ΑΡΧΕΙΟ RESIDENTS BAR
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ένα καταφύγιο που λέγεται Residents. Αυτή είναι η ιστορία του

Από το inception της επίσκεψης των Residents, μέχρι τα διακοσμητικά βραβεία του Βαγγέλη Μουρίκη στην μπάρα, το Resi παραμένει ένα διαχρονικό αποκούμπι για τα πλάσματα της νύχτας. Εδώ και 30 χρόνια, στο νούμερο 4 της Στρατηγού Καλλάρη, γράφονται ιστορίες. Αυτή είναι η δική του, όπως τη διηγήθηκε στο OneMan, μία εκ των ψυχών του μαγαζιού. 

 

 

Στη νυχτερινή περιφορά της Θεσσαλονίκης, γνωστοί πέφτουν πάνω σε γνωστούς, φίλοι πετυχαίνουν φίλους, τυχαία, χωρίς να δίνουν ραντεβού. Στο φευγιό, το φεγγάρι συναντά τον πρωινό ήλιο. Ή αν προτιμάτε, το walk of shame επί της Τσιμισκή.

Δεν κάνουν λιτανείες, παραμένουν απλώς πιστοί στο βράδυ και τον δρόμο. Όταν η πίστα λοκάρει, ο κωδικός #pameresi, ψιθυριστά, με τα μάτια, ή με γραπτό μήνυμα, ξεκλειδώνει την επόμενη σκηνή του έργου, σε μια νύχτα που αρνείται να τελειώσει και θέλει να συνεχίσει να ζει, μακριά από τα χλιαρά κύματα των alldaybars, φτιαγμένα για τουρίστες και όχι για κατοίκους.

Στη Στρατηγού Καλλάρη, υπάρχει μια φωτεινή πινακίδα που δε σβήνει ποτέ και φωτίζει εδώ και δεκαετίες τον δρόμο των πλασμάτων της νύχτας που αναζητούν με στεγνά μάτια την επόμενη τους στάση. Τα δάκρυα των Tuxedomoon, μπορούν να περιμένουν.

Το Residents δεν είναι μουσείο, ούτε και ζει μέσα από διηγήσεις. Παραμένει σταθερά το κοινό σταυροδρόμι της νύχτας. 26 χρόνια πριν, το μαγαζί πέρασε σε μια τριάδα φίλων, που άλλαξε σχεδόν τα πάντα εκτός από το όνομα. 

Μέσα σε αυτό, δεν κατοικεί μία, αλλά πολλές ψυχές. Συναντηθήκαμε με μια εξ αυτών, τον Γιώργο, μέλος της παρέας που είχε μια ιδέα, ένα χρόνο πριν αλλάξουμε χιλιετία. Ποια ήταν αυτή; Να κάνει ένα μαγαζί που να θυμίζει καταφύγιο. Και τα κατάφερε.

 

«Όταν πήραμε το Residents με τη Ράνια και τη Σωτηρία το 1999, το σκεπτικό μας ήταν να κάνουμε ένα μαγαζί που θα μας άρεσε να πηγαίνουμε. Το πήραμε αέρα, αλλά επενδύσαμε πολύ στον ήχο. Το μπαρ τι είναι; Καλή μουσική και καθαρό ποτό. Δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω από ένα μπαρ.


It’s just a bar, αυτό γράφω και στην περιγραφή, μην τρελαινόμαστε δηλαδή. Από εκεί και πέρα όλα τα άλλα γίνονται με τον κόσμο που έρχεται, με τον κόσμο που δουλεύει, με τη χημεία, με την αύρα που έχει το μαγαζί», μου λέει ο Γιώργος, χωρίς να αναλώνεται τόσο στο λίγο βαρετό «βρείτε τις διαφορές» ανάμεσα στο πριν και το τώρα.

«Είμαστε σε μια πόλη που έχει ένα τρομερό πλεονέκτημα για τη “διασκέδαση”. Έχει κάθε χρόνο φοιτητές, μια νέα φουρνιά που ανανεώνει τη νύχτα. Μπαίνω στο μαγαζί και δεν αναγνωρίζω το 90% του κόσμου. Αυτό είναι το ποθητό σε ένα καταφύγιο, όπως λέω εγώ αυτά τα μαγαζιά.

Στον Μύλο έμπαινες μέσα και έβλεπες έναν πάνκη και δίπλα μια κυρία με γούνα. Κανείς δεν αναρωτιόταν τι δουλειά έχω εγώ εδώ, ή τι κάνει αυτός εδώ. Όλα ήταν φυσιολογικά. Δεν μπορώ να καταλάβω το face control.

Η μεγάλη διαφορά είναι ότι τα πράγματα τώρα είναι πιο στενά οικονομικά. Όχι πως τότε ήταν άνετα, άλλες τιμές. Καταλαβαίνω τα παιδιά που παίρνουν μια μπύρα από τα 24ωρα και στέκονται έξω από το μαγαζί. Υπάρχει και μια πολύ αστεία ιστορία που είχε γίνει στο Resi πριν 3 χρόνια.


Ήταν ένα Σάββατο βράδυ με πολύ κόσμο και έρχεται μια κοπέλα που δούλευε και μου λέει ότι κάτι γίνεται μπροστά. Ήταν ένας τυπάκος που έπαιρνε μπύρες απ’ έξω και έμπαινε μέσα και τις πουλούσε μέσα στο Residents. Του λέω “ρε συ, τι κάνεις”. Μου λέει να μη βγάλω κι εγώ κάτι; Του λέω πήγαινε πιες τες έξω και ξαναμπές. Γέλασα, δεν τσαντίστηκα», λέει ο Γιώργος και βάζει άνω τελεία, λόγω του αναπάντεχου cameo του Ταξιάρχη Χάνου. Κοιτάζονται και γελάνε.

«Τον ξέρεις τον κύριο; Μη γελάς εσύ. Μιλάμε για το Residents. Τώρα είδες μια αναπαράσταση του τι συνέβαινε το ’80. Είχε δυο φυλές η πόλη τότε. Τους ροκάδες και τους ψαγμένους, τζαζίστες που σύχναζαν στη Ναυαρίνου. Φυλές κανονικά.

Δεν υπάρχει τώρα αυτό, είναι πιο flat τα πράγματα. Τότε δεν υπήρχαν αντιπαλότητες. Υπήρχαν αντιπαραθέσεις που τελείωναν με χιούμορ», αναφέρει ο Γιώργος. Ο Ταξιάρχης χαιρετά και η κουβέντα επιστρέφει στις πρώτες μέρες του μαγαζιού και στο μόνο παράγοντα που επιτρέπει το μαγαζί. Τη μουσική.

«Τον πρώτο 1.5 χρόνο το μαγαζί είχε 30 άτομα μέσα και πανηγυρίζαμε. Όταν το πήραμε ήταν african bar. Στην αρχή έκανε κρότο όταν άνοιξε αλλά μετά δεν έγινε καλή διαχείριση από τους πρώην ιδιοκτήτες. Είχε μάσκες και καλαμωτές στους τοίχους. Δεν κάναμε ούτε διαφήμιση ούτε τίποτα.

Είχαμε κάθε μέρα διαφορετικό DJ, 3,4 μέρες ήταν με βινύλια, δεν υπήρξε ποτέ playlist στο μαγαζί. Κάναμε την επιλογή του DJ σύμφωνα με την αισθητική μας και ο DJ ήταν ο απόλυτος άρχων του μαγαζιού, έπαιζε ό,τι ήθελε.

Ερχόταν και ο Γιάννης ο Αγγελάκας που είμαστε πολύ φίλοι και έκανε κάποια σετ για να μαζεύεται ο πυρήνας. Βήμα, βήμα από στόμα σε στόμα, μετά από 1.5 χρόνο το μαγαζί άρχισε να γεμίζει και να προσελκύει ανήσυχο κόσμο, που έχει έναν τρόπο σκέψης από πίσω, και γίνονταν διάφορες οσμώσεις μέσα στο μαγαζί.

Ο Γιάννης έπαιζε από κιθάρες μέχρι dub και reggae. Ο περισσότερος κόσμος νόμιζε ότι ήταν του Γιάννη το μαγαζί. Θεωρώ ότι παίζει πολύ καλή μουσική το μαγαζί. Από πολύ ιδιαίτερα και ψαγμένα ενδιαφέροντα πράγματα μέχρι και dance music για να μπορεί ο άλλος να διασκεδάσει. Ποτέ δε θα ακούσεις playlist.

Το Shazam δουλεύει πυρετωδώς στο Residents. Είναι και πολύ μεγάλο το φάσμα της μουσικής. Παίζει άλλος DJ κάθε μέρα», προσθέτει και συνεχίζει σε χρόνο ενεστώτα.

«Σήμερα, μετά από 36 χρόνια λειτουργίας, αυτό που θεωρώ ότι είναι ακόμα πολύ σημαντικό είναι ότι το μαγαζί δεν εξαργυρώνει κάποιο παρελθόν και λειτουργεί ως μουσειακό, τύπου “ελάτε να δείτε” κλπ. Είναι ένα ενεργό μαγαζί, με νέο κόσμο, σε έναν τόπο που έχει μια συγκεκριμένη αύρα που του κολλάει και διασκεδάζει.

Ήταν μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος για το Resi από το ’14 μέχρι το ’19 που κάναμε live τις Κυριακές. Πέρασε όλη η σκηνή της Θεσσαλονίκης, σχεδόν όλη η σκηνή της Αθήνας και πάρα πολλοί καλλιτέχνες απ’ έξω. Ήταν πολύ ζωντανό το μαγαζί, παρέλασαν όλοι. Το κάναμε σαν ανταπόδοση στον κόσμο που στήριζε όλα αυτά τα χρόνια, η είσοδος ήταν δωρεάν.

Τα καταφύγια στα ’90s ήταν περισσότερα και πιο πολυσυλλεκτικά σε σχέση με τώρα. Υπάρχουν κι άλλα μαγαζιά στην πόλη που είναι πολύ ωραία. Παιδιά που κάνουν προσπάθειες. Αυτή η πόλη κάνει βουτιές από το ναδίρ στο ζενίθ και τούμπαλιν. Αναπνέει από νέο κόσμο και έχει πολλούς ενεργούς καλλιτέχνες η πόλη. Δεν θα μιλήσω για τον μύθο αυτό, αν είσαι καλλιτέχνης, είσαι καλλιτέχνης όπου κι αν είσαι, Θεσσαλονίκη, Αθήνα».

Συζητάμε για τους έλεγχους, τη στείρωση της νύχτας και τον κόσμο.

«Πάντα υπήρχαν οι έλεγχοι. Σαφώς και θα πρέπει να είσαι OK με τη γειτονιά και τους ανθρώπους. Αυτό που γίνεται είναι ασφυκτικά επιθετικό στην εστίαση και στον τρόπο που προσπαθούν να επιβάλουν το πλαίσιο που θα λειτουργεί η εστίαση. Άνθρωποι που δεν έχουν και καμία σχέση με τον χώρο. Προσπαθούν να το εντάξουν σε μια φόρμα και σε μια λογική που δεν έχει να κάνει με αυτό.

Θεωρώ ότι παρ’ όλη τη δυστοπική εικόνα της κοινωνίας γενικότερα, όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, πάντα θα υπάρχουν χώροι και καταφύγια όπου θα υπάρχουν άνθρωποι που θα συναντιούνται και θα γράφουν τις ιστορίες τους, όχι κατ’ ανάγκη μαγαζιά. Για τα ανήσυχα παιδιά.

Η πόλη ακόμα δίνει έναν ανοιχτό ορίζοντα, μπορείς ρε αδερφέ να ανοίξεις τα μάτια και να δεις τη θάλασσα, να περπατήσεις και να φτάσεις σε μια απόσταση με τα πόδια, να μην αγχωθείς στον ρυθμό της Αθήνας. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης, έτσι το νιώθω δηλαδή.

Έχει περάσει πολύς κόσμος από το μαγαζί. Στο Residents, ο επώνυμος γίνεται ανώνυμος. Είναι άνθρωποι που και στη χώρα τους, αν είναι από το εξωτερικό, πηγαίνουν σε κάποια αντίστοιχα μαγαζιά. Δεν έχει αυτή τη λειτουργία. Δε θα έρθει ο άλλος για να πλασάρει τον εαυτό του, αλλά για να συγχρωτιστεί με τον κόσμο, να ακούσει καλή μουσική, να κάνει μια συζήτηση. Όταν είχε έρθει ο Φατίχ Ακίν, ήταν κάθε βράδυ στο Residents, ερχόταν κόσμος, του μίλαγε, εκείνος απαντούσε, αντάλλαζαν κουβέντες.

Μου αρέσει ότι υπάρχει αυτός ο ηλικιακός και αισθητικός συγκερασμός. Είναι ένα πράγμα που ρέει, έχει flow. Βρίσκεσαι σε έναν χώρο, μιλάς, μπορεί να διαφωνήσεις, αλλά σου δίνει τροφή για σκέψη.

Προσπαθώ να καταλάβω το πώς σκέφτονται οι νεότερες γενιές, αν και έχω κι εγώ τα στερεότυπά μου, ακούω κάτι και γελάω και μετά γυρνάω σπίτι και λέω κακώς γέλασα γιατί κατάλαβα τι εννοούσαν τα παιδιά. Είναι μια οικογένεια ο κόσμος του Residents, ειδικά τις καθημερινές. Παρασκευή και Σάββατο γίνεται λίγο πιο απρόσωπο καμιά φορά. Έχει έναν πυρήνα το μαγαζί».

Η κουβέντα πηγαίνει στις ιστορίες που με το χρόνο μεταμορφώνονται σε μύθους και ο Γιώργος δεν ασχολείται με αυτούς. Θυμάται όμως το inception, όταν οι Residents ήρθαν στο Residents.

«Δεν υπάρχει κάποια ιστορία που θα ήθελα να μοιραστώ. Είναι η αίσθηση που σου αφήνει, όχι η περιγραφή της. Μπορώ να σου πω κάτι πιασάρικο, αλλά δε γίνεται να μεταφέρω την αίσθηση. Όταν περνάει ο χρόνος παίρνει και μορφή μυθοπλασίας στο κεφάλι μου. Θα σου πω τον μύθο δηλαδή, όχι την πραγματικότητα. Και δε θέλω να ασχολούμαι με μύθους.

Με ρωτούσαν φίλοι πώς θα το βγάλεις όταν το πήραμε και λέω θα το κρατήσω Residents. Άντε να σου πω μια ιστορία. Οι Residents έχουν έρθει δυο φορές στο Residents. Δεν τους είχαμε πάρει χαμπάρι. Την πρώτη φορά έρχεται μέσα ο μάνατζερ τους και μου λέει αστειευόμενος ότι ήρθαμε να δούμε τι παίζει με το όνομα, αν μπορείτε να το έχετε.

Βλέπω από πίσω το άσπρο μαλλί του Homer (Flynn) και λέω μαλάκα μου, ήρθαν όντως στο μαγαζί. Μπήκαν, ήπιαν το ποτό τους και σηκώθηκαν και φύγαν. Φαντάζομαι τους άρεσε γιατί ξαναήρθαν».

Η ερώτηση αν υπάρχει Resi στην Αθήνα ήταν ρητορική, ίσως και λίγο προβοκατόρικη. Σε κάθε περίπτωση, το Residents δε θα μπορούσε να ανοίξει στην Αθήνα και εδώ δε χωράει καν ερωτηματικό.

«Το 2008–2009 που το Residents ήταν στα πάνω του. Εμείς όμως ποτέ δε λειτουργήσαμε επιχειρηματικά. Ήταν ένας τύπος που έχει ένα ροκ μπαρ στην Αθήνα και προσπαθούσε να με ψήσει να ανοίξουμε Residents στην πόλη. Του λέω δε θα είναι το ίδιο πράγμα. Αν ανοίξουμε Residents στην Αθήνα, μπορεί να πάει καλά αλλά αυτομάτως θα ακυρώσει το Residents στη Θεσσαλονίκη. Είχε έρθει λοιπόν σε μια περίοδο φεστιβάλ, βλέπει τον κόσμο, τα παιδιά, τη λειτουργία γενικώς.

Τον πάω στο αεροδρόμιο για να φύγει, δε μου μιλούσε στη διαδρομή. Όταν φτάνουμε με κοιτάει και μου λέει, δεν μπορώ να καταλάβω πώς δουλεύετε. Μου λέει αν είχα ένα πιστόλι ή θα σε πυροβολούσα ή θα αυτοκτονούσα (γέλια). Τρελάθηκε. Μπήκε σε ένα οργανωμένο μαγαζί μεν, αλλά χάος δε. Εμείς δεν έχουμε βάλει μάρκα ποτέ. Είναι η φύση του μαγαζιού τέτοια. Είναι ένα μαγαζί που έτυχε σε συγκεκριμένη περίοδο, σε συγκεκριμένο τόπο και λειτούργησε με αυτούς τους όρους.

Δεν μπορείς να το αναπαράξεις ούτε να το πάρεις σαν ένα brand και να το μεταφέρεις αλλού. Το Residents έχει ευτυχήσει και λόγω των συνεργατών του. Ο χώρος προσελκύει τους χαρακτήρες αυτούς. Είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να μάθεις να διαχειρίζεσαι σωστά διάφορες καταστάσεις. Είναι δύσκολο όταν μπαίνουν άνθρωποι και φέρονται προσβλητικά, στα παιδιά που δουλεύουν ή σε άλλο κόσμο. Αυτή είναι η κόκκινη γραμμή του Resi. Αυτή η βίαιη εισβολή στον χώρο του άλλου. Εκεί, οφείλεις να πάρεις θέση».

Η ώρα περνάει, το τασάκι γεμίζει και σιγά-σιγά μαζεύουμε. «Αν το Resi ήταν ταινία, θα ήταν η Φωλιά του Κούκου» λέει γελώντας ο Γιώργος.

Μάρκα δεν έχει το Resi αλλά πόρτα υπάρχει. «Ο Σπύρος, ή μάσκα, ο άτυπος πορτιέρης του μαγαζιού. Τον διεκδικεί πλέον τον καναπέ. Έρχεται, σε σπρώχνει. Είναι ο Λουκάνικος της Θεσσαλονίκης».

Λίγο πριν πατήσω στοπ στο rec, θυμάται μια ακόμη ιστορία και κλείνει με αυτή, με πρωταγωνιστή ένα φίλο του.

«Ο Βαγγέλης Μουρίκης ήταν μόνιμα στο μαγαζί. Την περίοδο που έπαιρνε το ένα βραβείο πίσω από το άλλο, ερχόταν στο Resi και τα άφηνε στην μπάρα με το που τα έπαιρνε. Ο Μουρικόνε, το αγόρι μου το τρελό», θυμάται ο Γιώργος και σβήνει το τσιγάρο.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.