
Πέρασα 1,5 λεπτό στην πιο γρήγορη δημόσια υπηρεσία της Ελλάδας
Πολλά έχουν γραφτεί για τις δημόσιες υπηρεσίες της Ελλάδας. Αυτό το κείμενο προσπαθεί να αποκαταστήσει την αλήθεια.
- 19 ΜΑΙ 2025
Οι πρώτες μέρες του Μαΐου στην Ελλάδα, με το γνωστό μείγμα των υψηλών θερμοκρασιών, της ρινικής καταρροής και τα «έκανα το πρώτο μπάνιο», με βρήκε σε μία δημόσια υπηρεσία, να περπατάω περιμετρικά της πιο γνωστής ανοιχτής πληγής της χώρας. Γράφω «περιμετρικά» γιατί το ραντεβού μου ήταν ολιγόλεπτο κι έτσι δεν έπεσα εντός της.
Έχοντας τον ρόλο του απλού πολίτη από τη στιγμή που γεννήθηκα, μιας και το αίμα μου δεν είναι βασιλικό, απάντησα θετικά – δεν μπορούσα κι αλλιώς – στην πρόσκληση της ΕπΕΑ (Επιτροπή Εξέτασης Αντιρρήσεων) να παραστώ στο Δασαρχείο Κορίνθου και να κάνω την πρώτη επαφή για το κομμάτι γης που πέρασε στο όνομά μου.
Σύμφωνα με τον Δασικό Χάρτη, ένα μέρος του είναι δάσος. Σύμφωνα με εμένα, δεν είναι. Αντίρρηση λοιπόν, δεν το δέχομαι κυρίες και κύριοι. Η συγκεκριμένη διαδικασία είναι συνηθισμένη, τόσο συνηθισμένη που στο πινάκιο (υπέροχη λέξη) βρήκα γνωστούς, άτομα που ξέρω πώς πίνουν τον ελληνικό τους, αν το Πάσχα προτιμούν κατσίκι ή αρνί και τις τιμές των τριγλυκεριδίων τους μετά την κατανάλωση.
Σε χωριό μεγάλωσα, αν είναι να μας πολτοποιήσει η μπάλα της γραφειοκρατίας τουλάχιστον ας μας πολτοποιήσει όλους μαζί. Αντίρρηση λοιπόν, δεν το δέχεστε ούτε εσείς συγχωριανοί μου. Κι αν κάποτε σας έβρισα, για οποιονδήποτε λόγο, σας ζητώ συγγνώμη. Δεν θα πέσουμε αμαχητί.
Το ραντεβού μου ήταν προγραμματισμένο για τις 9:50 στο Δασαρχείο Κορίνθου και επειδή αυτή ήταν η πρώτη φορά που αναλαμβάνω μια υπόθεση τέτοιας φύσεως (κληρονομικά, μείνετε μακριά), δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Ακόμα δεν ξέρω.
Αυτό που με απασχολούσε, βέβαια, ήταν άλλο: τι ύφος έπρεπε να υιοθετήσω; Αυστηρό, ειρωνικό, περιπαικτικό ή αδιάφορο; Να το προσαρμόσω στην ασχετοσύνη μου ή να πάω κόντρα σε αυτή με κίνδυνο να χάσω τις όποιες ελπίδες μου να αφαιρέσω μια και καλή το «Δ» από το χωράφι που κληρονόμησα για να σπείρω τις ελπίδες μου;
Πολλά τα ερωτήματα, μία η απάντηση: μίλα μόνο όταν σου απευθύνουν το λόγο κι αν χρειαστεί, κάνε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Δεν έκανα τίποτα από τα δύο.
Στην ώρα μου και με τη διάθεσή μου στα τάρταρα, έφτασα στο σημείο όπου οι δύο πλευρές θα κάθονταν στο ίδιο τραπέζι να διαπραγματευτούν. «Είναι δάσος» αυτοί, «δεν είναι δάσος» εγώ, μέχρι να πιάσουμε Ιούλιο και λιώσουν τα ντουβάρια.
Είχα ετοιμάσει μάλιστα και μία τρομερή ατάκα σε περίπτωση που με έφερναν σε δύσκολη θέση: «υπάρχουν αεροφωτογραφίες, κύριοι». Έτυχε να γνωρίσω έναν τοπογράφο στον στρατό, κάθε ξεθωριασμένη ανάμνηση λειτουργούσε υπέρ μου. Αυτό ήξερα, αυτό έλεγα.
Ήμουν ο αριθμός «11», χωρίς barcode στον αυχένα, αλλά με μια αγγελική φιγούρα σχηματισμένη στην πλάτη, αποτέλεσμα της τριβής μεταξύ δέρματος, μπλούζας και τσάντας. Ένας ιδρωμένος άσχετος ενήλικας με τετραπλή δόση καφεΐνης στον οργανισμό του, περνούσε το κατώφλι μιας δημόσιας υπηρεσίας για να βρει το δίκιο του. Ολα ή τίποτα κι αν όχι όλα, κάτι. Είναι κρίμα να χαθεί ολόκληρο το χωράφι.
Ανεβαίνω τις σκάλες. Το γνωστό γκρίζο χρώμα που κυριαρχεί στα περισσότερα δημόσια κτίρια, μαζί με μερικές σιδεριές, είναι εκεί, στη θέση του. Ανοίγω την πόρτα σαν 16χρονος που άργησε να επιστρέψει σπίτι. Μπροστά μου εμφανίζονται τρεις καρέκλες και κάθομαι, βάζοντας τα χέρια μου ανάμεσα στα γόνατα.
Στα αριστερά μου εμφανίζεται μια ηλικιωμένη κυρία η οποία είχε μόλις τελειώσει το ραντεβού της. Δίπλα της ένας μεσήλικας, μάλλον ο γιος της που, αν κρίνω από τον τρόπο που την κρατούσε, θα έκανε τα πάντα για εκείνη – τουλάχιστον μέχρι να περάσει το χωράφι στο όνομά του, αν και δεν μου αρέσει να μπλέκω με τα κληρονομικά των άλλων.
Παρατηρούσα τους ανθρώπους που εργάζονταν σκληρά πίσω από την οθόνη τους. Τους φακέλους, τα έγγραφα και τους άδειους καφέδες που τους πλαισίωναν. Ο χώρος αναμονής μύριζε «δεν γλιτώνεις» και, παρά τις προσπάθειές μου να επιβραδύνω λίγο το χρόνο, έφτασε η σειρά μου. Κανείς δεν με φώναξε.
Μετά από αρκετή εσωτερική διεργασία, αποφάσισα να ρωτήσω έναν πολύ κουρασμένο κύριο πού πρέπει πάω, ώστε να ξεκινήσει επιτέλους το μαρτύριο. Όσο το καθυστερείς ο φόβος μεγαλώνει. Αφού με κοίταξε στα μάτια και με περιεργάστηκε, σηκώθηκε από την καρέκλα του και με οδήγησε μπροστά από μία κλειστή πόρτα.
Χτυπάω, ανοίγω, παρατηρώ. Τέσσερις άντρες, οι δύο στο ίδιο γραφείο, οι άλλοι σε ξεχωριστά, με χαιρέτησαν. Πλησιάζω σε ένα από αυτά και αφαιρώ την τσάντα από τον ώμο μου. Ξαφνικά, ένας από τους εξεταστές μου πετάγεται από τη θεση του, απλώνει το χέρι του και μου λέει ότι δεν χρειάζεται. Γελάει, γελάω, γελάνε. Δεν λέω τίποτα και πάω να κάτσω. «Όχι, όχι», ακούω από τον ίδιο τύπο και στέκομαι όρθιος.
– Είστε ο κύριος Δέδες;
– Είμαι ο κύριος Δέδες.
– Και τι το θέλετε το χωράφι;
– Δεν το έχω σκεφτεί, μια φορά έχω πάει.
– Και τι το θέλετε τότε;
– Μου το άφησε ο παππούς, κρίμα είναι.
– Θα σας στείλουμε με μέιλ την απάντηση.
– Αυτό ήταν;
– Αυτό ήταν.
– Έγινε, καλημέρα.
– Καλημέρα κύριε Δέδε.
Θα μπορούσε όλο αυτό να ήταν από την αρχή ένα μέιλ, αλλά όχι. Με ήθελαν εκεί, να δω το μεγαλείο του fast track, πόσο γρήγορα κινούνται πλέον οι διαδικασίες όταν, πριν από λίγα χρόνια ή μήνες, όλα κινούνταν αργά, παρά τις πλατφόρμες που γεννιούνται η μία μετά την άλλη, υποτίθεται, για να μας κάνουν τη ζωή πιο εύκολη.
Όσο υπάρχουν τέτοιοι επαγγελματίες δεν έχω να φοβάμαι τίποτα για το χωράφι μου, αυτό το μικρό κομμάτι γης που έμεινε πίσω για να μου θυμίζει τον παππού μου. Κάτω οι ιντερνετικές ευκολίες, ζήτω οι δημόσιες υπηρεσίες! Δεν έφτασε ακόμα η ώρα που η μηχανές θα κερδίσουν τον άνθρωπο και την όρεξή του για δουλειά.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.