ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Χτυπώντας την πόρτα του ταμείου ανεργίας

Το lead-in για τη συγκεκριμένη στιγμή μαυρίλας-οργής-απελπισίας στο δίνει μια άλλη, αυτή που χάνεις τη δουλειά σου. Τα επίπεδα της μελαγχολίας είναι ήδη ανεβασμένα.

Ένα από τα πρώτα ηρεμιστικά στην περίπτωση που απολυθείς έχοντας ένσημα τουλάχιστον μίας 2ετίας είναι αυτό το περιβόητο επίδομα ανεργίας, τα 460 ευρώ το μήνα (που πλέον έγιναν 360), για έναν χρόνο, που μπορούν να σου δώσουν 2-3 ανάσες -όχι παραπάνω- μέχρι να ξαναβρείς δουλειά (κάπου, κάπως, κάποτε).

Ξεχνώντας λοιπόν για λίγο τη μαυρίλα του να είσαι απολυμένος και να ψάχνεσαι τυφλά σε μικρές αγγελίες που σε φλομώνουν με ευκαιρίες στο promotion, μάζεψα 6-7 δικαιολογητικά που χρειάζονταν και πήγα να γραφτώ για το επίδομα. Ήταν Τετάρτη πρωί, πολύ πρωί.

Να ενημερώσω στα γρήγορα τους βιαστικούς ότι κανείς δεν γνωρίζει τι εστί “ταλαιπωρία στις δημόσιες υπηρεσίες” αν δεν έχει προσπαθήσει για το επίδομα real-time και real-life στον ΟΑΕΔ της γειτονιάς του. Με το συμπάθιο σε κάθε “εφοριόπληκτο” ή εγκλωβισμένο στο ΙΚΑ, αλλά ισχύει.

To κλίμα είναι το εξής. Θα έρθεις εδώ ξημερώματα άτυχε άνεργε, θα προσπαθήσεις να δαγκώσεις, πηδήξεις πάνω από, προλάβεις παντί τρόπω τους υπόλοιπους άτυχους ανέργους που έχουν μαζευτεί έξω από τον ΟΑΕΔ για ένα μικρό νούμερο στο χαρτάκι προτεραιότητας και αν είσαι, εχμ, κωλόφαρδος και το καμάρι της θεωρίας του Δαρβίνου, ήτοι δυνατός και ρωμαλέος, μάλλον θα αρπάξεις ένα μαγικό χαρτάκι από το 1 μέχρι το 60. Αν όχι, θα φύγεις και θα πας το επόμενο πρωί να κάνεις τα ίδια κασκαντεριλίκια με την ίδια ελπίδα και ίσως την ίδια κατάληξη. Όπως κατάλαβες, (τουλάχιστον στον δικό μου ΟΑΕΔ) 60 άτομα εξυπηρετούνται καθημερινά χωρίς καμία λογική, αξιοκρατία, σύστημα, ελπίδα.

 

Την κατάσταση στην περίπτωσή μου δεν βοηθά καθόλου η κωμική μου επίδοσή ανά τους χρόνους στο να μαζεύω χαρτιά, δικαιολογητικά, γενικώς υλικό για δημόσιες υπηρεσίες. Ήταν δεδομένο ότι θα πήγαινα πολλές φορές επειδή θα μου έλειπε κάποιο χαρτί. Ήταν σχεδόν δεδομένο ότι δεν θα έπαιρνα το επίδομα ανεργίας, ακριβώς γιατί κάποια από αυτές τις φορές που θα μου έλειπε ένα χαρτί, θα έλεγα “φτάνει, δεν παίζω άλλο, ας πάω στα φανάρια να πουλάω ανεμιστηράκια”.

 

Ας μιλήσουμε διεξοδικά για την τρομοκρατία του πρώτου πρωινού. Είναι η πιο ενδεικτική, αφού τις επόμενες φορές πήγα ελαφρώς πιο προετοιμασμένος για το κακό.

Κατ’ αρχήν, ο πανικός και το πλήθος για την εξασφάλιση της προτεραιότητας σφίγγει το στομάχι, έστω και υποσυνείδητα. Υπάρχει πρόβλημα εκεί έξω και το βλέπεις με σάρκα και οστά, όχι με ποσοστά στα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Είναι λες και μια τεράστια φάμπρικα με 500.000 εργαζόμενους μόλις έκλεισε και οι απολυμένοι τρέχουν να αρπάξουν το επίδομα που έχει εκδοθεί σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Η αλήθεια είναι πως επίδομα υπάρχει για όλους. Αρκεί να προσκομίσουν ό,τι πρέπει.

Κάθισα στην αίθουσα αναμονής ξεφυλλίζοντας πάλι τα δικαιολογητικά μου. Σαν από μηχανής Θεός, ένας τοπικός θεούλης της υπηρεσίας, αυτός που έξω μοίραζε τα νούμερα, ήρθε πάνω από το κεφάλι μου και με ευγένεια που διδάσκεται στις ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες, μου πρότεινε:

 

 Ένας άνθρωπος που είναι φανερό ότι ξύπνησε σήμερα πρόθυμος, ασυγκράτητος θα λέγαμε, να εξυπηρετήσει έναν απολυμένο. Μην έχοντας ούτε αντανακλαστικά -η ώρα ήταν 8.18- ούτε τα απαραίτητα χαρτιά – ΦΥΣΙΚΑ- σηκώθηκα από τη θέση μου, σύρθηκα μέχρι τη ντάνα με τα χαρτιά, πήρα το υπόδειγμα και άρχισα να σημειώνω τις ελλείψεις μου. Κάπου πήρε το αυτί μου ότι η αίτησή σου γίνεται αποδεκτή ακόμη κι αν δεν έχεις μερικά χαρτιά μαζί σου, αρκεί να τα προσκομίσεις -Ω Θεέ, ΧΩΡΙΣ να περιμένεις στην ουρά- σχετικά άμεσα. Είπα να παίξω τις πιθανότητές μου.

Μετά τα πρώτα 80 λεπτά, σιχτίρισα που δεν είχα φέρει μαζί μου ένα βιβλίο. (Δεν φημίζομαι και για ‘βιβλιοφάγος’). Ήμουν το νούμερο 19 και τα πρώτα 80 λεπτά είχαν εξυπηρετηθεί 4. Και καλά επειδή μια δημόσια υπάλληλος είχε αρρωστήσει και δεν ήρθε στη δουλειά. Με τους γενικότερους ρυθμούς εκεί μέσα, άντε να είχαν εξυπηρετηθεί 6, αν η κυρία δεν αρρώσταινε(;). Εν τω μεταξύ, τις θέσεις δίπλα και μπροστά μου είχαν καταλάβει μερικές “επαγγελματίες άνεργες” κυρίες. Φιλόλογοι, νηπιαγωγοί, γυμνάστριες που ήξεραν τόσο καλά το τι έπρεπε να φέρεις λες και είχαν πάρει από 18 φορές η μία το επίδομα. Ναι, ήταν οι κλασικές κυρίες που με την μαλακισμένη τους ξερολίαση επί ενός ΜΟΝΟ θέματος, του πώς θα πάρεις το επίδομα ανεργίας, με εκαναν να νιώθω τελείως άχρηστος. Τι κι αν είχα δουλέψει ήδη 6 χρόνια σε μια καλή θέση και μια μεγάλη εταιρία; Ένιωθα ο τελευταίος των Μοϊκανών, των Αβορίγινων, των Εσκιμώων. Όλων.

 

Μετά τις δύο ώρες, κι ενώ οι ρυθμοί εξυπηρέτησης είχαν ανέβει από τα 38 λεπτά/άνεργος στα 35 λεπτά/άνεργος, το ένιωσα βαθιά μέσα μου ότι δεν πρόκειται να πάρω αυτό το επίδομα. Στο φωνάζει η δημόσια υπηρεσία. “Δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα από εμάς αν δεν ματώσεις πρώτα”. Κανένα ίχνος υπερβολής ούτε κι εδώ. Η μιζέρια και η στεναχώρια του γενικότερου σκηνικού ποτίζει το κεφάλι σου με ιδέες του στιλ “καλύτερα σπίτι μου να τρώω φέτες με Merenda και να βλέπω Ρολάν Γκαρός ψάχνοντας για δουλειά στα διαλείμματα ανάμεσα στα σετ, παρά εδώ, να περιμένω στην πιο αφιλόξενη υπηρεσία του σύμπαντος τις υπαλλήλους να κάνουν λίγο πιο γρήγορα τη δουλειά τους, ενώ όλο το προσωπικό σε κοιτάει λες και το επίδομα θα αφαιρεθεί από το δικό τους μισθό για να το πάρεις εσύ”. Ναι, πρέπει να είσαι άντρας στον ΟΑΕΔ και να μην τα παρατήσεις. Είσαι πέρα για πέρα μόνος σου.

 

Πέρασαν 4,5 ώρες αναμονής, περίπου δηλαδή 270 λεπτά, στα οποία α) ένιωσα πως γέρασα κατά μια πενταετία, β) είχα ξεχάσει ότι πέρασα κάμποσα χρόνια δουλεύοντας, γ) πείστηκα ότι είμαι ένα βάρος στην κοινωνία, που μάλιστα θέλει και επίδομα τρομάρα του και δ) έχασα επαφή με τον χωροχρόνο. Νομίζω ότι κάποια στιγμή πρέπει να σηκώθηκα από τη Γη, να βγήκα από το κορμί μου, να εξαϋλώθηκα. Αφού θα αιωρήθηκα κάνα δίλεπτο σαν κάτι μοναχούς που δεν θυμάμαι από πού είναι επανήλθα έγκαιρα στη θνητή μου ύπαρξη, 1 νούμερο πριν τη δική μου σειρά. Ο δικός μου μαραθώνιος έφτανε στο τέλος του. Ειλικρινά, δεν με ενδιέφερε τόσο το αποτέλεσμα όσο το να γυρίσω επιτέλους σπίτι και να ξεσπάσω σε κραυγές. Να φωνάζω ρε παιδί μου, να σπάσω και τίποτα. Το “πείραμα” έφτανε στην ολοκλήρωσή του.

Μια πολύ λεπτή κυρία με γυαλιά που πιθανότατα είχε να γελάσει από τότε που η δημόσια τηλεόραση έπαιζε Μπένι Χιλ ήταν η υπάλληλος που κλήθηκε να με εξυπηρετήσει. Έφτασα στον μπροστά της γκισέ με την απελπισία των 4,5 ωρών (4,5 ώρες είναι 2 πλήρη ματς με pre-game show και ημίχρονα μαζί) και με καλωσόρισε με ένα παγερό βλέμμα 4,5 δευτερολέπτων. Είδε το πρώτο μου χαρτί. Είδε το δεύτερο. Βάρεσε μια σφραγίδα στο τρίτο. Κάθε χαρτί που ενέκρινε ήταν μια μεγάλη νίκη. Τεράστια. Οι πεταλούδες στο στομάχι με εγκατέλειπαν μία-μία. Στο τέταρτο χαρτί κώλωσε. Όχι, μη. Μίλα μου. Σίγησε για περίπου 15 δευτερόλεπτα. Μου το γύρισε πίσω. Κάπου στη διαδρομή του χαρτιού στον αέρα, ψέλλισε “θα πρέπει να πάτε στο ΙΚΑ να….”. Δεν άκουσα τίποτα μετά το “να”.