ΚΑΠΟΥ ΟΠΑ

Το ημερολόγιο καραντίνας του Κωνσταντίνου Τζούμα

Μία μέρα απ' τη ζωή του τελευταίου εξόριστου μποέμ της Αθήνας και των μεγάλων λεωφόρων.

Σήμερα λείπω. Σήμερα η απουσία μού βάζει παρουσία, καθώς χάνομαι σε φιλήδονα νεοϋορκέζικα καφέ και μπιστρό του Βερολίνου, καθώς συναντώ ξανά αφόρητους έρωτες και εγκαταλείψεις. Εξαίσια. Πρέπει όμως να μείνω στο δωμάτιό μου. Πρέπει να με προστατέψω απ’ τη λεηλασία του χρόνου και της πτώσης, απ’ την εισβολή του κορονοϊού στα σώματα και τα μυαλά των ανθρώπων. Μεγαλειώδες.

Είναι η τέταρτη ημέρα που υπάρχω σε αυτήν την καραντίνα, γεμάτη με αυτοσχέδιες πρόζες και ενοχικές πλήξεις. Με απολαμβάνω. Είναι τόσο σπάνιο, τόσο εξαίρετο να μένει κανείς μόνος με τον εαυτό του, ειδικά όταν ο εαυτός του είναι ο Κωνσταντίνος Τζούμας. Θέλω να με γνωρίσω ξανά, να με γνωρίσω σωματικά, όπως μόνο όσοι έχουμε θητεύσει στο χοροθέατρο της Πίνα Μπάους μπορούμε να πράξουμε. Ετ σέτερα, ετ σέτερα, ετ σέτερα.

Ονειροπολώ. Τι άλλο να κάνει κανείς κλεισμένος στην κάμαρά του; Θυμάμαι τη Βέρα, μία καταπληκτική γκροτέσκο φυσιογνωμία που γνώρισα κάποτε σε μια μητρόπολη, μια συμπαθητική τσιχλόφουσκα που έμοιαζε σαν να ξέμεινε από κάποιο πάρτι της Ρώμης του ‘63. Σκόνταψε, θυμάμαι, επίτηδες μπροστά μου και εγώ, τι να έκανα, συνεπαρμένος απ’ το απροσδόκητο, προσφέρθηκα να τη σηκώσω. Έμεινε όρθια μόλις για έξι ακόμη λεπτά, προτού βρεθούμε και οι δύο να κυλιόμαστε στο φαντεζίστικο βελούδο του σεντονιού της. Καταπληκτικά πράγματα. Βέβαια.

Κάναμε έρωτα και όταν τελειώσαμε, μου είπε “Κωνσταντίνε. Αν αναγκαζόσουν ποτέ να μείνεις για ένα μήνα κλεισμένος στο σπίτι σου, ποιον ποιητή θα ήθελες για συντροφιά σου;”. Και εγώ, ψάχνοντας διέξοδο απ’ τη θέρμη του κορμιού της, αποκρίθηκα αλλόκοτα “με εκείνον τον ποιητή που περιμένουμε ακόμα να γεννηθεί και να πεθάνει μέσα απ’ τις στάχτες της ελεγείας μας”. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε όπως ένα ποντίκι που νιώθει στην πλάτη του τα νύχια της γάτας, που αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει στην αμετάκλητη παγίδα και δεν μπορεί πια να κυνηγάει αυτό που διαφεύγει. Ούρλιαξε γιατί κατάλαβε ότι μου ανήκει. Αλλά δεν με αφορά.

Έχει βραδιάσει και είμαι ακόμα μέσα στο διαμέρισμά μου, διακοσμημένο με το εντυπωσιακό γούστο και τη διάφανη ακρίβεια κάποιου καφενείου της Βαρκελώνης. Ο κόσμος, οι άνθρωποι είναι στα μπαλκόνια και χειροκροτούν. Δεν γνωρίζω γιατί. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι χειροκροτούν τους γιατρούς, κάποιοι άλλοι μεγαλοσχήμονες, έτσι τύποι περίεργοι, ισχυρίζονται ότι χειροκροτούν τους νοσηλευτές. Στο τέλος όμως όλοι χειροκροτούν εμένα. Αδύνατον να συγκρατηθούν. Βρίσκω ικανοποιητικό τον ενθουσιασμό τους και επιστρέφω στις ασχολίες μου. Συνεχίζουν το χειροκρότημα σαν να παίζω τον Αμλέτο ή τον Εδμόνδο, τον νόθο γιο του Βασιλιά Ληρ, έναν αμετανόητο λιμπερτίνο του 16ου αιώνα. Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Εγώ θέλω πιο Μακαβέγιεφ πράγματα, πιο σουρεάλ, πιο άλλα, πιο φευγάτα. Δεν μ’ αφορά αυτό, καταλαβαίνεις.

Λίγο ταρτάρ και ένα ποτήρι Ρομανέ Κοντί Βουργουνδίας είναι ό, τι απαιτεί η αποψινή νύχτα. Προλαβαίνω άραγε να πεταχτώ μέχρι το σουπερμάρκετ; Φοράω τη τζαζέ μάσκα μου, σαν να πρόκειται να βυθιστώ στην μπελ επόκ της ερωτικής αναρχίας, τα γάντια μου, γκρι δερμάτινα στο χρώμα της ταλαιπωρημένης ασφάλτου, και κατεβαίνω στον δρόμο. Στριμώχνομαι ανάμεσα σε βλέμματα θαυμασμού και ευφορικής απορίας. Προχωρώ δίχως να χάσω τον χρόνο μου. Στο σουπερμάρκετ μία κυρία μαλώνει με τον σύζυγό της. Δεν με αφορά καθόλου αυτό. Ένας άλλος κύριος, ηλικιωμένος κάπως, μία φιγούρα υπέροχη διονυσιακή, που μοιάζει με ήρωα του Φελίνι, έχει γεμίσει το καρότσι του με αντισηπτικά και τώρα ρεμβάζει τις μουστάρδες με γενναιοδωρία.

“Συγγνώμη”, λέω στην έκπληκτη πωλήτρια. “Τα Ρομανέ Κοντί Βουργουνδίας, πού τα φυλάττε παρακαλώ;”. Τα ‘χασε. “Δυστυχώς μου απαντάει, έχουν τελειώσει απ’ το πρωί τα κωλόχαρτα”. Γελάω εκστατικά. “Καλή μου της λέω, αυτό είναι κρασί, δεν είναι χαρτί υγείας”. Χαμογελάει συνεσταλμένα, λίγο πριν χαθεί για πάντα μέσα στους διαδρόμους των προϊόντων και των ματαιώσεων.

Γυρίζω στο διαμέρισμά μου. Είμαι μόνος. Είμαι εξαιρετικός. Καταλαβαίνεις.