ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ

Το μόνο που μένει μετά το πρωινό τσιγάρο είναι κίτρινα δάχτυλα

Τι σημαίνει το να καπνίζεις σήμερα, εν έτει 2020; Μπορεί ένας καπνιστής να διανοηθεί τις μεγαλύτερες απολαύσεις τις ζωής του χωρίς αναμμένο τσιγάρο; Μπορεί ένας καπνιστής να αποκαθηλώσει το τσιγάρο;

Στο ηχείο του μυαλού παίζει ένα σάουντρακ. Ξεκινάει με το ‘Τσιγάρο Ατέλειωτο’ του Σωκράτη Μάλαμα και μπορεί να φτάσει μέχρι και στο “Μόνος μου το πέρασα κι αυτό, με βαρύ τσιγάρο σέρτικο….” του Αντώνη Ρέμου. Το τσιγάρο βγαίνει από τη θήκη, ‘πατ-πατ’ σε μια λεία επιφάνεια, ανάμεσα στα χείλη και άναμμα. Ό,τι ήσουν πριν από αυτό, έμοιαζε απροσδιόριστο και αμήχανο, σαν τον Chandler Bing όταν τα είχε με την Janice.

Η πρώτη ρουφηξιά είναι το βάλσαμο, μια αόρατη κουπαστή που σε μεταφέρει λίγο πιο κοντά σε αυτό που πάντα ήθελες να είσαι. Μετά από 2-3 λεπτά το τσιγάρο έχει σβήσει και η πραγματικότητα έχει πάρει ξανά την δική της, εντελώς κυνική και ίσως -στα μάτια σου- το ίδιο μπερδεμένη μορφή με πριν.

Μ’ ένα τσιγάρο σα μεγάλη κιμωλία

Είναι δύσκολο να κατατάξεις όλους τους καπνιστές σε φανατικούς ή μη φανατικούς, σε κουρτίνα ‘α’ και κουρτίνα ‘β’. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που το θεωρούσαν βλασφημία να πίνουν μπύρα και να μην έχουν διαρκώς ένα τσιγάρο αναμμένο στο χέρι. Ήταν και η Μ. που επιθύμησε τσιγάρο ενώ τρώγαμε μαζί σε ένα μπιστρό στο Saint Germain De Pres και καταλήξαμε να καπνίσουμε μαζί ένα πακέτο σ’ ένα βράδυ. Ας καταλήξουμε σε μια κοινά αποδεικτή διαπίστωση. Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τη συνήθεια του τσιγάρου – είτε να καπνίζουν 10 τσιγάρα την ημέρα, είτε ένα πακέτο- και αυτοί που ξεκίνησαν να καπνίζουν μιμητικά και ποτέ δεν δέθηκαν ιδιαίτερα με αυτή τη συνήθεια.

Τούτο το κείμενο δεν θα είναι ένα PSA για να σταματήσεις να καπνίζεις, είναι μια αφήγηση, που δρα ως η μοναδική απάντηση αν ρωτήσεις τον εαυτό σου “γιατί καπνίζω;”. Ο Chandler Bing για τον οποίον μίλησα παραπάνω, στην πραγματικότητα ήμουν εγώ.

Ο καπνός των χωρικών υδάτων

 

Θα σε γυρίσω για λίγο πίσω στο 2004. Τότε, το προαύλιο της σχολής μου ήταν μια σκόρπια διαδήλωση. Έβλεπες ανθρώπινα όντα που τοποθετούσαν αμήχανα τις κεφαλές τους πάνω από brands πολιτικών κομμάτων, άντρες που κρατούσαν τα κλειδιά του πρώτου τους αμαξιού ως παράσημο και μιμούνταν τους μπαρμπάδες τους πίνοντας φραπέ στο κυλικείο, κορίτσια που έκαναν θεαματική είσοδο αντιγράφοντας λολίτες του χολιγουντιανού σινεμά, nerds να καραδοκούν στις γωνιές έχοντας δέσει στο λαιμό ένα mp3 plays με τα τελευταία των Of Montreal και των Arcade Fire. Στα αμφιθέατρα του Καποδιστριακού, έβρισκες εμένα, να ανάβω κάτι άθλια φτηνοτσίγαρα λίγο πριν έρθει ο καθηγητής, νιώθοντας πως με αυτό τον τρόπο μπορούσα να ψελλίσω ένα στιγμιαίο “fuck you’ στη μίζερη φοιτητική μου καθημερινότητα.

Στο πέρασμα των ετών συνειδητοποιούσα πως το τσιγάρο μοιάζει σχεδόν απαραίτητο όταν είσαι φοιτητής. Με ένα τσιγάρο στο χέρι, με ένα σακουλάκι καπνό με όλα τα συμπαρομαρτούντα, νομίζεις πως ορίζεις τα χωρικά ύδατα της ανθρωπογεωγραφίας που θέλεις να ανήκεις. Βαριά και σέρτικα για τους πιο ‘μάγκες’, κασετίνες καπνού με παρδαλά χρώματα και ‘legalize it’ αισθητική για τους ξυπόλητους επαναστάτες που ονειρεύονται πως είναι κολλητοί του Manu Chao. Στην πορεία των ετών, διαπιστώνεις πως το τσιγάρο είναι μόνο ένα prop της υπερπαραγωγής που έχεις στήσει γύρω από τον χαρακτήρα που θέλεις να προβάλεις γύρω σου. Όταν σβήνει το πρώτο τσιγάρο, το μόνο που μένει είναι κίτρινα δάκτυλα, βαριά αναπνοή και βήχας νταλικερίσιος σαν παγιωμένο πρωινό εγερτήριο.

Στο μεταξύ, όταν σχόλαγα από το μάθημα, άναβα κι άλλο ένα τσιγάρο στον μακρύ και κουραστικό δρόμο για το σπίτι, μεταξύ λεωφορείων και μετρό. Νόμιζα πως στον καπνό του μπορούσα να ανταλλάξω τα άπειρα μαθήματα που χρωστούσα με μια περιπλάνηση στα κανάλια του Amsterdam, στα χωριά του Volendam, κάπου μακριά από ‘δω. Άναβα κι άλλο τσιγάρο κάθε που άκουγα παραινέσεις για το τι πρέπει να γίνω στη ζωή μου μετά από τις σπουδές. Ο καπνός θωράκιζε τα αυτιά και το μυαλό μου. Έφευγα, παρέα με μια χρυσή κασετίνα και έναν αναπτήρα.

Το τσιγάρο μου έπεσε απ’ τα χέρια

Κάποια στιγμή σε βρίσκει μπροστά της η άθληση. Διαπιστώνεις πως αν θέλεις να παίζεις μπάσκετ, ποδόσφαιρο, να κάνεις άρση βαρών, κολύμβηση, να καταπίνεις χιλιόμετρα σε διαδρόμους γυμναστηρίων, το τσιγάρο δεν είναι και το καλύτερο ‘βοήθημα’. Τότε είναι που αποκτά status ‘απαγορευμένου’, τότε είναι που το αποζητάς παραπάνω.

Ήμουν η κλασική φιγούρα του φοιτητή που πατούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων όταν δεν υπήρχε καμία πιθανότητα υπεκφυγής. Το γυμναστήριο ήταν μονόδρομος, πετώντας στα σκουπίδια με άπειρη θεατρικότητα, τα τσιγάρα μου. Τότε ήταν η στιγμή που η ηδονή του να επιλέγω δίσκους σε ένα γνωστό ροκ στέκι των Εξαρχείων, κρατώντας στο αριστερό χέρι μια ένα αναμμένο τσιγάρο(!), έγινε απερίγραπτη. Τότε έγινα σεσημασμένος τρακαδόρος, βρίσκοντας ένα σωρό επικοινωνιακά τρικ για να προσπερνάω με άνεση την δυσφορία των εχόντων πακέτο τσιγάρων. Τότε έκανα ξεστρατίσματα αγοράζοντας ένα πακέτο για να το καπνίσω όλο σε ένα βράδυ.

Το πρωί που ακολουθούσε κάθε βραδινό, παράνομα αγορασμένο πακέτο, διαπίστωνα πως είχα καπνίσει μόνο 6-7 τσιγάρα. Στη συνέχεια, με πλεόνασμα ενοχής, το άφηνα σε κάποιο παγκάκι πλατείας για να το καρπωθεί κάποιος συνειδητοποιημένος καπνιστής. Τότε ήταν που η απόλαυση του τσιγάρου μετά το σεξ, έγινε ως και αυτοσκοπός (κάνουμε σεξ ως αφορμή για να καπνίσουμε παρέα αργότερα). Τότε έχασα τον κόσμο από τα μάτια μου για πρώτη φορά, κρατώντας ένα τσιγάρο.

“Γιατρέ μου τι έχω;”

“What came first, the smoke or the misery? Was Ι miserable because I was a smoker or was Ι smoking because I was miserable?”: Είχα μόλις συναντήσει τη Φ. σε κάποιο μαγαζί που έπαιζε μουσική, έχοντας μαζί μου τη χρυσή κασετίνα με τα τσιγάρα, αυτή που έγινε αφορμή για να γνωριστούμε. Χωρίς εξήγηση, χωρίς να της έχω μιλήσει άσχημα, χωρίς να έχουμε τσακωθεί, εξαφανίστηκε σε ένα βράδυ. Είχα ξεμείνει σε κάποια random πλατεία της Αθήνας, με μοναδικό παυσίπονο ένα πακέτο τσιγάρα. Για πρώτη φορά ο καπνός ήταν σκέτη αηδία.

Στους επόμενους μήνες, τα χρέη του μεταπτυχιακού που είχαν συσσωρευθεί σε ένα τρομακτικό νούμερο, η πρώτη απειλή απόλυσης, ο πρώτος χωρισμός, έφεραν την πρώτη καραμπινάτη κρίση πανικού, κατά τη διάρκεια βόλτας στην Αθήνα, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη. Δεν ήξερα τι ήταν ‘κρίση πανικού’ και μου πήρε χρόνια και πολλή έρευνα για να το μάθω, ήξερα όμως ότι κανένας καρδιολόγος, κανένας παθολόγος, κανένας πνευμονολόγος δεν έβρισκε τι ήταν αυτό που είχα πάθει, άρα στο δικό μου -θολωμένο- μυαλό, μπορούσα να ενοχοποιήσω για όλα όσα είχαν συμβεί, το τσιγάρο. Αυτή η πόρνη της χαράς μπορούσε να γίνει η απόλυτη ένοχος της λύπης. Αηδία ακόμα και το πρωινό τσιγάρο; Κι όμως γίνεται.

Τα υποκατάστατα, ο μύθος και το κόψιμο-μαχαίρι

Οι γονείς μου είχαν αγοράσει ένα από τα πρώτα ηλεκτρονικά τσιγάρα της αγοράς, ένα μακρόστενο robo-τσιγάρο που θύμιζε περισσότερο δονητή για φτωχούς. Αγόρασα το ίδιο ακριβώς και κυκλοφορούσα με αυτό στον χώρο της πρώτης μου δουλειάς στα media (τι ντροπή θεέ μου) μέχρι που μια φωνή μέσα μου με ρώτησε: “μα είσαι πρωτάρης σε μια δουλειά και κυκλοφορείς με ένα καπνιστό δονητή στο στόμα, για όνομα!”.

Στη συνέχεια αποφάσισα να στοιχειοθετήσω τον μύθο μου ως ο καπνιστής που μπορεί να κάνει μόνο ένα (τσιγάρο) την μέρα και “αυτό ήταν, τέλος”. Προσπάθησα να συντηρήσω για χρόνια αυτόν τον μύθο, όμως πάντα με ξεπερνούσε η φύση του ίδιου του εθισμού που προκαλείται από το κάπνισμα. Το ‘ένα τσιγάρο μαζί με το ποτό’ γινόταν εύκολα δυο ή τρία την επόμενη μέρα και τα καπνισμένα τσιγάρα αυξάνονταν με εκθετική πορεία. Ο μύθος αυτός αποδείχθηκε μια καλή δικαιολογία ώστε να συνεχίσω το σερί μου ως τρακαδόρος, αποσπώντας τον θαυμασμό των καπνιστών μαζί με ένα τσιγάρο ακόμα.

Υπήρχαν βέβαια και οι πιο απειλητικοί, οι διώκτες των τρακαδόρων: “Αφού δεν καπνίζεις! Τι το θες;” ρωτούσαν και φυσικά δεν είχα καμία απάντηση να δώσω. Διαισθανόμουν βέβαια ότι η κλίκα των καπνιστών που κάποτε αγκάλιασα, με έσπρωχνε προς την έξοδο.

Δεν θυμάμαι τι έγινε και έκοψα το κάπνισμα οριστικά. Θυμάμαι πως ήταν το προπερασμένο καλοκαίρι και μπορούσα σε μια στιγμή να δω ολοκληρωμένο το flashback των στιγμών της ζωής μου ως καπνιστή. Και δεν μου άρεσε. Θυμήθηκα: φωτογραφίες με κίτρινα δόντια, ξερό στόμα κάθε πρωί, άγχος/νεύρα/μιζέρια/μοναξιά μεταμφιεσμένα ως απόλαυση, φλερτ που έπρεπε να ξεκινήσουν από ένα τσιγάρο, αποφάσεις κρίσιμες που πάρθηκαν σε κάποιο σκοτεινό πεζούλι καπνίζοντας, για να αναιρεθούν το επόμενο πρωί. Το μεγαλύτερο ψέμα της ενήλικης ζωής μου, πως μπορούσα να κρύψω την ευάλωτη και ενίοτε αμήχανη ή ‘weirdo’ φύση μου καπνίζοντας, έμοιαζε ξεχειλωμένο και γελοίο. Είχαν προηγηθεί σκόρπιες χρονιές και διετίες χωρίς τσιγάρο και ύστερα ‘κύλισμα’ στο ίδιο φιξάκι.  Από το προπέρσινο καλοκαίρι μέχρι σήμερα, δεν έχω καπνίσει ξανά.

Δεν ξέρω αν μπορώ να σε νουθετήσω ώστε να κόψεις το τσιγάρο μαχαίρι. Μπορεί η παραπάνω ιστορία να σου φάνηκε λίγο cheesy και γραφική. Αν όμως έχεις αναρωτηθεί “γιατί καπνίζω; Πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν κάπνιζα;” τότε πήρες την απάντηση σου. Αν αποσυνδέσεις το τσιγάρο από τις καθημερινές στιγμές με τις οποίες έμαθες να το συνδυάζεις, μένει μόνο μια κάφτρα να κολυμπάει μέσα σε ένα σταχτοδοχείο. Όλα τα άλλα, δεν υπήρξαν ποτέ.