίας. Το ουίσκι έχει τελετουργία. Από την στιγμή που παράγεται μέχρι την ώρα που θα το βάλεις σε ένα ποτήρι, θα το μυρίσεις και θα το δοκιμάσεις. Η βότκα είναι για μένα ένα party drink. Να την πίνετε εσείς οι νέοι.

Ουίσκι ο Ηλίας Αναστασιάδης

Την πρώτη φορά που ο πατέρας μου με άφησε (επέμενα βλέπεις) να πιω από το ουίσκι του σίγουρα δεν είχα κλείσει τα 10 και σίγουρα δεν είχα κλείσει μάτι το βράδυ γιατί έκανα εμετό. Δεν ξέρω αν φταίει το ουίσκι, αλλά ξαφνικά ήταν σαν να έχασα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Το πήρα βαριά τέλος πάντων. Μεγαλώνοντας και καταπίνοντας καφάσια με χυμούς λεμόνι για τις βότκες μου σε χοροεσπερίδες, πάρτι και πρώτα ραντεβού, ήμουν έτοιμος να χειροτονηθώ βότκα αμπάσαντορ της οδού Πύρρωνος, ώσπου ένα βράδυ ο φίλος κι αδερφός Χρήστος Δεμέτης ήρθε στο σπίτι με διάφορα προβλήματα, ένα VAT 69 και ένα μπουκάλι κόκα κόλα. ‘Εφυγε με το ίδιο πολλά προβλήματα, αλλά χωρίς το ουίσκι και την κόκα κόλα. Το δωμάτιο μύριζε σαν μπαρ με κονσομασιόν για 2-3 μέρες, αλλά μετά την πρώτη γενική της μάνας μου, όλα ήταν καθαρά και στο δωμάτιο και στο μυαλό μου. Αν δεν πιω αμαρέτο με στυμμένο λεμόνι, θα πιω ουίσκι με κόκα κόλα. Η μη εντρύφηση μου στα των ποτών είναι ήδη εμφανής και για να σε εκνευρίσω κι άλλο, δηλώνω περήφανα ότι παραγγέλνω ‘ουίσκι με κόκα κόλα’ και όχι ‘κάποιο συγκεκριμένο ουίσκι με κόκα κόλα’. Και δεν είμαι 16.

Ουίσκι ο Μάνος Μίχαλος

Εκτός του ότι “καμία βότκα” εκτός αν το όνομα σου τελειώνει σε -ιν, τύπου Μιχάλιν, ή έχεις φτιάξει πέννες με σολομό και θες να δέσεις τη σάλτσα. Το ουίσκι είναι τέχνη, είναι επιστήμη, είναι παράδοση, είναι οικογένεια (που το περιμένει να ωριμάσει στα βαρέλια της), είναι ατμοσφαιρικό, είναι αντρικό, είναι χρυσαφένιο, είναι πολύ καθαρό όσο ανεβαίνεις levels και ανακαλύπτεις πραγματικά ωραίες ετικέτες (ναι, οκ, αναγκαστικά πιο ακριβές). Το ουίσκι είναι το νερό της φωτιάς, που έλεγαν και οι Ινδιάνοι στο Λοχαγό Μαρκ, που βάζει μπρος τη μηχανή σου, το μυαλό, εν μέρει και την καρδιά σου (αν πιεις λίγο, της κάνει καλό), είναι αυτό που θες να κεράσεις το φίλο σου όταν κάτι δεν πάει καλά στη ζωή σου/του, είναι αυτό που θες να ανοίξεις, για να χαλαρώσεις ένα βράδυ μετά από δύσκολη μέρα στη δουλειά. Αυτά από μένα και ένας νόμος: ποτέ κόκα κόλα στο ουίσκι. Το φωνάζω από μικρός και θα το λέω ως το τέλος: “Βάζεις αγόρι μου, ουίσκι στην κόκα κόλα;”. Όχι. Ε, τότε, γιατί χαλάς τα 12, 15, 18 χρόνια που χρειάστηκαν για να φτάσει στα χέρια σου ένα ποτήρι καλού ουίσκι;

Ουίσκι ο Άλκης Βασιλείου

Όταν ξεκίνησα να βγαίνω, εκεί στην μποέμικη Θεσσαλονίκη των 90s’, έπινα και -δεν- ντρέπομαι γι αυτό αποκλειστικά Tequila Sunrise. Ναι, ναι, είμαι φλώρος και μπούλης, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Όταν κάποτε μία barwoman στο Expose (θρυλικό καταγώγιο στην Αγγελάκη), μου είπε «Tequila Sunrise; Nα σου κάνω μια βότκα πορτοκάλι, για να μοιάζεις λιγότερο αστείος;;;», ντράπηκα και… άλλαξα ποτό μονομιάς. Δύο χρόνια αργότερα, σε ένα beach party στη Χαλκιδική με χορηγό την Ursus, ξεκίνησα να πίνω αυτό το βυσσινί υπερβολικά γλυκό αψέφημα και -δεν- ντρέπομαι γι αυτό! Ίσως βέβαια, ο λόγος που δεν ντρέπομαι είναι ότι χάρη στην Ursus γοήτευσα ένα ξανθό γκομενάκι (που εν τέλει έγινε «το κορίτσι του Άλκη για τρία χρόνια», αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία), όμως η ουσία δεν αλλάζει!

Ήμουν πλέον 25 όμως, είχα χωρίσει και καταλάβαινα ότι πρέπει να βρω ένα ποτό που να ταιριάζει με την εν γένει γαματοσύνη μου. Και τα κατάφερα! Το καλοκαίρι του 2006, στο -σχεδόν- ιδιωτικό νησί ενός φίλου μου στη Χαλκιδική, δοκίμασα για πρώτη φορά Cuba Libre! Αυτό ήταν! Έχουν περάσει 7 χρόνια και πίνω μόνο Cuba Libre. Και με το φαγητό ακόμα και όντως δεν ντρέπομαι γι αυτό!

Πίνω λοιπόν παντού και πάντα Cuba Libre, με μια εξαίρεση! Όταν παίζω πόκα. Όχι πόκερ που παίζουν -και χάνουν- οι Μίχαλοι και οι Τριαντάφυλλοι. Πόκα! Στην πόκα λοιπόν, αναγνώστη μου, πίνω ουίσκι. Στην αρχή «Βατ 69», μετά «Τζόνι Ρεντ», μετά «Χέιγκ», μετά «Τζόνι Μπλακ», εκεί στην τριετία 2008 – 2011, που «λεφτά υπήρχαν» ξεκίνησα τα «Τάλισκερ» και τα «Λαγκαβούλιν», μετά ήρθε η κρίση και «αγάπησα» το «Ουάιτ Χορς» και το «Μπλακ εν Γουάιτ» της κατηγορίας «μην το πιείτε, λουστείτε» και πλέον… σαν έτοιμος από καιρό σαν θαρραλέος, δοκίμασα και πάλι δειλά δειλά το «Ντιμπλ» και κανένα «Σίβας», αλλά μόνο αν έχω καλό χαρτί στο χέρι!

Cuba Libre λοιπόν, αλλά λόγω διλήμματος, ουίσκι. Κι ας είναι και… «Μπαλαντάινς»!!!

Ουίσκι ο Χρήστος Δεμέτης

Προφανώς γι’ αυτή την επιλογή, φταίνε (και) οι παιδικές μου αναπαραστάσεις. Ρίχνεις ματιές πίσω στον χρόνο και βλεπεις τον πατέρα σου, θείους συγγενείς, οικογενειακούς φίλους και το κακό συναπάντημα να πίνουν ένα κίτρινο ποτό σε χαμηλό ποτήρι. Το μυρίζεις, σε συνοδεύει σαν ανάμνηση μέχρι την εφηβεία και μετά κολλάς μαζί του. Εκεί στην εφηβεία, πηγαίνεις και στο φροντιστήριο αγγλικών και ο Michael o Ουαλός καθηγητής, σου αναλύει τον τρόπο παραγωγής του χαρμανιού που βγάζει η οικογένεια του στο Μεγάλο Νησί. Και τον κοιτάς σαν χαζός. Ουίσκι λοιπόν (με προσωπική μου αδυναμία στο Canadian).

Κι όταν λέμε ουίσκι, εννοούμε σκέτο, άντε, με πάγο. Αλλά όχι με σόδα, όχι με coca cola. Respect στην coca cola αλλά το σωστό ουίσκι πίνεται σκέτο. Αφενός γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση χαλάς τη γεύση του, αφετέρου γιατί 7 στις 10 φορές ο μπάρμαν σου γεμίζει το ποτήρι με ανθρακούχα και η πραγματική ποσότητα ποτού περιορίζεται στο ύψος του ενός δαχτύλου. Οριζόντια. Το σκέτο θα μπορούσε να ισχύει και για άλλα ποτά αλλά μερικά δεν τα αντέχεις σκέτα (βλέπε τζιν), εκτός αν είσαι ο νέος Χέμινγουεϊ.

Ο κύριος λόγος όμως είναι γευσιγνωστικός. Πάμε τώρα στα πιο εξεζητημένα ζητήματα. Ουίσκι, γιατί ποτέ στο μπαρ δε ζητάς “ένα ουίσκι”. Τι ουίσκι; Ποιο ουίσκι; Το ψάχνεις, το μελετάς, παραγγέλνεις με αυτογνωσία και με πλήρη συνείδηση. Ουίσκι επίσης, γιατί το σωστό κοκτέιλ είναι το Μανχάταν. Κοινώς, ουίσκι, κόκκινο βερμούτ και χυμό πορτοκάλι. Ουίσκι και για τους Thin Lizzy.

Α ναι, και για να μην ξεχνιόμαστε. Στα λατινικά ονομάζεται aqua vitae, δηλαδή, “water of life”. Ετυμολογία διπλής ανάγνωσης.

Βότκα η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Το αλκοόλ και εγώ ποτέ δεν είχαμε ιδιαίτερη χημεία. Ή μάλλον έχουμε, εκρηκτική, τα καταστροφικά αποτελέσματα της οποίας φαίνονται πάντα την επόμενη ημέρα, όταν καταλήγω στο κρεβάτι του πόνου, σε νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα με έναν ορό Zantac στο χέρι. Γενικά δεν τα αντέχω τα straight ποτά. Αλλά θα ψηφίσω βότκα, για τρεις σημαντικούς λόγους. Πρώτον, είναι το ποτό της εφηβείας μας. Βότκα πορτοκάλι πίναμε στις επαρχιακές ντισκοτέκ της Βόρειας Εύβοιας, βότκα λεμόνι στο κλαμπ “Πρόβα” στη Νέα Μάκρη, βότκα ανανά στα πρώτα μας ξενύχτια στο Privilege. Δεύτερον, είναι θέμα ιδεολογίας. Όταν ακούω ουίσκι, το μυαλό μου δεν μπορεί να ξεκολλήσει από τον ημιμαθή βλάχο Ελληναρά της διπλανής πόρτας, που θα παραγγείλει με στόμφο Τσόνι Μπλακ αντί για κόκκινο, Τσίβας 18αρι αντί για 12αρι και αυτάρεσκα θα αναπαράγει 5 ηλίθια trivia για τα Χάιλαντς και τα βαρέλια, τα οποία παπαγάλισε από κάποιο περιοδικό για να το παίζει cognoscenti του θέματος. Τρίτον και τελευταίο, η βότκα είναι το βασικό συστατικό σε ένα απαράδεκτο σφηνάκι που πίνει το αγόρι μου, το οποίο -παραδόξως- αρέσει σε πολλούς ανώμαλους εκεί έξω και εν τέλει, οφείλω να παραδεχθώ πως ήταν ένα από τα βασικά συστατικά της επιτυχίας του γάμου μου. Δρακόζουμα για όλους!

Βότκα ο Θανάσης Κρεκούκιας

Εκτός και αν μιλάμε για Jack Daniels. Όπου εκεί υποκλινόμαστε όλοι μαζί, οπωσδήποτε πριν καταρρεύσουμε. Έχω γίνει ντίρλα με το Τζακ, αλλά πολύ περισσότερες φορές έχω διαλυθεί στα εξ ων συνετέθην με τη βότκα. Κυρίως στον συνδυασμό του black russian έχω γράψει επικές σελίδες σε διάφορα μέρη με αποκορύφωμα τον Δεκέμβριο του 1990, όταν έγινα κουρούμπελο σε ένα μπαρ της Μαδρίτης και μετά βγήκα έξω δαυλί και άρχισα να περπατάω μέχρι να φτάσω στη μέση της λεωφόρου Καστεγιάνα, όπου θεώρησα πρέπον να κάτσω κάτω σταυροπόδι με τα αυτοκίνητα να περνούν δεξιά και αριστερά μου και τους οδηγούς να με λούζουν με ακραία ισπανικά μπινελίκια. Ευτυχώς με μάζεψαν τα τραβεστί που έκαναν εκεί πιάτσα, με έβαλαν σε ένα ταξί και με έστειλαν στην ευχή της Παναγίας. Βότκα λοιπόν, είτε με πορτοκάλι, είτε με λεμόνι, είτε με καλούα και μη με ρωτήσετε αν την είχα και στο χωριό μου, γιατί θα σας στείλω αδιάβαστους. Χειμώνας του 1985 στο σκυλάδικο του Καυκή στον Μάραθο. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπαίνω στον «ναό» του παρακμιακού αυνανισμού της εποχής. Καθόμαστε με την παρέα, πίνουμε, καυλαντίζουμε, ακούμε τα σκυλιά να γαυγίζουν αχαλιναγώγητα πάνω στην πίστα, όταν κάποια στιγμή ένας γκουρτζάνης από το διπλανό τραπέζι φωνάζει στο γκαρσόνι: «Να σου πω, φέρε μου ένα σκρου-ντράιβερ με μπόλικο σκρου….!!!!!!!». Ντελίριο.

Ουίσκι ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Α, λέμε ιστορίες. Ε, τι, το ουίσκι έχει τις καλύτερες.

Βότκα ο Τριαντάφυλλος

Ο Τριαντάφυλλος δεν πίνει γουίσκι. Νόμιζα ότι ήταν γνωστό. Δεν μ’ αρέσει και ποτέ δεν θα μ’ αρέσει. Καίει ρε παιδάκι μου, πως το λένε; Και Και μυρίζει βαριά και άσχημα. Και μου τη δίνει που βάζουν κοακόλα. Και μου θυμίζει Τζόνι κόκκινο και αυτό τα λέει όλα. Το μόνο καλό είναι το σύνθημα για τον Παπάγο (αφιερωμένο στον φαν του Oneman Τσούρο και στον αδερφό του Μάνου), γιατί ακόμη δεν έχω χωνέψει την περσινή ήττα στα πλέι-οφ.

Η βότκα από την άλλη η βασίλισσα του αλκόολ. Σκέτη με πάγο, με πορτοκαλάδα όπως τη πίναμε μικρά την εποχή που “τι πάτε και κάνετε εκεί στις ντίσκο” και τότε που “πρόσεχε μη σας ρίξουν τίποτα στο ποτό”, με τόνικ για αυτούς που δεν έχουν την αίσθηση της γεύσης (κανένα τόνικ), με μαρτίνι αλά Τζέιμς Μποντ ή με σπράι που πίνουν(ε) οι μάγκες. Και μην ακούω μαλακίες ότι είναι καλοκαιρινό ποτό, εκτός αν έχει κανείς εντύπωση ότι η Ρωσία είναι οι Μπαχάμες και στην κόκκινη πλατεία τριγυρνάνε με χαβανέζικα πουκάμισα και βερμούδες όλο το χρόνο. Υποθέτω βέβαια ότι ούτε στις Μπαχάμες θα φοράνε χαβανέζικα πουκάμισα βέβαια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Βότκα ο Στέλιος Αρτεμάκης

Του κρασιού είμαι ρε παιδιά, τι να πω κι εγώ;. Απλά, να, ποτέ δεν κατάλαβα πως το πίνουν αυτό το ρημάδι το ουίσκι. Τη βότκα την καταλαβαίνω. Αποσταγματάκι που καταβαίνει χωρίς να ενοχλεί τον ουρανίσκο. Και την επόμενη μέρα δεν έχεις πονοκέφαλο. Σα να κάνεις διατροφή με βιολογικά ένα πράγμα. Αλλά αυτό το ουίσκι… Να σου δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα. Πριν δύο χρόνια πήγα να γιορτάσω την πρωτοχρονιά με τον τρόπο που της αξίζει. Ποτάκι σε ποτάδικο μπαρ. Με τζαζ, μπλουζ, dream pop και τα ρέστα. Και είμαι αποφασισμένος να σκάσω το δεκάρικο -χρονιάρες μέρες γαρ- για να πάρω το ψαγμένο το σκοτσέζικο. Γκλεν-κάτι-noch δε θυμάμαι. Μύριζε την κακιά τη στάχτη, την καρβουνίλα την ίδια. Λοιπόν, είμαι σίγουρος ότι το ήπιε ο μπάρμαν. Οπότε βότκα.

Ουίσκι ο Μάνος Χωριανόπουλος

Δεν θυμάμαι πότε ήπια για πρώτη φορά ουίσκι. Κάτι που αν το καλοσκεφτείς, αποδεικνύει ότι το εκτίμησα αμέσως. Πίνω κυρίως Jack (το Jack μου, το Jack μου, το Jack, Jack, Jack μου, όπως θα έλεγαν και οι AC/DC) και Chivas και δεν μπορώ να διαλέξω άλλο ποτό και επειδή επί χρόνια συνοδεύει τις εμπειρίες μου, βοηθώντας με να τις θυμάμαι όπως μου αρέσει και όχι όπως έγιναν, και κυρίως επειδή απολαμβάνω τις γεύσεις.

Οι ιστορίες μέθης με τζακ, είναι αρκετές με κυριότερες αυτή που είναι γνωστή στους φίλους μου ως “Μέθοδος Χωρισμού σε μια Μέρα”, ένα βράδυ στο “Κουκου” και αυτή που σταμάτησα αμάξι φίλης μου ακριβώς έξω από αστυνομικό τμήμα, για να βγάλω ό,τι είχα στο στομάχι μου, στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή (Συγγνώμη Ελένη).

Κυρίως όμως θυμάμαι, πολλές νύχτες, που το ουίσκι ήταν απόλαυση και χαλάρωση και άλλες που ήταν ένα καλός θερμός φίλος, που βοηθούσε να αντέξω τη μεγάλη δυσκολία του να είμαι μαζί μου 24 ώρες το 24ωρο.

Όσο για τη βότκα; Τίμιο ποτό, το αγαπάμε, αλλά σε ένα τέτοιο δίλημμα, δεν έχει τύχη. Εκτός αν είσαι ο Άιβαν Ντράγκο.

*Όπως είπαν και οι προηγούμενοι σύντροφοι του αλκοόλ, ποτέ ουίσκι με κοακόλα. Ένα-δυο παγάκια και πολύ είναι

ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΕΛΟΣ: ΟΥΙΣΚΙ ΜΕ 63,63%

Νίκησε ο Ντον Ντρέιπερ. Βάλε ουίσκι, με έναν πάγο ή με όσους θες, και άραξε στην πολυθρόνα σου απολαμβάνοντάς το γουλιά-γουλιά. Μαζί σου είμαστε

ΨΗΦΙΣΕ ΚΙ ΕΣΥ ΣΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ


ή