ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πώς ξέφυγα από τους αστυνομικούς σε ιστορικό τσοντάδικο της Αθήνας

Ο Γιάννης Φιλέρης ήταν 17 ετών, όταν έγινε είσοδος αστυνομικών στο περίφημο σινεμά-ναό 'Αλάσκα'.

Η πρόσφατη ιστορία με τον ‘Τζόκερ’ και την είσοδο των αστυνομικών στις κινηματογραφικές αίθουσες για να ελέγξουν αν πράγματι υπήρχαν ανήλικοι, για τους παλιότερους ήταν η επιστροφή στο παρελθόν. Στα εφηβικά τους χρόνια, οι άνω των 50, διαβάζοντας την είδηση είναι σίγουρο ότι πήγαν νοερά πίσω στον χρόνο. Τότε που οι κινηματογράφοι έπαιζαν ‘δυο έργα σεξ’ (μπορεί και καράτε), αλλά και την Εμμανουέλα, ή ακόμη χειρότερα τη ‘Γρανίτα από Λεμόνι’.

Και που στα μπιλιαρδάδικα (σφαιριστήρια για να είμεθα και ακριβείς) έπεφτε ‘σύρμα’, μόλις εμφανιζόταν πηλήκιο απ’ έξω. Η αστυνομία είχε αναλάβει να προστατεύει τους νέους από τους πειρασμούς και το παιχνίδι με τους μαγαζάτορες ή τους αιθουσάρχες παιζόταν στο ταμείο. “Είσαι ρε 18, ή θα βρούμε κάνα μπελά” ήταν η ερώτηση.

Για να καταλάβει ένας σύγχρονος νέος την πραγματικότητα της δεκαετίας του 80, θα πρέπει να συμβουλευτεί τον πατέρα του. Αλλιώς, δεν πρόκειται να καταλάβει τίποτε. Χωρίς κινητά τηλέφωνα, χωρίς ίντερνετ, με δυο κρατικά κανάλια στην τηλεόραση, η ασφυξία ήταν δεδομένη.

Τα περιοδικά ‘ντρεπόσουν’ να τα αγοράσεις από τον περιπτερά κι αν έπεφτες σε κάνα στραβόξυλο (ή ρουφιάνο) σε αγριοκοίταζε και σου ‘λεγε “φύγε γιατί θα το πω στη μάνα σου”. Τι απέμενε; Το θάρρος να κοροϊδέψεις τον ταμία του σινεμά και η σωματική σου διάπλαση. Ο συνάδελφος και συμμαθητής μου Νίκος Σαρίδης, έγραψε στον τοίχο του στο Facebook πραγματικές αλήθειες, όπως το κυνηγητό από διαχειριστές πολυκατοικιών γιατί είχαμε ανέβει στην ταράτσα να δούμε ακατάλληλη ταινία, ή τα κλειδώματα στις τουαλέτες όταν αστυνομικός έμπαινε στο μπιλιαρδάδικο να κάνει έλεγχο ή ακόμη χειρότερα την ομαδική είσοδο σε κινηματογράφο-σεξ, το θρυλικό ‘Αλάσκα’, μετά από κατάθεση στεφανιού στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Τόσο ξεδιάντροποι…

Aυτή ήταν και η πραγματικότητα, ωστόσο. Σε μια γενιά που δεν ήταν τόσο ‘περιορισμένη’ όπως εκείνη της χούντας, ή των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, η ενηλικίωση ερχόταν με αυτές τις βόλτες. Για τους περισσότερους. Οι λίγοι τυχεροί είχαν απλά…γκόμενες.

Ο ναός Αλάσκα και τα άλλα σινεμά

Ναι, το ‘Αλάσκα’ ήταν ένας ιστορικός ναός της εποχής. Όπως το ‘Αβέρωφ’ ή το ‘Σταρ’. Η τα ‘Ολύμπια’ όπως λέγαμε εμείς το δικό μας τσοντάδικο (‘η’ ήταν, αλλά για ένα περίεργο τρόπο, εμείς θεωρούσαμε ότι ήταν…ουδέτερο). Οι κινηματογράφοι σεξ, είχαν πάντοτε μια αίγλη. Ένα μυστήριο. Όσοι δεν είχαν μπει, το είχαν απωθημένο όπως ένα ταξίδι στο Λιβερπουλ για να επισκεφτείς το Άνφιλντ.

Η πρώτη είσοδος για ένα νεαρό, που έμπαινε σε ένα τέτοιο σινεμά έμοιαζε με μυσταγωγία. Καμιά φορά, πάθαινε και σοκ. Ξαφνικά, έβλεπε σκηνές με πράξεις που δεν είχε ιδέα. Ήταν και οι περίεργοι, που παρακολουθούσαν μαζί. Συνομήλικοι πιο έμπειροι, που είχαν δει δυο-τρεις ταινίες, είχαν ξεγελάσει τον ταμία, ή απλά ήταν πιο ψηλοί. Κοιτούσαν κι αυτοί την οθόνη με λάγνο βλέμμα, αλλά ήταν έτοιμοι να φωνάξουν “άξιος” όταν ο πρωταγωνιστής ολοκλήρωνε.

Γέροι, με εφημερίδες στα πόδια του, όχι να διαβάσουν αλλά για να κρύβουν την πράξη με το χέρι τους, κάτω από το ΦΩΣ ή την Αθλητική Ηχώ, που ήταν και σε μεγάλο σχήμα και βόλευε. Άλλοι πιο περίεργοι, που δεν κοιτούσαν την ταινία, αλλά εσένα. Καμιά φορά πλησίαζαν και άγγιζαν τυχαία, ποντάροντας στην δική σου ντροπή, ή στην σφαλιάρα που θα τους έριχνες μόλις συνειδητοποιούσες ότι το είχαν κάνει επίτηδες.

Ένας άλλος κόσμος μέσα στην σκοτεινή αίθουσα, που στο διάλειμμα γινόταν φωτεινή κι έβγαινε το συρόμενο κυλικείο να σερβίρει “σάμαλι, πορτοκαλάδες, σάντουϊτς”. Τσόντα-τσόντα, αλλά άμα σε κόψει λόρδα τι γίνεται; Περισσότερα είχα γράψει και πριν από τρία χρόνια, πάλι στο Oneman.

Καθώς είχα ήδη πάρει το βάπτισμα του πυρός (δεν ήταν και δύσκολο, λόγω του ύψους) κι επειδή είχα πάρει το ‘κολλάει’ και ελέω της πρώτης επαφής με το κέντρο της Αθήνας (στην Πειραιώς 9-11 , δηλαδή δίπλα στην Ομόνοια, ήταν τα Γραφεία του ΦΩΤΟΣ, που πήγαινα από 16 ετών) ήταν εύκολο να καθοδηγήσω μια παρέα για ένα από τα ‘αριστουργήματα’ που έπαιζε ένα από τα σινεμά της περιοχής.

Αν δεν κάνω λάθος πρέπει να ήταν το ‘Αλάσκα’. Πάνω στην κορύφωση του έργου, άνοιξαν τα φώτα. Νόμιζα ότι ήταν διάλειμμα, αλλά είχα κάνει λάθος. Η φωνή που άκουσα, με προσγείωσε στην πραγματικότητα: “Ταυτότητες!” Σαν ταινία, στριφογύρισαν από το μυαλό μου, οι λέξεις “τμήμα”, “τσόντα”, “γονείς”…

Κατάλαβα(με) ότι είχαν μπει οι αστυνομικοί. Η αντίδρασή μας ήταν ακαριαία. Όρθιοι, με βήμα γοργό, στην έξοδο κινδύνου. Φύγαμε σαν κύριοι, αλλά στο ‘Αλάσκα’ αργήσαμε να ξαναπάμε.