OPINIONS

Υπάρχει πιο υπερτιμημένο πράγμα από το χιόνι;

Ο έξαλλος Στέφανος Τριαντάφυλλος τα βάζει με το χιόνι. Και με τη λατρεία προς αυτό.

Σηκώνομαι το πρωί και τι να δω;

Χιόνι παντού. Το έστρωσε κανονικά.

Και μετά; Και μετά θυμήθηκα ότι δεν είμαι 8 χρονών και διαπίστωσα ότι πραγματικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου.

Για την ακρίβεια το “δεν με ενδιαφέρει καθόλου” είναι η ευγενική εκδοχή. Θα έλεγα ότι το χιόνι μου τη δίνει όσο λίγα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο (σίγουρα Top-3 μαζί με την τρύπιο καλαμάκι της Αμίτα και αυτούς που μπαίνουν στο μετρό πριν βγουν οι άλλοι), αλλά με αυτόν τον τρόπο θα παραδεχόμουν ότι σιχαίνομαι κάτι σημαντικό. Όμως όχι. Η αλήθεια είναι ότι:

Υπερτιμημένο. Αυτό ακριβώς. Είσαι παιδί που δεν θα πας σχολείο; Είσαι ιδιοκτήτης μπαρ-καφέ στο Καϊμακάντσαλαν (μια ή δύο λέξεις – δεν ξέρω); Είσαι Γέτι; Πες μου τι είσαι… Αν δεν ανήκεις στις παραπάνω κατηγορίες τότε δεν έχεις κανένα λόγο να χαίρεσαι με το χιόνι. Εκτός αν σου αρέσει όντως να παγώνουν τα δάχτυλα σου, να μην μπορείς να μετακινηθείς, να δυσκολεύεσαι να καθαρίσεις το τζάμι του αυτοκινήτου και να γλιστράς στα πεζοδρόμια.

Η απέχθεια στα ακραία καιρικά φαινόμενα ξεκίνησε από την παιδική μου ηλικία, αλλά δεν έχει σχέση με το ότι δεν με αγκάλιαζαν μικρό. Μεγαλώνοντας, υπήρχε ένα βασικό κριτήριο για το τι μου αρέσει και το τι δεν μου αρέσει. “Θα με αποτρέψει από το να παίξω μπάσκετ”; Απλό. Βροχή, χιόνι, καύσωνας, μαθήματα, γιορτές με οικογενειακές βίζιτες —> κακό. Μια τυπική ημέρα —> καλό. Νομίζω ότι έτσι εξηγούνται πολλά. Στη συνέχεια ο ψυχαναγκασμός πέρασε στην επόμενη πίστα και έγινε κάτι σαν “δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω” με προτεταμένο δάχτυλο και προτεταμένο εγωισμό.

Να εξηγήσω; “Δεν μπορείς να πας για μπάσκετ γιατί βρέχει”, γροθιά στο στομάχι. “Δεν μπορείς να πας εκεί (όπου κι αν είναι το εκεί) γιατί οι δρόμοι είναι κλειστοί”, πυρωμένες καρφίτσες στα νύχια ή κάτι αντίστοιχα επώδυνο. “Δεν μπορείς να βγεις από το στρατόπεδο” θάνατος από υπερβολική δόση μελιτζάνας (σαν σήμερα πριν από τέσσερα χρόνια , δεν ξεχνώ). Το αν μπορώ να πάω εκεί, ή να κάνω αυτό, άσε να το ξέρω εγώ.

 

Μετά βγήκε και update στο application με τίτλο “δεν θα μου πεις τι θα κάνω”, το οποίο κατεβάσαμε όλοι μας για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία. Ήταν τότε που οι γονείς μας μάθαιναν γλώσσα προγραμματισμού, της δική μας ζωής όμως. Με γλώσσα C για τους νότιους  τύπους “σε (c) σένα(νε) μιλάω, θέλεις να μας πεθάνεις μ’ αυτά που κάνεις” και γλώσσα C++ για τους βόρειους πχ “σε (c) έχω πει κάθε πρωί να στρώνεις το κρεβάτι σου”. Οι συγκεκριμένες γλώσσες προγραμματισμού περιέχουν μπόλικη υποτακτική (“πήγαινε στο δωμάτιο σου” και “ρίξε κάτι πάνω σου”), η οποία συγκρούεται με την έγκλιση που έχουν όλα τα παιδιά την υπό-ατακτική. Είναι η τυπική μάχη που κάνει τον κόσμο να γυρνάει και τους ψυχολόγους να πλουτίζουν.

(*Ξέρω ότι η κλίση είναι η προστακτική, αλλά με την προστακτική το αστείο υπο-ατακτική δεν έβγαινε – καταραμένο να ‘σαι συντακτικό)

Έτσι, λοιπόν, το χιόνι μπαίνει και αυτό στη μακρά λίστα που θα έκανε τον Ουόλτερ Ματάου υπερήφανο: απόκριες, Χριστούγεννα, λοιπές αργίες κινητές και μη, το παγωτό-γιαούρτι, ο στρατός, οι κομεντί, τα γατάκια και δεν θυμάμαι τι άλλο. Ξέρω, ξέρω… Θα πεθάνω μόνος και θα με βρουν από τη μυρωδιά.

Πίσω στο χιόνι, όμως, που το μόνο καλό που έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα είναι αυτό εδώ:

 

 

Σκέψου ότι κάπου αλλού αυτή είναι η φάση τους σε καθημερινή βάση. Σκέψου Ροβανιέμι. Και Κίεβο. Και Μινεσότα. Εμείς, όμως, κάνουμε λες και πήραμε το ευρωπαϊκό. Ο κόσμος βγαίνει στους δρόμους. Ο κόσμος γλιστράει στους δρόμους. Ο κόσμος καταλήγει με σπασμένα χέρια. Παράλληλα ξαμολιούνται παιδιά και σκυλιά, με αποτέλεσμα τα μεν παιδιά να καταλήξουν άρρωστα και τα δε σκυλιά να κάνουν το σπίτι κώλο. Αλλά κατά τα άλλα “χιόνισε και είναι εκπληκτικά”.

Το σπάνιο του πράγματος δίνει ένα πόντο στον ενθουσιασμό, καθότι ως γνωστόν στην Ελλάδα πάσχουμε από την έξαψη του νεοφώτιστου (βαθύ). Τα βαθύτερα όμως αίτια της αυτόματης διαδικασίας που συνδέει στο μυαλό μας τις νιφάδες του χιονιού με κάτι το σημαντικό/ωραίο είναι το γνωστό τρίπτυχο χιόνι-τζάκι-ζεστή σοκολάτα σε κούπα την οποία μάλιστα πρέπει να κρατάμε με τα δύο χέρια. Ό,τι χειρότερο, δηλαδή. Υπάρχει, βέβαια και η αναβαθμισμένη version, αυτή που βλέπουμε καρμπόν στις διαφημίσεις, με γουίσκι, φλοκάτη και λαμπραντόρ να περιμένει καρτερικά δίπλα στην πολυθρόνα. Τι έγινε σκύλε; Νόμιζα ότι σου αρέσει να παίζεις στο χιόνι, τι δουλειά έχεις μέσα;

 

Ξαφνικά μου έρχονται ξεκάρφωτες εικόνες από το Φάργκο, από το παιδικό πάρτι μασκέ της Παυλίνας το οποίο δεν έγινε, από μια τρομερή σαβούρα που είχα φάει στο παγωμένο πεζοδρόμιο, από το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός στη Γλυφάδα που τελικά διακόπηκε γιατί ο Βορεάδης έριξε κεφαλιά σε κέρμα, από τη μια και μοναδική φόρα που έκανα έλκυθρο στον Παρνασσό (μικρός ήμουν, δεν ήξερα) και από όλες τις αποτυχημένες προσπάθειες να φτιάξω χιονάνθρωπο. Και τελικά το μυαλό κεντράρει σε ένα μεγάλο “απαγορευτικό” γραμμένο σε άσπρο φόντο.

 

Εξάλλου, το χιόνι ως μεταφορά στην ελληνική κουλτούρα προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς: “γραμμένα στο χιόνι” που λένε. Αυτά που πρέπει να ξεχάσεις, δηλαδή. Γιατί το χιόνι έρχεται και φεύγει. Λιώνει και ξεχνιέται. Όπως λέει και ο Θανάσης Παπακωνταντίνου “να ξεχαστεί σαν των βουνών, βρε αμάν αμάν, το περσινό το χιόνι” (δις). Βρε αμάν, αμάν τι πάθαμε, Φεβρουάριο μήνα. Θέλετε κι άλλο; “Μα εσύ δεν ήσουν άνθρωπος. Εσύ ήσουν χιονάνθρωπος” όπως μας έμαθε ο Δημήτρης Μητροπάνος κι εμείς τον κοιτούσαμε μουδιασμένα. “Ήσουν χιονάνθρωπος” έλεγε και συνέχιζε: “που λίγο λίγο τέλειωνες, εγώ σε ζέσταινα και εσύ μου έλιωνες”. Κατάλαβες; Κατάλαβα… Οπότε δεν τα λέω μόνο εγώ.

Αν τώρα σε ένα παράλληλο σύμπαν το στρωμένο χιόνι σήμαινε ότι αυτόματα θα κάνω μεταβολή με το αυτοκίνητο, θα ανακτήσω την αίσθηση των δαχτύλων, δεν θα πρέπει να πάω εκεί που πρέπει να πάω και θα καταλήξω σε καναπέ, με κουβερτάρα ίσως να μου άρεσε, τι να πω. Κι ας μην είχα ένα παλαιωμένο μπράντι στο ποτήρι, ούτε καρδιές ζωγραφισμένες σε χνώτα στο τζάμι. Αλλά, είπαμε… Δεν είμαστε πια 8 χρονών. Κανείς δεν θα μας πει ότι δεν πρέπει να πάμε σχολείο, οπότε θα πρέπει να υποστούμε την ταλαιπωρία. Και κυρίως αυτούς που χαίρονται με την ταλαιπωρία φτιάχνοντας αποτυχημένους χιονάνθρωπους.