AP Photo/Julia Demaree Nikhinson
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το επιτελείο Trump, χωρίς καλό φωτισμό. Τελεία

Πώς τα viral κοντινά του Christopher Anderson για το Vanity Fair διέλυσαν την πολιτική εικόνα και εξόργισαν την κυβέρνηση Trump που αρέσκεται να σχολιάζει συχνά-πυκνά την εμφάνιση των πολιτικών αντιπάλων της.

Με μάτια ορθάνοιχτα, δέρμα χωρίς φίλτρο και χείλη πιο «δουλεμένα» απ’ όσο έχουμε συνηθίσει σε πολιτικά πορτρέτα, οι extreme κοντινές φωτογραφίες του στενού κύκλου του Donald Trump έχουν ανάψει φωτιές στο ίντερνετ. Από την Karoline Leavitt και τη Susie Wiles μέχρι τους JD Vance και Marco Rubio, τα πρόσωπα της δεύτερης κυβέρνησης Trump βγήκαν από τις σελίδες του Vanity Fair και έγιναν viral μέσα σε λίγες ώρες.

Όχι άδικα. Είναι πια σπάνιο να βλέπεις ανθρώπους με τόση εξουσία χωρίς το προστατευτικό δίχτυ του καλού φωτισμού, του προσεκτικού μακιγιάζ και της απόστασης ασφαλείας από τον φακό και κατ’ επέκταση από το κοινό. Η Karoline Leavitt, για παράδειγμα, ως εκπρόσωπος τύπου του Λευκού Οίκου εμφανίζεται σχεδόν πάντα στην ίδια, απολύτως ελεγχόμενη (και απομακρυσμένη τόσο όσο πρέπει από τους δημοσιογράφους) εκδοχή του εαυτού της.

Στο αφιέρωμα του Vanity Fair όμως, αυτή η απόσταση απλώς δεν υπάρχει. Ευτυχώς, για μας.

Τις φωτογραφίες υπογράφει ο Christopher Anderson. Συνοδεύουν το μεγάλο, διμερές ρεπορτάζ του Chris Whipple, που πραγματοποιήθηκε σε έναν χρόνο συνεντεύξεων με τη Susie Wiles, υπεύθυνη προσωπικού του Λευκού Οίκου. Τα πορτρέτα του φημισμένου φωτογράφου κινούνται ανάμεσα στο αυστηρά επίσημο και στο σχεδόν άβολο.

Σε μια εποχή όμως, όπου τα PR teams είναι μεγαλύτερα από τα ίδια τα υπουργικά γραφεία, το εύλογο ερώτημα είναι: πώς πέρασαν αυτά; Η απάντηση είναι ότι ο Anderson κάνει ακριβώς αυτή τη δουλειά εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες.

Ξεκίνησε στη Magnum Photos ως φωτογράφος πολέμου, αλλά στα τέλη των 00s τράβηξε την προσοχή με τα ασπρόμαυρα, κλειστοφοβικά πορτρέτα πολιτικών κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το New York Times Magazine. Ιδρώτας, ατέλειες, βλέμματα εκτός ελέγχου. Το βιβλίο του, “Stump” (2014) συγκέντρωσε αυτές τις εικόνες χωρίς λεζάντες και κομματικές ταμπέλες, παρουσιάζοντας πρόσωπα όπως οι Mitt Romney, Barack Obama, Chris Christie, Joe Biden και Condoleezza Rice.

Το έντονο φλας και η αμείλικτη αισθητική του υιοθετήθηκαν με ενθουσιασμό τη δεκαετία του 2010, καθώς η πολιτική σκηνή γινόταν όλο και πιο θεατρική. Εκδόσεις όπως οι New York Times, TIME και New York Magazine αναζήτησαν αυτή την ωμή ματιά, μαζί με αντίστοιχες δουλειές φωτογράφων όπως ο Mark Peterson ή η Dina Litovsky. Και το στιλ δεν έμεινε μόνο στην πολιτική: πέρασε στη μόδα, σε debutante balls και –γιατί όχι– σε dog shows.

Ο Anderson επιμένει ότι φωτογραφίζει όλους το ίδιο, ανεξαρτήτως κόμματος. Δεν τον ενδιαφέρει να εκθέσει, αλλά να μην ωραιοποιήσει. Δε διαλέγει makeup artists, ούτε σβήνει ρυτίδες. Αυτό άλλωστε δεν θα ήταν δημοσιογραφία, αλλά διαφήμιση.

Και όλα αυτά μοιάζουν σχεδόν σουρεαλιστικά σε μια διοίκηση που έχει χτίσει την εξουσία της πάνω στον απόλυτο έλεγχο της εικόνας. Η κυβέρνηση Trump δεν κρύβει την προτίμησή της σε φιλικά μέσα, σε «ασφαλείς» δημοσιογράφους και σε αισθητικά αποστειρωμένες εμφανίσεις. Όσοι παρεκκλίνουν -πολιτικοί αντίπαλοι, ενοχλητικοί ρεπόρτερ, πρώην συνεργάτες- στοχοποιούνται δημόσια, γελοιοποιούνται ή βαφτίζονται «εχθροί». Ο ίδιος ο Trump έχει πιέσει επανειλημμένα για εξώφυλλα και πορτρέτα που τον κολακεύουν, επιβεβαιώνοντας ότι για εκείνον η εικόνα δεν είναι απλώς επικοινωνία, αλλά πεδίο μάχης.

Η στάση αυτή γίνεται ακόμη πιο επιθετική όταν αφορά σε γυναίκες. Από δημοσιογράφους μέχρι πολιτικές αντιπάλους και συνεργάτιδες, η εμφάνισή τους σχολιάζεται, εργαλειοποιείται και υποτιμάται με έναν τρόπο που δεν είναι ούτε τυχαίος ούτε αθώος. Σε αυτό το πλαίσιο, τα πορτρέτα του Vanity Fair λειτουργούν σχεδόν ανατρεπτικά: δεν προστατεύουν τις γυναίκες της κυβέρνησης Trump, δεν τις μαλακώνουν, αλλά ούτε τις γελοιοποιούν. Τις αντιμετωπίζουν όπως ακριβώς και τους άνδρες συναδέλφους τους – ως φορείς εξουσίας που οφείλουν να αντέχουν το βλέμμα των πολιτών πάνω τους.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι βαθύτερο και απλό ταυτόχρονα: όταν η εξουσία αρχίζει να αποφασίζει ποιες εικόνες της επιτρέπονται και ποιες όχι, τότε η δημοκρατία μπαίνει σε καθεστώς φίλτρου. Το κοινό δεν πρέπει να βλέπει μόνο τη μάσκα, ούτε την εγκεκριμένη εκδοχή των πραγμάτων. Και καμιά φορά, ένα πολύ κοντινό πλάνο -χωρίς φως, χωρίς άδεια, χωρίς έλεος- λέει περισσότερη αλήθεια απ’ όση αντέχει μια ολόκληρη κυβέρνηση.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.