ORIGINALS

Τα μέρη που βγάζουν την αυθεντική πλευρά του εαυτού σου

Οι δημοσιογράφοι του Oneman επιλέγουν εκείνα τα στέκια τα οποία τους βοηθάνε να δείξουν το αληθινό τους πρόσωπο.

Δεν είναι εύκολο πράγμα η καθημερινότητα. Πίεση, άγχος, προθεσμίες, νεύρα και ρουτίνα. Συνηθίζουμε να περνάμε το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας μας μέσα στην ένταση και όταν φύγουμε πια από το περιβάλλον της δουλειάς και των υποχρεώσεων, έχουμε την ανάγκη να αποδράσουμε σε κάποιο στέκι που μας ευχαριστεί και μας αποφορτίζει.

Σε ένα μέρος που αγαπάμε, ένα στέκι όπου μαζί με τους κολλητούς μας φίλους θα διασκεδάσουμε, θα μοιραστούμε αυτά που μας βασανίζουν και θα ξεχάσουμε το αυστηρό περιβάλλον της δουλειάς.

Με λίγα λόγια, θα βγάλουμε την ΑΛΦΑ πλευρά του εαυτού μας, το αυθεντικό μας πρόσωπο, ανάμεσα στους ανθρώπους με τους οποίους αισθανόμαστε άνετα.

Οι δημοσιογράφοι του Oneman, επιλέγουν τα δικά τους αγαπημένα μέρη της καθημερινότητας, εκείνα στα οποία βγάζουμε άφοβα την ΑΛΦΑ πλευρά του εαυτού μας.

H (μαγική) αυλή του κολλητού μου για τον Ηλία Αναστασιάδη

Θα μπορούσα να γράψω για κάθε στενάκι στην Ηλιούπολη, γιατί κάθε στενάκι εκεί έχει κι από μία ιστορία χαζομάρας και σίγουρου γέλιου με τους κολλητούς μου. Αλλά δεν θα ξανοιχτώ τόσο. Θα μείνω στην εσωτερική αυλή του σπιτιού ενός εκ των τριών. Εκεί που συνέβησαν τα πιο πετυχημένα και αποτυχημένα πάρτι της εφηβείας μας. Εκεί που τα “εντάξει μωρέ, να μαζευτούμε για έναν καφέ” μετατρέπονταν σε ολονυχτίες με αναλύσεις επί αναλύσεων για τα πιο ασήμαντα πράγματα στον κόσμο. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο και πιο ενδεικτικό μέρος που να συντελείται αυτό που λέμε “εδώ είμαστε με την παρέα πραγματικά ο εαυτός μας”. Μπορούν να το επιβεβαιώσουν τα κορίτσια μας που γνώρισαν αυτήν την αυλή. Στα 10-15 λεπτά, είχαν ήδη γυρίσει διακριτικά προς το μέρος μου και μου ‘λεγαν πως δεν μ’ έχουν ξαναδεί ποτέ έτσι. Δεν ξέρω αν το έλεγαν για καλό, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Τα σκαλάκια του Αγίου Δημητρίου στους Αμπελόκηπους ο Γιώργος Μυλωνάς

Όλα ξεκινούσαν και τελείωναν σε αυτά τα σκαλάκια. Για όσους ξέρουν από Αμπελόκηπους εννοώ τα σκαλάκια στην πάνω δεξιά πλευρά του ναού του Αγίου Δημητρίου που βλέπουν προς την πλατεία. Εκεί χωριζόμασταν σε ομάδες για να παίξουμε μπάλα στο δημοτικό, εκεί συναντιόμασταν κάμποσα χρόνια αργότερα φορώντας τα “καλά” μας για να πάμε για μια μπύρα. Αφού τελείωνε η μπάλα, μαζευόμασταν ξανά εκεί και τσακωνόμασταν για το ματς που μόλις είχε τελειώσει ή αναλύαμε τις χυλόπιτες που είχαμε φάει στην βραδινή μας έξοδο. Τα συγκεκριμένα σκαλάκια κατέληγαν σε μία πόρτα που οδηγούσε στο ιερό του ναού. Κάθε φορά που κάναμε φασαρία και οι της εκκλησίας ήθελαν να μας δείξουν πως έπρεπε να σταματήσουμε, άνοιγαν διακριτικά την πόρτα και την άφηναν ανοιχτή μέχρι να σωπάσουμε. Εμείς υπακούγαμε αμέσως στην έμμεση παράκληση και αλλάζαμε πόστο. Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει και η παρέα έχει σκορπιστεί σε διάφορα σημεία του λεκανοπεδίου, όταν βρεθούμε στο ίδιο μέρος αρχίζουμε να λέμε τις ίδιες χαζομάρες που λέγαμε τότε σαν μην έχει περάσει ούτε μία μέρα.

Ένα μοναχικό μαγαζί στα Πατήσια για το Δημήτρη Κουπριτζιώτη

Αν ένα μαγαζί μπορεί να αποτελέσει ορόσημο στην ζωή ενός ανθρώπου, τότε για μένα τον ρόλο αυτό παίζει το cafepolis. Είναι το μέρος που μπορώ να κάτσω με την παρέα μου ώρες στην αυλή του. Είναι το μέρος που έχει τύχει να περάσω μια ολόκληρη μέρα και να μην το καταλάβω. Όλα ξεκίνησαν στα πρώτα φοιτητικά μας χρόνια, όταν βαριόμασταν να αλλάξουμε περιοχή και πηγαίναμε εκεί. Δίπλα από τα σπίτια μας δηλαδή. Εκεί έγινε κάτι μαγικό. Συναντήσαμε μια παρέα 10 χρόνια μεγαλύτερους μας, οι οποίοι μας πήραν από το χέρι και μας έδειξαν τι σημαίνει στέκι. Και ξαφνικά αυτό το μαγαζί από εκεί που ήταν η τελευταία επιλογή, έγινε η πρώτη. Μερικοί από εμάς δούλεψαν πίσω από την μπάρα του, κάποιοι γνώρισαν τις κοπέλες τους εκεί αλλά όλοι έχουν μια ιστορία να πούνε. Στην μπάρα του γελάσαμε αγριοκοιτάξαμε εκείνη που δεν μας ήθελε, τσακωθήκαμε μεταξύ μας, δεν ντραπήκαμε να πούμε ότι μείναμε χωρίς δουλειά. Μερικές φορές μετά τα γέλια είχε και κλάματα. Κλάματα για γεγονότα που δεν καταλαβαίνεις τον λόγο που συμβαίνουν, αλλά όταν τα ζεις μαθαίνεις ότι η ζωή έχει μπόλικα από δαύτα. Το cafepolis δεν είναι σε πιάτσα, δεν είναι το γαμάτο μαγαζί με τα εκπληκτικά cocktails. Είναι όμως αυθεντικό και το σημαντικότερο είναι ότι μας βγάζει κι εμάς την ΑΛΦΑ πλευρά του εαυτού μας, τον πραγματικό μας εαυτό. Μην το ψάξεις. Μετά την ανακαίνισή του άλλαξε όνομα, αλλά για μας θα έχει πάντα την παλιά του ονομασία.

Η πρώτη πλατεία του Ψυχικού για τον Κωνσταντίνο Αμπατζή

Όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο αστείο μου μοιάζει. Με την παρέα μου συναντιόμασταν σχεδόν κάθε βράδυ στην κυκλική πλατεία με το άφθονο πράσινο και τα παγκάκια γύρω γύρω στο Ψυχικό, χωρίς κανένας μας να μένει στην περιοχή. Δεν μπορώ να θυμηθώ το λόγο που πήγαμε εκεί πρώτη φορά. Σημασία έχει ότι κολλήσαμε. Το ραντεβού ήταν πάντα το ίδιο, για την πρώτη του Ψυχικού, και το μόνο που άλλαζε ήταν η ώρα. Αράζαμε εκεί με τις ώρες, αναλύοντας τα πάντα, παίζοντας ποδόσφαιρο, ακούγοντας μουσική. Σημασία είχε ότι ήμασταν όλοι μαζί. Πλέον δεν πηγαίνουμε τόσο συχνά στην αγαπημένη μας πλατεία. Κάθε φορά που τα καταφέρνουμε όμως, είναι σαν ο χρόνος να έχει παγώσει. Τα ίδια αστεία, η ίδια “ψυχανάλυση”, η ίδια αίσθηση ότι είσαι εκεί ακριβώς που πρέπει. Γιατί όταν είσαι με τους αγαπημένους σου φίλους, ένα παγκάκι μπορεί να αποτελεί το καλύτερο στέκι. 

Η πλατεία Μαβίλη για την Έρρικα Ρούσσου

Γιατί είναι το πρώτο μέρος που σκέφτηκα. Θα μπορούσα να αναφέρω τα διάφορα σπίτια στα οποία κολλάμε κατά καιρούς βλέποντας σειρές ή ταινίες με την Όντρεϊ Χέμπορν, αλλά θα ήταν ψέμα. Όσο και αν έχουμε προσπαθήσει, αυτήν τη γιάφκα με τις γυναικείες κουβέντες κατάρες ή ευχές κατά περίσταση δεν έχουμε καταφέρει να τη στήσουμε. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Για το μέλλον δεν υπόσχομαι. Όσο για το παρόν, δεν μπορώ να φανταστώ ένα μέρος που να επισκέπτομαι συχνότερα μέσα στην εβδομάδα με τις φίλες μου. Για ποτό, για φαΐ, για περπάτημα, και για τα τρία μαζί. Όλο αυτό το κομμάτι της Βασιλίσσης Σοφίας είναι γεμάτο από γέλια, ερωτικά στραπάτσα, αερολογίες και σοβαρολογίες μίας καθημερινότητας που αγαπάμε να θυμόμαστε. Και να επαναλαμβάνουμε.

Το καφενεδάκι στα Θέρμα στη Σαμοθράκη για τη Δώρα Τσαμπάζη

 

Το καλοκαίρι του 2008 έγινε η πρώτη μας επίσκεψη στο καφενεδάκι στα Θέρμα. Πρωί για ελληνικό καφέ και γλυκό βύσσινο. Η παρέα τότε, μόλις είχαμε γνωριστεί μεταξύ μας, περίπου 10 άτομα, ο καθένας από άλλο μέρος βρεθήκαμε εκεί για πρώτη φορά και έμελλε να γίνουμε φίλοι για πάντα. Τελικά είναι μεγάλο ψέμα ότι δεν γεννιούνται αληθινές φιλίες μετά τα είκοσι. Οι μισοί καταλήξαμε κουμπάροι με τους άλλους. Όμως κάθε καλοκαίρι από τότε, έστω για μερικές ημέρες πηγαίνουμε για λίγο στο νησί, για να ανταμώσουμε πάλι, εκεί στα Θέρμα, άλλοτε για ελληνικό καφέ και άλλοτε για μπύρα και μεζέδες. Γιατί μπορεί το καλοκαίρι του 2008 να έχει περάσει προ πολλού, όμως οι αναμνήσεις θα μας συντροφεύουν για πάντα κι ας ανταμώνουμε πλέον σπάνια.

Το προαύλιο της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην Καλλιθέα για τον Πάνο Κοκκίνη

Σε αυτό άνοιγε η πόρτα του δημοτικού που πηγαίναμε όλοι από την παρέα, κάθε μεσημέρι. Εκεί επιστρέφαμε κάθε απόγευμα για να παίξουμε βόλους στο χώμα του δέντρου που είχε μέσα, ποδόσφαιρο (το ένα τέρμα ήταν ανάμεσα στο δέντρο και το άγαλμα, το άλλο κοντά στην είσοδο) ή μπάσκετ στα παράθυρα της εκκλησίας μέχρι να βγει από μέσα η παπαδιά και να αρχίσει τις φωνές (σόρι, αλλά ήταν στο τέλειο ύψος). Μπόνους τα παγκάκια που είχε στο κάτω μέρος και η ‘καβάτζα’ από πίσω. Ήταν, για να μην πολυλογώ, το τέλειο location. Ακριβώς στην μέση της απόστασης ανάμεσα στα σπίτια μας. Εκεί που δίναμε τα ραντεβού μας μέχρι που περάσαμε στο πανεπιστήμιο. Το τέλειο για όλους, εκτός από μένα. Ήμουν βλέπεις ο μοναδικός που το σπίτι του ήταν ακριβώς από πάνω. Ο μοναδικός που μου φώναζε η μάνα μου από το μπαλκόνι να τσακιστώ και να ανέβω. Πλέον συνεχίζουμε να συναντιόμαστε σε αυτό. Η μόνη σταθερά; Ότι συνεχίζουμε να ακούμε τον εκνευριστικό ήχο από την μπάλα του μπάσκετ όταν χτυπάει στα κάγκελα του παράθυρου. Απλώς δεν είμαστε εμείς αυτοί που τον προκαλούμε.

Η Τζια για τον Χρήστο Χατζηιωάννου

 

Στην ερώτηση πού βγαίνει ιδανικά η ΑΛΦΑ πλευρά του εαυτού μας, ταξιδεύω σχεδόν αυτόματα στο κατάστρωμα του πλοίου την ώρα που προσεγγίζει το λιμάνι της Κορρησίας. Έχω γράψει πολλές φορές για αυτό το νησί χωρίς να είναι το δικό μου, σε σημείο που κάποιος γηγενής θα μου κάνει μήνυση σε λίγο. Αλλά είναι τόσα τα καλοκαίρια εκεί, είναι τόσες οι στιγμές με τους κολλητούς μου εκεί που αν με σκεφτώ ξέγνοιαστο και χαμογελαστό, θα βρίσκομαι στα Ξύλα με τα παιδιά να κάνουμε μπάνιο, στο Βουρκάρι να πίνουμε την τελευταία μπύρα της ημέρας, στο σπίτι του Γκαέλ στον Μυλοπόταμο να συζητάμε τα σπουδαία και τα ανούσια αυτής της ζωής. Είναι δύσκολο να περιγράψεις το πώς μπορεί ένα μέρος να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι είσαι στο σπίτι σου. Να σε κάνει να βγάζει εκείνη την πλευρά του εαυτού σου που κυρίως οι φίλοι σου γνωρίζουν και πολύ διστακτικά ανοίγεις και στον υπόλοιπο κόσμο. Μου αρέσει αυτή η πλευρά του εαυτού μας, όταν είμαστε με την παρέα στο νησί. Μου αρέσει η Τζια.