ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Ρωτήσαμε μια δικηγόρο γιατί αφέθηκε ελεύθερος ο Πέτρος Φιλιππίδης

Η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη εξηγεί ότι το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των θυμάτων δεν τηρείται στη χώρα μας και αναρωτιέται γιατί το κράτος κάνει τόσο δύσκολο για τα θύματα να καταγγείλουν και να δικαιωθούν.

Η Φιλιππιδιάδα τελείωσε με την καταδίκη του γνωστού ηθοποιού σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή, μια απόφαση που μπορεί να οξυγονώνει τις καταγγέλλουσες και το υποστηρικτικό δίκτυο που τις περιέβαλε σε όλη αυτή την διαδρομή εντός και εκτός δικαστικών αιθουσών, αλλά ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει την επιείκη στάση του συστήματος απέναντι σε συμπεριφορές που τραυμάτισαν και τραυματιζούν ζωές.

Ο Πέτρος Φιλιππίδης επέστρεψε στο σπίτι του, αλλά όταν οι τέσσερις τοίχοι θα στενεύουν, οι βόλτες στον έξω κόσμο δε θα είναι οι ίδιες, με τη σκιά του καταδικασμένου πια θύτη να τον καταδιώκει σε κάθε του βήμα.

Η υπόθεση Φιλιππίδη αλλά και όλα όσα ειπώθηκαν εντός δικαστηρίου από τον εισαγγελέα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, επαναφέρουν το ερώτημα για το αν υπάρχει τελικά ένα καθαρό μονοπάτι που να οδηγεί στη δικαιοσύνη και όχι στα ανώμαλα εδάφη έμφυλης ανισότητας.

«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποδίδεται η δικαιοσύνη· σε αυτό κινούμαστε», εξηγεί στο OneMan η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη.

«Αρχικά, οφείλουμε να πούμε ένα μεγάλο μπράβο στα άτομα που άντεξαν μέχρι τέλους, παρά τα όσα άκουσαν στις παρεμβάσεις του εισαγγελέα αλλά και από τον συνήγορο υπεράσπισης.

Από εκεί και πέρα, ενώ δίνεται ένας τεράστιος αγώνας, τα θύματα λοιδορούνται και εξευτελίζονται, με την εισαγγελία και εν γένει τις δικαστικές αρχές να παρακάμπτουν σχεδόν πάγια το νομικό πλαίσιο προστασίας των θυμάτων, το οποίο στην πραγματικότητα, δεν εφαρμόζεται.

Δεν υπάρχει υλικοτεχνική υποδομή ούτε επαρκές δυναμικό για να προστατεύσει τα θύματα. Το νομικό πλαίσιο μπορεί να υφίσταται και να προβλέπει αρκετές περιπτώσεις, αλλά είτε δεν είναι πλήρες, είτε περιορίζεται – ιδίως τα τελευταία χρόνια – μόνο σε κατασταλτικά μέτρα, με διατάξεις μόνο για ποινές και όχι για προστασία και πρόληψη».

Κάθε δικάσιμος στην υπόθεση Φιλιππίδη έμοιαζε με τεστ αντοχής για τα θύματα, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό και από τον παρακάτω διάλογο:

Εισαγγελέας: Είπατε ότι ο κατηγορούμενος σας άνοιξε την πόρτα;

Μάρτυρας: Ναι.

Εισαγγελέας: Οι βιαστές ανοίγουν την πόρτα; Το ακούσαμε και αυτό…

Το θεσμικό πλαίσιο προστασίας των θυμάτων, δεν τηρείται, εξηγεί η κα Στεντούμη.

«Το πιο απλό παράδειγμα: πώς διασφαλίζεται ότι το θύμα δε θα έρθει σε επαφή με τον δράστη; Όταν δε, γίνονται εξαιρετικά επιθετικές ερωτήσεις από την υπεράσπιση, που δεν αποσκοπούν ούτε εισφέρουν στην εύρεση της αλήθειας, παρά μόνο στον εξευτελισμό του θύματος – όπως το τι φορούσε –, δημιουργείται μια πολύ προβληματική κατάσταση, που πρέπει να αναδεικνύεται αλλά και να καταγγέλεται.

Το στερεότυπο που έχει διαμορφωθεί πως ο βιασμός αφορά μόνο τη χρήση σωματικής βίας, μέσα από πληθώρα ερευνών έχει εδώ και δεκαετίες αναδειχθεί πως είναι εσφαλμένο. Ο βιασμός είναι έγκλημα εξουσίας και επιβάλλεται με πολλούς τρόπους.

Όλα τα κεκτημένα των τελευταίων δεκαετιών βλέπουμε να αμφισβητούνται με την αναβίωση ανά περιόδους (όπως σε αυτή τη δίκη) αρχέτυπων “δράστη – θύματος” που δεν ισχύουν» σημειώνει η δικηγόρος υπογραμμίζοντας ότι τα θύματα υποβάλλονται σε ένα ψυχικό μαρτύριο.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

«Επιβάλλεται έλεγχος και ευτελισμός, όχι μόνο στη σεξουαλική τους ζωή αλλά και στο σύνολο της προσωπικότητάς τους, στην κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Και τελικά, η ποινή που επιβάλλεται στους δράστες μετά από αυτά, είναι παντελώς αναντίστοιχη της ποινικής απαξίας του εγκλήματος που διέπραξαν οι δράστες αλλά και του τραύματος που φέρουν τα θύματα».

Η Ιωάννα Στεντούμη, τόσο ως ποινικολόγος αλλά και ως συνήγορος των θυμάτων, θεωρεί πως η καταστολή δεν είναι η λύση και ούτε επιζητά περισσότερο αυστηρές ποινές.

«Θέλω όμως να επισημάνω ότι ιδίως στα έμφυλα αδικήματα, υπάρχει μία άνιση διάκριση – οι ποινές είναι πολύ πιο χαμηλές σε σχέση με αδικήματα μικρότερης απαξίας. Δεν είμαστε δηλαδή ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου, προοδευτικό και δικαιοκρατικό, που δεν εφαρμόζει εν γένει αυστηρές ποινές επειδή τις “απορρίπτει” τρόπον τινά ιδεολογικά/κοινωνικά, αλλά ένα κράτος που λειτουργεί με έμφυλα στερεότυπα και απαξιώνει την εμπειρία των θυμάτων – όσων κατάφεραν και μίλησαν – επιβάλλοντας δυσανάλογα χαμηλές ποινές σε σοβαρότατα κακουργήματα.

Από την άλλη, στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα παρατηρούμε να εξαντλείται η αυστηρότητα των ποινών, ακόμα και για αδικήματα όπως κλοπή και χρήση ναρκωτικών. Αντίθετα, στα έμφυλα αδικήματα υπάρχει συνήθως πλήρης επιείκεια απέναντι σε βιαστές και κακοποιητές.

Εδώ υπάρχει διπλή διάκριση: από τη μία, οι ποινές είναι βαρύτερες για τους κοινωνικά και ταξικά πιο αδύναμους, ενώ αξιολογούνται ευνοϊκά οι πολλαπλές ιδιότητες και σχέσεις εξουσίας του δράστη. Από την άλλη, ο έμφυλος χαρακτήρας του εγκλήματος το καθιστά λιγότερο ορατό και λιγότερο “σοβαρό” στην ποινική του αντιμετώπιση».

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να νιώθει περήφανη για το ποινικό της οπλοστάσιο, μιας και διαρκώς αυστηροποιεί τη νομοθεσία στα αδικήματα έμφυλης βίας. Το ζήτημα όμως είναι στην εφαρμογή. Η κα Στεντούμη εξηγεί και διερωτάται.

«Πώς αξιολογείται κάθε δράστης: Τι ποινή θα είχε αν ήταν φτωχός και αλλοδαπός; Σε πόσα χρόνια θα έβγαινε από τη φυλακή – όπου σίγουρα θα βρισκόταν μετά το τέλος της δίκης;».

Ο Ανδρέας Καραφλός εισηγήθηκε προ ημερών την πλήρη απαλλαγή του κατηγορουμένου, χρησιμοποιώντας το γνωστό αφήγημα του “γιατί τώρα;”. «Γιατί η καταγγέλλουσα δεν πήγε άμεσα στην αστυνομία να καταγγείλει; Ήταν 35 ετών. Γιατί δεν πήγε; Επειδή ήταν διάσημος; Οταν δέχεσαι τέτοιες πράξεις τις καταγγέλλεις αμέσως», ήταν τα λόγια του.

«Η εισαγγελική αρχή πρέπει να αναλογιστεί πόσο τραυματικά ήταν όσα ειπώθηκαν στη δίκη για τα ίδια τα θύματα. Αν αυτό συνέβη σε γυναίκες που είχαν υποστηρικτικό δίκτυο, ποιο είναι το μήνυμα προς τις γυναίκες που έχουν ήδη κακοποιηθεί και είναι ευάλωτες, χωρίς υποστήριξη; Πολλαπλά τραυματικό και εξαιρετικά προβληματικό και αποτρεπτικό.

Πρέπει να το αναφέρουμε ανοιχτά: δεν μπορεί η δικαιοσύνη να λειτουργεί αποθαρρύνοντας τα θύματα – όχι μόνο λόγω των ποινών, αλλά λόγω της συνολικής διαδικασίας επανατραυματισμού.

Τα θύματα αυτά απευθύνονται σε εμάς για νομική υποστήριξη και ξεκινάμε το ραντεβού με μία εισαγωγή που εξηγεί όλα τα επόμενα “τραύματα” της διαδικασίας. Είναι μια επίπονη διαδικασία που δε θα έπρεπε να επιφορτίζει εμάς. Δεν είμαστε δομές προστασίας θυμάτων, είμαστε συλλειτουργοί του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Ωστόσο επωμιζόμαστε τον ρόλο ενδυνάμωσης των θυμάτων που δε μας αναλογεί, το κάνουμε όμως, γιατί δεν το κάνει η πολιτεία.

Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες που καταγγέλλουν, πηγαίνουν αντίθετα στα στεγανά ολόκληρου του δικαστικού συστήματος. Εξαντλούνται οικονομικά, δέχονται απαράδεκτες ερωτήσεις, και όσο η υπόθεση προχωρά προς το Εφετείο, νιώθουν συχνά ακόμη πιο αποδυναμωμένες.

Ο λόγος που τα θύματα καταγγέλλουν, συχνά δεν είναι η προστασία της αξιοπρέπειάς τους – όπως θα έπρεπε. Έρχονται μετά από καιρό, έπειτα από απειλές, σωματική και λεκτική βία. Όταν ρωτάω αν έχουν καταγγείλει κάτι μέχρι τώρα, η απάντηση συνήθως είναι “όχι”. Καταγγέλλουν μόνο όταν πιστεύουν ότι πια είναι οι επόμενες – ότι κινδυνεύει η ζωή τους».

ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI

Η Τζένη Μπότση έκανε λόγο για μια απόφαση που αφορά και «το μέλλον των παιδιών μας». Αν μιλάμε σε χρόνο ενεστώτα ωστόσο, δυστυχώς δε φαίνεται να υπάρχει πίστη στην ελληνική δικαιοσύνη.

«Η καταγγελία είναι για πολλές η ύστατη προσπάθεια προστασίας. Δεν υπάρχει πίστη στη δικαιοσύνη. Τα θύματα δεν πιστεύουν πως θα δικαιωθούν από την ελληνική δικαιοσύνη. Κι εγώ, ως δικηγόρος, νιώθω συχνά ότι έχει τρωθεί η εμπιστοσύνη μου στη δικαιοσύνη. Και δε μιλάμε για μια απλή ανασφάλεια.

Μιλάμε για μια οριακή βεβαιότητα ότι τα θύματα θα τραυματιστούν και ίσως και να μην υπάρξει δικαίωση, παρά τον συνεχή επανατραυματισμό στο οποίο θα εισέλθουν. Μας αξίζει ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης, όπου η προστασία για το θύμα δε θα είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

Όταν μεγαλώνεις με πατριαρχικά στερεότυπα, με την αντίληψη ότι η γυναίκα είναι κατώτερη, ότι τα κορίτσια “δεν πρέπει να λένε πολλά όχι”, πράγματα που δε λέγονται ποτέ στα αγόρια, δεν πιστεύω πως η απειλή της ποινής είναι που θα συγκρατήσει τον επόμενο κακοποιητή. Είναι θέμα βαθύτερης αντίληψης και κουλτούρας σεβασμού και συμπερίληψης.

Επομένως, η αυστηρή ή χαμηλή ποινή, δεν είναι το καθοριστικό στοιχείο για την αντιμετώπιση του εγκλήματος – άλλωστε όλα τα ερευνητικά στοιχεία, αυτό δείχνουν. Μια όμως πολύ χαμηλή ποινή, είναι αυτό που αποθαρρύνει και απελπίζει τα θύματα, ακόμα και αυτά που δεν κατήγγειλαν, ενώ επιτρέπει στο δράστη κυριολεκτικά να τα εμπαίζει και να γελά εις βάρος τους».

Η συζήτησή μας με την κα Στεντούμη κλείνει με το βασικό ερώτημα γύρω από τα έμφυλα ζητήματα: «Γιατί το κράτος κάνει τόσο δύσκολο για τα θύματα να καταγγείλουν και να δικαιωθούν;

Έρχονται συχνά νέες γυναίκες, κακοποιημένες ως ανήλικες από το οικογενειακό τους περιβάλλον, και τώρα, στα 20-22, θέλουν να καταγγείλουν, πολλές φορές από αλληλεγγύη, επειδή ο δράστης βρίσκεται κοντά σε άλλα παιδιά και θέλουν να τα προστατεύσουν.

Όταν τους εξηγούμε τη διαδικασία που θα περάσουν, συχνά “κάνουν πίσω”, επειδή δεν έχουν ψυχολογικά αλλά και οικονομικά τη δύναμη να ανταπεξέλθουν σε αυτά που τους περιγράφουμε – την εχθρικότητα του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης – και έτσι συγκαλύπτεται ένα τεράστιο ποσοστό κακοποίησης ανηλίκων.

Δεν είναι πως όσοι νομοθετούν, δεν έχουν καταλάβει ότι αυτό το σύστημα δε λειτουργεί. Το γνωρίζουν, το αποδεικνύει η έξαρση της βίας. Η κυβέρνηση επενδύει στον ποινικό λαϊκισμό για να δείξει αυστηρότητα. Την ίδια στιγμή αυξάνεται η βία σε όλα τα πεδία. Για παράδειγμα, σχολικός εκφοβισμός: κανένα μέτρο πρόληψης, απλά ποινικοποιούνται τα ανήλικα.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση νομοθετεί χωρίς ερευνητικά δεδομένα. Η βία συνεχίζεται και η απάντηση είναι περισσότερη καταστολή επειδή δεν κοστίζει τίποτα να “μοιράζεις” ποινές. Αντίθετα, χρειάζονται κονδύλια για να επενδύσεις στην υγεία, την εκπαίδευση, τις δομές στήριξης. Αν ένας πολίτης αλλοδαπής καταγωγής, κατηγορούνταν για δύο απόπειρες βιασμού, θα είχε καταδικαστεί σε 10 χρόνια το πιθανότερο.

Και την ίδια στιγμή, κάποιος που προέβη σε σωματική βλάβη – για παράδειγμα, σε έναν καβγά –, ή για μια απλή κλοπή, χωρίς βία δηλαδή, λαμβάνει ποινή τριών ετών εκτιτέα μάλιστα», καταλήγει.

 

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.