ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Το ‘Όλη Μου Τη Ζωή’ είναι το ‘Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες’ σε μουσική

Αν κάτσεις να ρωτήσεις τον Έλληνα μικροαστό στη μέση ηλικία για το πώς βλέπει τον εαυτό του, σίγουρα θα σου μιλήσει για το πώς ονειρεύεται τη φυγή του.

Yπάρχει ένα συγκεκριμένο θεματολογικό μοτίβο που είναι από τα πιο συχνά που θα συναντήσει κανείς διαπερνώντας διάφορα βιβλία, ταινίες, ποιήματα, τραγούδια και, τώρα τελευταία τηλεοπτικές σειρές. Είναι το μοντέλο του (συνήθως μέσης ηλικίας) άντρα που αναζητάει με διάφορους τρόπους τη διαφυγή. Τη διαφυγή από μια πνιγηρή καθημερινότητα. Όπως και αν συμβολίζεται αυτή.

Αν γινόμασταν λίγο πιο χαλαροί στα κριτήρια που βάζουμε προκειμένου να εντοπίσουμε τέτοια παραδείγματα, θα βρίσκαμε αυτό το μοτίβο αμέτρητες φορές. Ο Δον Κιχώτης που αναζήτησε το όνειρο του να γίνει ιππότης, λόγω των ιπποτικών μυθιστορημάτων με τα οποία είχε εμμονή. Και από τον Δον Κιχώτη στο ‘Breaking Bad’ ή στο ‘Mad Men’. Και στην ελληνική περίπτωση, θα βρούμε σίγουρα διάφορα τέτοια παραδείγματα. Το πιο ενδεικτικό όμως από όλα, με μια αυτοσαρκαστική ματιά, είναι σίγουρα του ‘Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες’ του Τσιώλη. Αυτό μάλιστα που ξεχωρίζει πάντα στο μυαλό μου αυτή την ταινία είναι το πώς καταφέρνει να έχει μια ονειρική υφή ακόμα και αν περιγράφει το όνειρο ενός μεσήλικα να ζήσει κάτι διαφορετικό.

Τις προάλλες, γύρναγα από τη δουλειά και σε ένα σημείο η λεωφόρος Κηφισού ήταν κλασικά πήχτρα. Κάπου εκεί γυρνώντας τους διάφορους σταθμούς πέτυχα το ‘Όλη μου τη Ζωή’. Δεν είναι ότι είμαι και κανένας φανατικός οπαδός του Κότσιρα για να είμαι ειλικρινής. Το κομμάτι αυτό το συμπαθούσα, επειδή το έμαθα στο ‘Εφάπαξ’ του Νίκου Ζαπατίνα. Δεν το είχα παρατηρήσει πάντως ιδιαίτερα. Με την έννοια ότι ναι μεν επαναλάμβανα απέξω σχεδόν όλους τους στίχους του αλλά από την άλλη το έκανα τελείως μηχανικά. Όπως εκατοντάδες εκατοντάδων τραγούδια που χώνονται ως πλύση εγκεφάλου στο κεφάλι σου αλλά που ποτέ δεν κάθεσαι να τα αναλύσεις, να τα βάλεις σε μια σειρά. Την τελευταία φορά το έκανα. Δεν ξέρω πώς και γιατί.

Στο youtube στο οποίο κατέφυγα με το που γύρισα σπίτι, τα video των κλιπς στα οποία το βρήκα ήταν αυτό που περιμένα. Αν εξαιρέσουμε αυτό στο οποίο λινκάρω παρακάτω. Παρατημένα video χαμηλής ανάλυσης με φεγγάρια, μπρατσωμένους τύπους που φλέγονται, μαγικά με κλισέ τρόπο μέρη και άλλα τέτοια. Κατά κάποιον τρόπο τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από την εποχή του. Αλλά αλήθεια. Μπείτε και προσέξτε λίγο τους στίχους του. Θυμηθείτε επίσης ότι η ταινία -είτε την έχετε δει είτε όχι- λεγόταν εφάπαξ. Σίγουρα πολύ δυνατή λέξη αν θες να κάνεις κάτι που αφορά τη δεκαετία του 2000. Τι σημαίνει εφάπαξ για τον Έλληνα του 2000 και της σημιτικής Ελλάδας; 

Το τοτέμ μια ολόκληρης ζωής και ταυτόχρονα η υπόσχεση για μια νέα. Τα εφάπαξ που δίνονταν λίγο πριν τη σύνταξη ήταν ένα ποσό που τώρα μοιάζει αστρονομικό και αφορούσε την επιβράβευση μιας ζωής και τελικά την αφετηριακή βάση μιας νέας. Μιας ζωής που ξεκινούσε γύρω στα 50 και ερχόταν λόγω της εργασίας 30 χρόνων. Για κάθε μίζερο ξύπνημα Δευτέρας, για κάθε κίνηση που έτρωγες στον δρόμο. Για τους τσακωμούς με τον συνάδελφο, την πίεση με το αφεντικό, την πεθαμένη ερωτικά σχέση στον γάμο.

Αν, λοιπόν, το ’80 η υπουργοποίηση του μπατζανάκη μέσα στο ΠΑΣΟΚ ήταν ένα διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή μακριά από τις μίζερες οικογενειακές διακοπές στη Θάσο. Τη δεκαετία του 2001 -και ιδίως οι αρχές της- το εφάπαξ ήταν ένα σημαντικό ποσό που λειτουργούσε ως το νέο διαβατήριο. Για μια νέα ζωή μακριά από όλα εκείνα που έκανες για να το αποκτήσεις. Αυτή η δεύτερη είναι κατά βάση είναι και η ψυχοσύνθεση που περιγράφεται από τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή των στίχων του κομματιού. 

Ο ίδιος ο τίτλος είναι που καθιστά αυτό το τραγούδι τόσο πραγματικό. Το ‘Όλη μου τη ζωή’ είναι μια έκφραση, μια γενίκευση που κατά βάση χρησιμοποιείται από έναν άνθρωπο που θέλει να παραπονεθεί. Καθόλου τυχαία. Όταν ακούς έναν άνθρωπο να μιλάει για ‘όλη του του ζωή’, ξέρεις ότι κατά βάση είναι έτοιμος να σου ανοιχτεί. Και για να το κάνει αυτό έχει μόλις σχηματίσει μια εικόνα της ζωής του ως βάρους που τον ακολουθεί ό,τι και αν κάνει. Ως μια πορείας ετών που σίγα-σιγά τον έβγαλαν στο αδιέξοδο. Ταυτόχρονα όμως με μια κραυγή απόγνωσης, γίνεται συχνά και μια έκφραση της ελπίδας για κάτι νέο. Τάση φυγής από όλα όσα ορίζονται από τη ζωή αυτή. Από μια μέτρια δουλειά, από έναν αποτυχημένο γάμο, από μια μόνιμα βιωμένη καταπίεση.

Με αυτή την έννοια, λοιπόν, πράγματι θα μπορούσε -υπό άλλες συνθήκες- ο αφηγητής του ‘Όλη μου τη Ζωή’ να είναι ο Πάνος αλλά όχι ο Πάνος της δεκαετίας του 1980. Εκείνος ο Πάνος του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ. Εκεί που η ελπίδα για μια νέα ζωή στη μέση ηλικία ερχόταν μέσα από την προσδοκία του εφάπαξ. Εκεί που το ‘Τα’χω με τον εαυτό μου’ και το σκυλάδικο έχασε την ισχύ που είχε το ’80 και το ’90, ώστε οι τάσεις φυγής του μεσήλικα να εκφράζονται πλέον πιο λάιτ. Μέσω του Κότσιρα. Όχι πια από μπουζούκια αλλά κυρίως από κιθάρες.

Γιατί η αλήθεια είναι ότι η ιστορία που έχει να πει ο Έλληνας μεσήλικας μικροαστός για τη ζωή του έχει πάντα να κάνει με τάσεις φυγής. Ή σχεδόν πάντα. Η φαντασίωση αυτού που πήγε στο περίπτερο για τσιγάρα. Και μετά εξαφανίστηκε. Απλά ο τρόπος που εκφράζονται αυτές έχει και κάτι από την εποχή κατά την οποία εκφράζεται.