ORIGINALS

Τζάνγκω: Όταν τίτλοι μεγάλων ταινιών γίνονται ρήματα

Προσοχή, προσοχή! Τίποτα δεν θα είναι ίδιο μετά από αυτό το θέμα. Διαβάστε το με δική σας ευθύνη και μη ζητήσετε αποζημίωση για τα εγκεφαλικά σας κύτταρα.

Ξέρεις, δεν είναι πάντα εύκολη η ζωή στο γραφείο. Μπορεί να μας έχεις δει να περιδρομιάζουμε σαν να έρχεται το τέλος του κόσμου ή να περνάμε καλά μπροστά στην κάμερα (ηρέμησε!) ή να κάνουμε διάφορα άλλα επιλήψιμα, αλλά η ζωή δεν είναι πάντα εύκολη στο γραφείο.

Η πνευματική καταπόνηση, ο κάματος του νου, πολύ συχνά μας οδηγεί σε κρίσιμα σταυροδρόμια. Σε αποφάσεις ζωής. Σε ιδέες για θέματα που θα κάνουν τον κόσμο να μας κοιτάει καχύποπτα στο λεωφορείο. Που θα στραγγίξει τα προφίλ μας από φίλους. Που θα μας σβήσει από το χάρτη.

Εκεί λοιπόν έρχεται ο @freddos και μου στέλνει κάτι από το Reddit στο οποίο φίλες και φίλοι από όλο τον κόσμο κοτσάρουν ένα -ing στο τέλος τίτλων ταινιών και το αποτέλεσμα έχει πάρα πολλή πλάκα.

Παράδειγμα:

‘space jamming’ – Canning and jarring fruit/preserves in space

Έπρεπε να σκεφτούμε κάτι εξίσου ωραία στα ελληνικά, δηλαδή ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΗ ΓΛΩΣΣΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΛΑΚΑ. Σκεφτήκαμε να προσθέσουμε ένα ‘Ε ρε’ στην αρχή κάθε τίτλου. Φερ’ ειπείν, ‘Ε ρε η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού’. Είχε πλάκα, αλλά δεν είχε πολλή πλάκα. Μετά σκεφτήκαμε να κλείνουμε τους τίτλους με ένα ‘δε σε χάλασε’. Φερ’ ειπείν, ‘Ironman δε σε χάλασε’. Είχε πλάκα, αλλά δεν είχε πολλή πλάκα.

Τελικά διαλέξαμε να κάνουμε ρήματα τους παρακάτω τίτλους. Είχε πλάκα. Ελπίζουμε να είχε πολλή πλάκα. (Να σημειωθεί ότι αυτό το χούι να γράφει τις λέξεις ως ρήματα το έχει ο Δημητρόπουλος, μόνο που τώρα βρίσκεται κάπου μεταξύ Μακάο και Βιετνάμ, κι ελπίζουμε να μη διαβάζει αυτές τις λέξεις).

 

Ι. Μεμέντω

παρατατικός: μεμένταγα

1. θυμάμαι

Μεμέντεις τα χρόνια που μια τσιχλόφουσκα κόστιζε δέκα δραχμές;

2. αποστηθίζω

Έχω έναν φίλο που έχει έναν ξάδερφο που έχει μια κολλητή που μεμέντησε όλους τους στίχους των τραγουδιών του Έμινεμ σε μια μέρα.

3. δίνω ιδιαίτερη βαρύτητα

Μια ζωή μεμένταγα χαζομάρες και έχανα την ουσία.

 

Το ‘μεμέντω’ στη μουσική

“Μην κάνεις πως δεν μεμέντεις…”

“Το μόνο που μεμέντω είναι που μύριζε άνοιξη το πρώτο σου φιλί”

 

ΙΙ. Τζούνω

αόριστος: τζούνησα

1. μένω αναπάντεχα έγκυος

Δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε παιδί. Τζούνησα στα καλά καθούμενα, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ που σε κρατήσαμε.

2. υποφέρω περιμένοντας για κάτι

Τζουνήσαμε μέχρι να σφυρίξει ο διαιτητής. Εφτά λεπτά κράτησε το κοράκι.

3. συλλαμβάνω μια φοβερή ιδέα

Κι εκεί που καθόμουν στο μπαλκόνι και σημείωνα πινακίδες αυτοκινήτων, τζούνησα τη μεγάλη ιδέα. Και τη σημείωσα κι αυτή.

 

Το ‘τζούνω’ στα Ρεμπέτικα

“Τζούνω και μεθώ οφ αμάν…”

 

ΙΙΙ. Ψυχώ

συνηρημένο ψυχάω-ψυχώ

1. ποθώ, επιθυμώ, θέλω

Έφτιαξε ο καιρός και ψυχώ όσο τίποτα έναν πύραυλο.

2. τρελαίνομαι, τα χάνω

-Έχω ψυχήσει με την καινούργια γραμματέα του αφεντικού.

-Εχμ, είναι άντρας.

3. επευφημώ την αγαπημένη μου ομάδα στο γήπεδο

“Και όσο ζωωωωωωωωω, για σένα θα ψυχώωωω”

4. παθαίνω λόξυγγα

(Δεν υπάρχει παράδειγμα εδώ, όταν παθαίνεις λόξυγγα, δεν μπορείς να μιλήσεις)

 

To ‘ψυχώ’ στις αθλητικές φυλλάδες

Αθλητική Ψυχώ

 

IV. Αμέρικαν Ψυχώ

συνηρημένο αμέρικαν ψυχάω-ψυχώ

1. ποθώ, επιθυμώ, θέλω

Έφτιαξε ο καιρός και αμέρικαν ψυχώ όσο τίποτα έναν πύραυλο.

2. τρελαίνομαι, τα χάνω

-Έχω αμέρικαν ψυχήσει με την καινούργια γραμματέα του αφεντικού.

-Εχμ, είναι άντρας.

3. επευφημώ την αγαπημένη μου ομάδα στο γήπεδο

Και όσο ζωωωωωωωωω, για σένα θα αμέρικαν ψυχώ

4. παθαίνω λόξυγγα

(Δεν υπάρχει παράδειγμα εδώ, όταν παθαίνεις λόξυγγα, δεν μπορείς να μιλήσεις, αμέρικαν)

 

To ‘ψυχώ’ στις αθλητικές φυλλάδες

Αθλητική Αμέρικαν Ψυχώ

 

V. Τιτανικώ

παρατατικός: τιτανικούσα

1. ναυαγώ

Τιτανίκησαν σε μια ξέρα ανοιχτά του Σαρωνικού.

2. αποτυγχάνω

Οι προσπάθειες του τιτανικούσαν για έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά στο τέλος τα κατάφερε.

3. τα κάνω σκατά, διαλύω τα πάντα

Κάθε φορά που πρέπει να τραβήξω τουβλάκι από το τζένγκα, φοβάμαι ότι θα τιτανικήσω τα πάντα

 

Το ‘τιτανικώ’ στο λαϊκό τραγούδι

Τιτανικώ σε ένα σκοινί που είναι έτοιμο να σπάσει

 

VI. Σέρπικω

στιγμιαίος μέλλοντας: θα σερπίξω

1. χορεύω έναν χορό με ύφος “δεν είστε ούτε μια τρίχα απ’ τα … ξέρεις ποια”

Κάντε στην άκρη! Ήρθα και θα σέρπικω.

2. πουλάω μούρη

Ρε το Νικολάκη. Από εκεί που δεν έβαζε μπάλα στο αμερικάνικο, έγινε πρωταθλητής στο γαλλικό και σερπίκει (σ.σ. κατεβαίνει ο τόνος, γιατί η μαγκιά είναι πολλή) στα γκομενακια

3. περπατάω αργά

Dude, τι ήπιαμε χτες το βράδυ; Σέρπικω όλη μέρα σήμερα.

 

Το ‘σέρπικω’ ως δημοφιλής ελληνικός χορός

Χασαποσέρπικω

 

VII. Ρόμποκω

μέλλοντας: θα ρομποκήσω

1. τσακίζω ένα καπάκι μπύρας στη μέση και ξύνω το δάχτυλό μου στο οδοντωτό περίγραμμα

2. χτυπάω το διπλό τζάμι του σαλονιού για να ακούσω τον θόρυβο που κάνει

3. παίρνω κάμψεις

4. σφυρίζω συνθηματικά έξω από μια σιδερένια πόρτα μέχρι να με βρίσκει ο πρώτος γείτονας

 

VII. Σερεντίπιτει

υπερσυντέλικος: είχα σερεντιπιτήσει

1. περπατάει κατά μήκος της παραλίας και σκέφτεται όλες τις πρώην του

2. σκοντάφτει περπατώντας κατά μήκος της παραλίας κι ενώ σκέφτεται όλες τις πρώην του

3. σπάει τα γυαλιά του σκοντάφτοντας, ενώ περπατάει κατά μήκος της παραλίας και σκέφτεται όλες τις πρώην του

4. ένα γυαλί μπαίνει στο μάτι του αφού σπάσει τα γυαλιά του σκοντάφτοντας, ενώ περπατάει κατά μήκος της παραλίας και σκέφτεται όλες τις πρώην του

5. γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που πεθαίνει από κρίση πανικού

 

IX. Γκώθηκα

ενεστώτας: γκώνομαι

1. παράφαγα

Γκώθηκα κάτι λαχματζούν, άλλο να στα λέω άλλα να τα τρως,

2. επωμίστηκα

Γκώθηκα με τη μετάφραση του τελευταίου κύκλου Californication, αλλά ευτυχώς είναι γεμάτο διαλόγους για μαθητές πρώτης κανονικής, οπότε δεν θα δυσκολευτώ.

3. φορτώθηκα, ζαλώθηκα

Πήγα στο πατρικό μου και γύρισα με δύο ταψιά σουφλέ. Δεν χωρούσαν στο backpack να τα γκωθώ κι έτσι τα κουβάλησα με τα χέρια. Ξέχασα το ένα στην αποβάθρα του μετρό.

 

Το ‘γκώθηκα’ στο έργο του Σάκη Ρουβά

Γκώθηκα, κομμάτια κι όνειρα μάζεψα. ΝΕ ΤΙ;

 

X. Φάργκω

παρατατικός: έφαργκα

1. ρεμβάζω

Όποτε με πιάνουν οι μαύρες μου, βγαίνω στη βεράντα και φάργκω τη θάλασσα στο βάθος.

2. κάνω μια δουλειά σε ένα καράβι που δεν εξηγείται με λόγια

Δύσκολα τα χρόνια στο άρμπουρο. Έφαργκα εγώ τα ξημερώματα, έφαργκε ο Παντελής μες στο λιοπύρι

3. χώνω

Άκουσα βήματα έξω από την πόρτα. Τι να κάνω. Παίρνω ένα αναμμένο κούτσουρο από το τζάκι και το φάργκω πίσω από την πόρτα. Πήραμε φωτιά, ήρθε η Πυροσβεστικη, καπνός οι κλέφτες.

4. ρεύομαι

Μ’ έχει φάει αυτή η Στέλλα. “Μη φάργκεις σαν το βόδι, μη φάργκεις σαν το βόδι!”.

5. σκαλίζω τη μύτη μου μετά από τέσσερις μέρες συνάχι

6. κάθομαι στον πάγκο μιας ομάδας χόκεϊ

 

Το ‘φάργκω’ στην κληρονομιά του Στέλιου Καζαντζίδη

“Φάργκω, φάργκω τον καημό μου, τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε μάνα θα σε δω”.

 

ΧΙ. Χάτσικω

παρατατικός: χάτσικα

1. παίζω λεφτά στον ιππόδρομο

2. γίνομαι λιώμα από το ποτό και σπάω τα δόντια μου στην άκρη του πεζοδρομίου

3. κολλάω ένα γραμματόσημο με έναν μολοσσό δίπλα από ένα γραμματόσημο με το σήμα του Άρη

4. πάω να ρίξω μια σφαλιαρίτσα σε έναν φίλο, αλλά πιάνω αέρα

5. προσπαθώ να ξεμπλέξω τον χαρταετό από τα καλώδια της ΔΕΗ

6. παίζω πρέφα με παππούδες σε καφενείο δίπλα στον Άγιο Κωνσταντίνο και τους κλέβω ενώ φτερνίζονται στο μαντήλι τους

 

ΧΙΙ. Τζάνγκω

παρακείμενος: έχω τζανγκήσει

1. ξεσκίζω

Τζάνγκησα ένα παλιό μου πουκάμισο για να δω αν είμαι πράγματι ερωτευμένος ή απλά ήπια λίγο παραπάνω.

2. κατασπαράζω

Πιάσε δυο κιλά παϊδάκια να τζανγκήσουμε με τη ρετσίνα μας.

3. ανοίγω μια μπύρα με τα δόντια

 

Το ‘τζάνγκω’ στην ελληνική ποπ

“Τζάνγκω απ’ τη χαρά μου, τζάνγκω όταν σε βλέπω, τζάνγκω, τζανγκώ!”