ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Παππού ή γιαγιά;

Έχουν παίξει τόσα χαρτζιλίκια, κανακέματα, δώρα και από τις δύο πλευρές που πιο Αιώνιο Δίλημμα δύσκολα παίζει. Φάνηκε και στο σκορ

Σμυρνιές γιαγιάδες τα βάζουν με κρητικούς παππούδες, τσουρέκια τα βάζουν με χαρτζιλίκια, και διακοπές με νταντέματα. Εσύ μπορείς να βγάλεις νικητή στο twitter. 

Γιαγιά ο Πάνος Κοκκίνης

Οι παππούδες δεν φτουράνε, τόσο γενικότερα όσο ειδικότερα στην περιπτωσή μου. Οπότε δεν πρόλαβα να γνωρίσω κανέναν από τους δυο. Όπως, δυστυχώς, αντίστοιχα ούτε η κόρη μου πρόλαβε να γνωρίσει τους δικούς της. Άρα γιαγιάδες και πάλι γιαγιάδες. Για την ακρίβεια μια και Σμυρνιά. Αυτή που με μεγάλωσε μέχρι τα πέντε μου. Μια καλοσυνάτη μαυροφορεμένη κυρία στα τελευταία της που έλεγε στην μάνα μου ότι είχα μυαλό και ‘έκρυβε’ τις σκανταλιές μου. Δεν την θυμάμαι καλά. Κάτι που είναι μεγάλο κρίμα. Γιατί μια ‘ντούρασελ’ γιαγιά μπορεί να προσφέρει στο παιδί σχεδόν τόσο αγάπη όσο μια μάνα. Το βλέπω από την πεθερά μου κάθε φορά που έρχεται, όπως σήμερα, και κάθεται με τις ώρες με τη μικρή να πλάσουν κουλουράκια. Αν έλεγα ότι δεν ζηλεύω, θα ήταν ψέματα.

Γιαγιά ο Μάνος Μίχαλος

Ο ένας παπούς έφυγε πολύ πριν έρθω, ο άλλος έφυγε όταν εγώ ήμουν σε ηλικία το μυαλό δεν κρατάει αναμνήσεις, τουλάχιστον συνειδητά. Οπότε, δεν έχω καμία σχέση με την έννοια παππούς. Από την άλλη, η έννοια γιαγιά έχει εκατομμύρια αντιστοιχίες στο μυαλό μου. Ειδικότερα, λόγω της μίας, της Λούλας (μιλάμε για όνομα, όχι μαλακίες), από την πλευρά της μητέρας μου (όχι ότι με αυτήν του πατέρα μου δεν τα πηγαίναμε καλά, αλλά είχε πάντα αδυναμία στον αδερφό μου, μου έδινε μικρότερο τσουρέκι από εκείνον). Κάθε σαββατοκύριακο από τα 5 ως τα 13-14 με θυμάμαι μαζί της, να με παράτανε σπίτι της στον Ταύρο οι γονείς μου, να κάνω διακοπές μαζί της στη Σάμο, στη Σαλαμίνα, να έρχεται στο σπίτι στη Γλυφάδα για να με/μας κρατήσει (πάλι μας παρατούσαν οι γονείς μου, αλλά εντάξει και εγώ θέλω τώρα να βγω με τον Ξυγκόρο, οπότε καταλαβαίνω).

Η γιαγιά μου, η συγκεκριμένη, είναι ο πρώτος άνθρωπος που έχασα και πραγματικά με πόνεσε, τότε το 2001. Δεν ξέρω αν ήταν σαν δεύτερη μάνα μου, αλλά το ένιωθα ότι ήμουν σαν το τέταρτο παιδί της. Έκλαιγα ένα καλοκαίρι, όταν ήρθε η μάνα μου να με πάρει από τη Σάμο, έκλαιγα ένα χειμώνα ολόκληρο όταν την έχασα (και ποτέ δεν την ξέχασα). Πρέπει να είναι ο άνθρωπος από τον οποίο έχω τις περισσότερες, καθαρές, αθώες καλές αναμνήσεις. Αυτό το Δίλημμα ήταν μια (καλή) αφορμή, για να τις θυμηθώ.

Γιαγιά η Ελιάνα Χρυσικοπούλου

Θέλω να καταγγείλω πόσο ξεφτιλισμένο είναι το σημερινό μας δίλημμα. Ο μόνος λόγος που τολμάτε να το θέσετε είναι γιατί ξέρετε πως κανένας παππούς και καμία γιαγιά δεν πρόκειται να το μάθει. Τι θα μας βάλετε να διαλέξουμε μετά; Μπαμπά ή μαμά; Αδερφό ή αδερφή; Πόδι ή χέρι; Συκώτι ή πάγκρεας; Γατάκια, σιγά μην μπορούσατε να απαντήσετε αν ξέρατε πως αυτός που απορρίψατε θα το διαβάσει με τα ματάκια του υγρά και τρεμάμενη μασέλα. Να σκέφτεται τι έχει κάνει λάθος και τον αγαπάτε λιγότερο από τον άλλο και να αγχώνεται αν θα προλάβει να σας δώσει λίγη ακόμα αγάπη. Και αφού σας έκανα κουρέλια από τις τύψεις,  θα ψηφίσω την γιαγιά Έλλη -την μόνη που γνώρισα άλλωστε- μια αρχετυπική γιαγιάκα, στρουμπούλα με γκρι μαλλάκια, που πάντα είχε σοκοφρέτες και τσιπς για μένα στο ντουλάπι. Συγνώμη γιαγιά Χαρίκλεια, συγνώμη παππού Γιώργο και παππού Κώστα. Αν σας είχα γνωρίσει δεν υπάρχει περίπτωση να απαντούσα σε αυτό το δίλημμα.

Παππού η Ρομίνα Δερβεντλή

Δεν θα απαντήσω στο δίλημμα σκεφτόμενη με ποιόν ήμουν πιο κοντά, ποιό συμπαθούσα/αγαπούσα περισσότερο και με γνώμονα ποιος μου έκανε τα περισσότερα χατίρια. Γιατί αν ήταν έτσι, πιθανότατα θα ψήφιζα γιαγιά. Γιατί με μια γιαγιά μεγάλωσα στο σπίτι και γνώρισα μόνο τον έναν παππού- αφού ως γνωστόν συνήθως τους “τρώμε” τους άντρες.

Θα απαντήσω σκεφτόμενη την γενικότερη ιδέα. Εξηγούμαι. Πάντα με συγκινούσαν περισσότερο οι παππούδες. Αν έβλεπα έναν γεράκο στο δρόμο, μόνο του να περπατάει κουτσά-στραβά και να κοιτάει τριγύρω του λες και ανακαλύπτει τώρα τον κόσμο, ήμουν ικανή να βάλω τα κλάμματα. Αν φανταζόμουν ότι μπορεί να επιστρέφει σε ένα σπίτι μόνος του, χωρίς γυναίκα να βλέπουν παρέα τον Παπαδόπουλο, παιδιά ή εγγόνια εκεί γύρω ή έστω σε ένα κοντινό σπίτι, θα μπορούσα να πάθω κατάθλιψη για κανα μήνα.

Θα μου πεις γιατί, μια ζαρωμένη, συμπαθητική γιαγιάκα σε αφήνει αδιάφορη; Δεν ξέρω, προφανώς και όχι, απλά η εικόνα ενός άντρα στην τρίτη ηλικία της ζωής του κάτι λέει μέσα μου, περισσότερο από μια γυναίκα. Ίσως επειδή οι γυναίκες είναι πιο δυνατές στην μοναξιά; Μπορεί, δεν ξέρω και δεν έχει σημασία.

Ίσως το πήρα λάθος, γιατί το θέμα δεν είναι ποιον “λυπάσαι” περισσότερο, ο παππούς και η γιαγιά δεν παραπέμπουν σε μιζέρια, μοναξιά, απώλειες και αρρώστειες. Γιατί, εσείς που επιλέξατε αυτόν που αγαπάτε περισσότερο είστε καλύτεροι;

Γιαγιά ο Ηλίας Αναστασιάδης

Ο ένας παππούς έφυγε πολύ πριν έρθω, ο άλλος έφυγε όταν εγώ ήμουν σε ηλικία που το μυαλό δεν κρατάει αναμνήσεις, τουλάχιστον συνειδητά. (Αδέρφια και σε αυτό με το Μίχαλο. Ρε μήπως είμαστε όντως; Να το δούμε αυτό με τους παππούδες). Οι πρώτες αναμνήσεις μου είναι στο σπίτι της γιαγιάς Άννας που το 2016 θα κλείσει τα 100 (γουάου, όταν το γράφεις φαίνεται ακόμα πιο αδιανόητο). Στον καναπέ μπροστά από την μπαλκονόπορτα, να ανοίγουμε κάθε μέρα, ξανά και ξανά, την ίδια εγκυκλοπαίδεια των ζώων και να μου ξαναδείχνει το λιοντάρι που κατασπάραζε μια άμοιρη αντιλόπη ή την πιο τρομακτική εικόνα της παιδικής μου ηλικίας, έναν βάτραχο μάλλον με θυροειδή, που τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν από τη σελίδα. Τη γιαγιά την Ειρήνη δεν την αγάπησα τόσο, μάλλον γιατί μεγάλωσα σε πολύ biased περιβάλλον και τι να σου κάνει ένα παιδάκι που το μόνο που το νοιάζει είναι να μην παθαίνει κατάθλιψη δίπλα σε 70άρηδες που ξέχναγαν να σταματήσουν να πίνουν; Στο σπίτι της γιαγιάς Άννας μεγάλωσα, στην αυλή της έπαιζα ένα πρωτάθλημα μπάσκετ μόνος μου, στο σαλόνι της ήμουν στο μεγάλο σεισμό του ’99 και φοβήθηκα ότι θα μείνει στον τόπο, στο σαλόνι της θα είμαι και όταν κλείσει τα πρώτα 100.

Τη γιαγιά Ρίτα ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Ίσως στεναχωρήσω τον μπαμπά μου με την επιλογή αλλά στην σύγχρονη ελληνική οικογένεια είναι γραφτό να έχεις πιο κοντά σου μία από τις δύο γιαγιάδες. Κι εμένα αυτή η γιαγιά ήταν η Μαργαρίτα. Φέτος κλείνουν 10 χρόνια από τότε που την είδα τελευταία φορά. Και κάθε φορά που την σκέφτομαι συγκινούμαι. Για τις Παυλίδης φράουλα που είχε πάντα στην τσάντα για εμένα, για εκείνες τις Πέμπτες που πέρναγα στο σπίτι της πιτσιρικάς και με νανούριζε με παραμύθια, για τον τρόπο που κατάφερνε να πάρει μια τόσο ωραία αγκαλιά έναν μαντράχαλο, για το χέρι που μου κράταγε πότε πότε σφιχτά, για την αυταπάρνηση κάθε φορά που την χρειάζονταν τα παιδιά και τα εγγόνια της, για τον κορμό σοκολάτας, για το κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, για το άθλιο κρασί που έπινε στραβοκαταπίνοντας επειδή ήταν από το χωριό του παππού. Για εκείνο το βράδυ της Κυριακής που μου είπε να πάω να την δω κι εγώ ο μαλάκας δεν πήγα γιατί έπαιζε ποδόσφαιρο η Αγγλία με τη Γαλλία. Θα δακρύζω κάθε φορά που θα ακούω τους Κατσιμιχαίους να τραγουδάνε για μια Ρίτα. Κι ας μην είχαν στο μυαλό τους τη δική μου.

Παππού ο Στέφανος Τριαντάφυλλος

Οι γονείς του πατέρα μου πέθαναν πριν γεννηθώ. Από τον παπού μου έχω ως αναμνήσεις 2-3 εικόνες, ενώ τη μάνα της μάνας μου τη γνώρισα καλύτερα. Αλλά νομίζω ότι το δίλημμα δεν πρέπει να έχει τόσο υποκειμενική υπόσταση. Με αυτή την έννοια θα επέλεγα ξεκάθαρα “γιαγιά”, γιατί αυτή έζησα περισσότερο, αυτή θυμάμαι να λέει ιστορίες (ξέχνα ότι στερεότυπο φαντάζεσαι για τις ιστορίες που λένε συνήθως οι γιαγιάδες, η δική μου σε έκανε να κυλιέσαι από τα γέλια, με σόκιν περιγραφές και μπόλικο κράξιμο προς πάσα κατεύθυνση), αυτή μου ήρθε στο μυαλό όταν διάβασα το δίλημμα. Συγκεκριμενα τη θυμάμαι στην Κόστα να δινει κρυφά παγωτό στο σκύλο, να χειρίζεται για πλάκα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.

Θα πω “παππούς”, όμως. Γιατί από αυτόν πήρα το όνομα μου. Γιατί αυτούς μ’ αρέσει πολύ να βλέπω χέρι-χέρι με το εγγονάκι τους βόλτα στο δρόμο (είναι εκπληκτικό πως άνθρωποι που έχουν ζήσει τόσα πολλά, να γίνονται έρμαια στις διαθέσεις ανθρώπων κοντύτερων του ενός μέτρου). Γιατί ξέρω ότι η γιαγιά θα καταλάβαινε.

Παππού ο Άλκης Βασιλείου

Γνώρισα -ουσιαστικά- μόνο έναν παππού και μία γιαγιά -τους γονείς της μαμάς μου- και είμαι περήφανος που τους είχα για τόσα χρόνια στη ζωή μου, γιατί οι δυο τους περισσότερο από τον οποιονδήποτε «ευθύνονται» για τη γαμάτη βρεφική, παιδική, εφηβική και μετεφηβική ηλικία που πέρασα! Λατρεύω τους γονείς μου, την αδελφή μου, τη γυναίκα μου και… τον σκύλο μου, αλλά δεν έχω αγαπήσει κανέναν όσο τον παππού και τη γιαγιά μου!

Σίγουρα δεν ήταν κλασικές περιπτώσεις παππού και γιαγιά, που ήταν όλη μέρα στο σπίτι και το highlight της μέρας τους ήταν η… άφιξη του μικρού Άλκη! Ήταν και οι δύο γιατροί, είχαν αριθμό διδακτορικού 003 και 009 αντίστοιχα στην ιατρική Θεσσαλονίκης και μου έδωσαν τα πάντα. Και όταν γράφω τα πάντα, κυριολεκτώ! Νομίζω ότι από τη μέρα που γεννήθηκα, μέχρι τη μέρα που έφυγαν από τη ζωή, έκαναν ό,τι περνάει από το χέρι -και από την τσέπη τους- για να περνάω καλά και να γίνω… ωραίος τύπος! Όλοι έχουμε κακές αναμνήσεις στη ζωή μας. Εγώ, από τους δύο αυτούς ανθρώπους δεν έχω καμία, με εξαίρεση δύο. Τη μέρα που άκουσα από τη γιαγιά μου το «αγοράκι μου ο παππούς έφυγε» και τρία χρόνια μετά το τηλεφώνημα από τον μπαμπά μου «μικρέ, η γιαγιά…». Ακόμα και τώρα που το γράφω, έχω ένα κόμπο στον λαιμό, γιατί πίστευα ότι οι δύο αυτοί κοτσονάτοι και κοσμογυρισμένοι 80χρονοι ήταν αθάνατοι. Στο δικό μου μυαλό παραμένουν!

Υγ: Ο μοναδικός λόγος που απάντησα «παππούς» είναι γιατί αυτό θα ήθελε η γιαγιά μου…

Παππού ο Χρήστος Δεμέτης

Θα είμαι ειλικρινής. Δεν έχω απαντήσει σε δυσκολότερο δίλημμα και για να είμαι ακόμα πιο ειλικρινής, δεν το θεωρώ καν δίλημμα. Στην ερώτηση για παράδειγμα σχετικά με το αν θα προτιμούσα να κάνω αγόρι ή κορίτσι, όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα απαντούσα αη γαμ… λογοκρισία μας κόψανε κλπ. Δεν διαχωρίζονται αυτά αλλά ας είναι. Θα ψηφίσω παππού. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να μεγαλώσω μαζί με τις δυο γιαγιάδες μου και την ατυχία να χάσω τον αγαπημένο μου παππού όταν άρχιζα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου. Τον άλλο, από τον οποίο πήρα και το όνομα μου, δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω καν. Στον παππού Βασίλη λοιπόν, χρωστάω τις περισσότερες από τις παιδικές μου αναμνήσεις στο χωριό που εκείνος κυρίως με έκανε να αγαπήσω, το Χελιδόνι Αρχαίας Ολυμπίας, όπως και εκείνες τις αξέχαστες βόλτες με το άλογο του.  Ναι, θα τις θυμάμαι και όταν θα είμαι εξήντα.  Λένε επίσης πως τα παιδικά χρόνια είναι το καταφύγιο στο οποίο τρέχουμε να γυρίσουμε όταν έρχονται τα δύσκολα. Όταν γυρίζω λοιπόν εκεί, θυμάμαι πολλές φορές τον Βασίλη. Και αυτό αρκεί, για να ψηφίσω, μετά δυσκολίας, παππού. Συν, το ότι κι εγώ παππούς, ευελπιστώ να γίνω μια μέρα.  Γκρινιάρης παππούς.

Παππού ο Στέλιος Αρτεμάκης

Μια περίεργη ιστορία: Γνώρισα μόνο τη μητρική γιαγιά μου που την έλεγαν Βασιλική και αυτό για πολύ λίγο. Κανονικά θα έπρεπε να έχω πάρει το όνομα της. Αλλά οι γονείς μου αποφάσισαν με εντελώς δημοκρατικές διαδικασίες (καταπιέστηκε η μάνα μου) να μου δώσουν το όνομα του μεγαλύτερου αδερφού του πατέρα μου που δεν είχε παιδιά. Εξού και πέρασα ατέλειωτα καλοκαίρια στην Κρήτη, πήγα στρατό, δούλεψα στο Νησί, κράτησα επαφές με τις “ρίζες”. Πάντα με χαρτζιλίκωνε όταν έπρεπε και εγώ προσπαθούσα να τον θυμάμαι, να περνάω από το σπίτι του για να τον βλέπω. Αναπτύξαμε μία σχέση παππού – εγγονού ένα πράγμα. Στο κάτω κάτω αυτό μεγάλωσε τον πατέρα μου και τα αδέρφια μου όταν ο πραγματικός μου παππούς σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Και που αυτός ο θείος μου πήρε το όνομα του από το αδερφό του πατέρα του που δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά γιατί πέθανε στη Μικρά Ασία. Περίεργο, έ;

Παππού ο Μάνος Χωριανόπουλος

Ως παιδί του έρωτα, γεννήθηκα πολύ αργά. Έχω 19 και 14 χρόνια διαφορά από τα άλλα δυο μου αδέρφια και όταν ήρθα στον μάταιο τούτο κόσμο, όλοι οι παππούδες και γιαγιάδες, είχαν ακολουθήσει την αντίθετη διαδρομή. Επομένως δεν έχω άποψη για το ποιος είναι καλύτερος. Λόγω όμως της επικής ατάκας “παππού, παππού τον παίρνεις που και που”, θα επιλέξω τον παππού.

ΑΙΩΝΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΕΛΟΣ… Παππούς με 54,5%

Τρελή ανατροπή, από 5-1 κάτω, 5-6 τελικό. Ούτε στα μεγαλύτερα Αιώνια Διλήμματα.

ΨΗΦΙΣΕ ΚΙ ΕΣΥ ΣΤΟ TWITTER


ή