ENTERTAINMENT

Κι αν το καλύτερο Bond είναι εκείνο του Lazenby;

To “On Her Majesty’s Secret Service” είναι μια ταινία James Bond 40 χρόνια μπροστά από την εποχή της.

Όλη αυτή την περίοδο Τζεϊμσμποντικού πυρετού, με το “Spectre” να κάνει πρεμιέρα και να διαλύει τα κοντέρ και κανάλια Τζέιμς Μποντ να μας φέρνουν όλη τη φιλμογραφία στη διάθεσή μας ό,τι ώρα είμαστε ξύπνιοι, αναπόφευκτα είδαμε όλοι ξανά διάφορες από τις παλιές ταινίες του 007.

Χαμογελάσαμε ξανά αφελώς μπροστά στη θέα του Ρότζερ Μουρ στο διάστημα, βγάλαμε τα πατατάκια από το ντουλάπι όταν έσκασε μούρη ο Γκολντφίνγκερ, γουρλώσαμε με τρόμο τα μάτια μπροστά στη θέα του πόσο άσχημα έχει γεράσει το “You Only Live Twice”, κάναμε το απαραίτητο facepalm όταν εμφανίστηκε το αόρατο αμάξι του Πιρς Μπρόσναν, βολευτήκαμε με μπόλικη διάθεση στην αναγέννηση με τον Ντάνιελ Κρεγκ, αλλάξαμε κανάλι όταν είδαμε μπροστά μας τον Τίμοθι Ντάλτον.

Α, και μείναμε με το στόμα ανοιχτό όταν σε ένα από τα αμέτρητα περάσματα, πετύχαμε μια ταινία που δεν έμοιαζε να κολλάει με τις υπόλοιπες. Μια ταινία που έμοιαζε με άγρια, καθηλωτική περιπετειάρα στην οποία μισοπερίμενες να δεις πρωταγωνιστή κάποιον σαν τον Στιβ ΜακΚουίν, με δοξασμένους αντι-ήρωες που πέφτουν ηρωικά στο τέλος ύστερα από ένα μπαράζ καθηλωτικών καταδιώξεων. Τι δουλειά είχε αυτή η ταινία ανάμεσα στα γκατζετάκια και τις χαριτωμένες ατάκες του Σον Κόνερι και τον οριακής παρωδίας τόνο του Ρότζερ Μουρ;

Α, ναι, κι αυτή η ταινία Τζέιμς Μποντ ήταν. Μια ταινία που πάντα έμοιαζε το αποπαίδι της σειράς επειδή είχε για πρωταγωνιστή των αιώνια παρεξηγημένο Τζορτζ Λάζενμπι, τον διαβόητο μοναδικό μια-κι-έξω Μποντ στην ιστορία. Ανάμεσα στους φανς της σειράς βέβαια η ταινία αυτή (ασχέτως Λάζενμπι) είχε πάντα πολύ καλή φήμη, όμως όσο περνούν τα χρόνια, οι σύγχρονες επαναλήψεις των παλιών ταινιών του 007 αφήνουν όλο και λιγότερα περιθώρια αμφισβήτησης.

Το “On Her Majesty’s Secret Service” δεν είναι απλά η καλύτερη ταινία της σειράς, είναι η πρώτη ‘Ντάνιελ Κρεγκ’ ταινία Τζέιμς Μποντ, 36 χρόνια πριν ο Ντάνιελ Κρεγκ γίνει Τζέιμς Μποντ. Δεκαετίες πριν την κατάρρευση του Σοβιετικού γίγαντα και την γέννηση του Τζέισον Μπορν, ανάμεσα στο τζέτπακ του “Thunderball” και σε ταινίες με τίτλους όπως “Octopussy”, υπήρξε μυστηριωδώς ένα φιλμ που πήγε, στιγμιαία, το franchise δεκαετίες μπροστά. Του έδειξε το μέλλον του.

Και μετά… σα να το μετάνιωσαν, σα να το πήραν πίσω. Ο Σον Κόνερι επέστρεψε, ο τόνος 2-3 ταινίες μετά έγινε ξεδιάντροπα χιουμοριστικός, όμως για μια μικρή στιγμή εκεί στο 1969, το “On Her Majesty’s Secret Service” ήταν ό,τι καλύτερο έχει συμβεί στον 007. Και να γιατί:

H δράση

Ο Πίτερ Χαντ ήταν μοντέρ των προηγούμενων ταινιών και με την αλλαγή πρωταγωνιστή του δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη σκηνοθεσία. Το “On Her Majesty’s” θα ήταν το μοναδικό του Μποντ όμως αυτά που έκανε εδώ θα τα κοιτούσαν οι υπόλοιποι σκηνοθέτες της σειράς και θα έπρεπε να χειροκροτούν με δάκρυα στα μάτια. Όταν η ιστορία ξεμπερδεύει με πράκτορες και κρυφές ταυτότητες και πλοκές και ρομάντζα (θα φτάσουμε και σε αυτά), αφήνει στον Χαντ ελεύθερο πεδίο δράσης για όλο το δεύτερο μισό. Για περίπου μια ώρα, η ταινία παραδίδει αμόλυντο, καθαρόαιμο action, με τη μία μεγάλη σκηνή δράσης μετά την άλλη, και ούτε μία να μη μοιάζει επαναλαμβανόμενη ή περιττή.

 

Οι καταδιώξεις είναι αγωνιώδεις, με απολαυστικά υπερβολική ένταση ηχητικών εφέ, και με τον Χαντ να χρησιμοποιεί την τεχνική μοντάζ που είχε ήδη δοκιμάσει στις προηγούμενες ταινίες με επιτάχυνση της δράσης και την αίσθηση χαμένων καρέ να παρουσιάζουν κάτι το απόλυτα κινηματογραφικό, μακριά τόσο από την αίσθηση ελαφρότητας παλαιότερων σκηνών δράσης όσο κι από την τάση προς την ντοκιμαντερίστικη δράση μετέπειτα δεκαετιών.

Έχουμε σκηνές καταδίωξης στο χιόνι, αμάξια να κυνηγούν άλλα αμάξια σε επικίνδυνες στροφές και μέσα σε πίστες πατινάζ γεμάτες κόσμο, τον Μποντ να τρέχει πίσω από τον Μπλόφελντ σε μια εκπληκτική one on one κορύφωση που μοιάζει απολύτως αληθινή, έχουμε αποδράσεις και κυνηγητά και θανάτους- για όλη τη δεύτερη ώρα της ταινίας, έχουμε μπροστά μας ένα μπαράζ σκηνών δράσης που καταφέρνουν να είναι καθηλωτικές και πανέμορφες χωρίς στιγμή να κάνουν τον Μποντ να μοιάζει με υπερήρωα.

Ο κακός

Ο Τέλι Σαβάλας είναι προφανέστατα ο κορυφαίος Μπλόφελντ, για την ακρίβεια είναι ο λόγος που ο Μπλόφελντ έχει -πιστεύω- επιβιώσει τόσες δεκαετίες χωρίς εμφάνιση στις συνειδήσεις ως απόλυτος κακός. Η φιγούρα του είναι επιβλητική, σαν τον Κίνγκπιν της Marvel, μοιάζει ανά πάσα στιγμή πως μπορεί με τα γυμνά του χέρια να διαλύσει όποιο άνθρωπο βρίσκεται δίπλα του. Ταυτόχρονα αποπνέει μια αόριστη αίσθηση ευγένειας, κάτι που τον κάνει ακόμα πιο τρομακτικό. Είναι σωματικά απειλητικός όσο και νοητικά πανούργος και αδίστακτος. Ο απόλυτος villain.

Επίσης, δες καδράρισμα παραπάνω. Η κάμερα τον κοιτάει κι εκείνος κρύβεται. Αυτή η ταινία είναι τα πάντα.

Η αισθητική

Όταν μιλάμε για την αξία του Ρότζερ Ντίκινς στο “Skyfall” γίνεται σαφές πόσο μεγάλο ρόλο παίζει ακόμα και για μια τέτοια περιπέτεια το να παρουσιάζεται με αισθητική άποψη. Αυτό που διαχωρίζει το “Skyfall” από όλα τα μοντέρνα Μποντ είναι το πόσο σαφή αισθητική άποψη έχει, όλοι ακόμα τη σκηνή στον ουρανοξύστη θυμούνται, κι εκείνη στο τέλος με το κάστρο που καίγεται.

 

Το “On Her Majesty’s” ήταν το “Skyfall” πριν το “Skyfall”. Γεμάτο εκπληκτικά καδραρίσματα που έβρισκαν τρόπο να τοποθετήσουν τους ήρωες σε ενδιαφέροντα σημεία στην εικόνα ακόμα κι εν μέσω αγχωτικών σκηνών δράσης. Ο Χαντ είχε στο μυαλό του πολύ συγκεκριμένες ιδέες για το πώς θα κάνει κάθε κάδρο να μοιάζει όσο το δυνατόν πιο ενδιαφέρον, κι αυτό συμπεριλάμβανε από χρήση flare δεκαετίες πριν ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς πιάσει κάμερα στα χέρια του, μέχρι εφευρετική χρήση τόνων και χρωμάτων ώστε ακόμα και το πιο στατικό πορτρέτο να μοιάζει επιβλητικό.

 

Βλέπουμε εικόνες θολές μες στη σύγχυση της μάχης, φως και σκοτάδι να μπλέκονται για να αποκρύψουν ή να αναδείξουν πρόσωπα, χαρακτήρες να μπαίνουν στο κέντρο ηρωικών πορτρέτων, ουρανούς να μοιάζουν απειλητικούς, νύχτες να ντύνονται με πένθιμο εορτασμό, σκηνές απειλής να καδράρονται με τρόπο που πάντοτε να εντείνουν την όποια φοβία.

Κοίτα κάδρο και βρες το μου σε άλλη ταινία Μποντ:

Ο Μπλόφελντ γίνεται μια απειροελάχιστη, θολή οντότητα που ορίζει την εικόνα, καθώς η Νταϊάνα Ριγκ με βλέμμα που κρύβει αποφασιστικότητα και δέκα σχέδια απόδρασης, τον ‘κοιτάζει’ στο επίπεδο των ματιών του ενώ κι εκείνος την κοιτάζει, όμως τα βλέμματά τους δε διασταυρώνονται.

Ο κατάσκοπος

Από ένα σημείο και μετά κάπου ξεχνάμε ότι ο Μποντ είναι, υποτίθεται κατάσκοπος. Σε αυτή την ταινία υπάρχει ένα ολόκληρο μεσαίο κεφάλαιο όπου κάνει όντως αληθινή, κανονική κατασκοπική δουλειά. Υποδύεται πως είναι κάποιος άλλος, ψάχνει, ρωτάει, αποκαλύπτει, αποκαλύπτεται. Και το σχέδιο του Μπλόφελντ που ξεσκεπάζει; Είναι όντως ανατριχιαστικό, πιάνοντας την ακριβή χρυσή τομή ανάμεσα στο “ΟΚ, δεν έγινε και τίποτα τρομερό” και στο “ΟΚ, αυτό είναι γελοίο”.

Η σκηνή με το κέντρο του Μπλόφελντ στα χιόνια είναι κλασική και, αναπόφευκτα, όταν υπήρξε ένα παρόμοιο setting στο “Spectre” σκέφτηκα ετούτη εδώ την ανώτερη ταινία. (Το “Spectre” γενικά μοιάζει σαν ποτ πουρί παλαιότερων Μποντ περιπετειών.)

Το ρομάντζο

Αρχικά, το μόνο σημείο που αληθινά η ταινία δείχνει την ηλικία της είναι στην αρχική συμπεριφορά του Μποντ, ο οποίος χουφτώνει και φιλάει τη Μανιπένι με τρόπο που σήμερα θα είχε απολυθεί προτού προλάβεις να πεις double-uh-oh. Αργότερα, συζητά με τον μαφιόζο πατέρα της Τρέισι και οι δυο τους έχουν μια συζήτηση στη λογική του “η κόρη μου είναι τρελή! Θέλει έναν άντρα να τη συνεφέρει” – “χαχα μα ναι!”. Αυτή είναι η actual πλοκή της ταινίας. Yikes.

Τελοσπάντων, για το 1969 μιλάμε, και όπως είπε πρόσφατα ακόμα κι ο ίδιος ο Ντάνιελ Κρεγκ, ο Μποντ δεν υπήρξε ποτέ του ακριβώς υπέρμαχος της ισότητας των φύλων, οπότε τα περιμένεις κάτι τέτοια.

 

Όμως! Προσπερνώντας αυτά τα αρχικά σημεία, η ταινία καταφέρνει να κάνει με το κεντρικό της ρομάντζο κάτι υπέροχο. Είμαι τεράστιος φαν των κινηματογραφικών ρομάντζων που παρουσιάζονται ως κάτι το ενστικτώδες, ως απλός ηλεκτρισμός ανάμεσα σε κορμιά, παρά ως κάτι που έρχεται ύστερα από πολύ μπλα μπλα και μερικές στρώσεις δράματος. (Εν ολίγοις λατρεύω τα ρομάντζα όπως είναι στις ταινίες του Μάικλ Μαν.) Ο Μποντ και η Τρέισι μπορεί να μη βγάζουν πολύ νόημα, και στην πραγματικότητα η Νταϊάνα Ριγκ εμφανίζεται αρκετά στην αρχή και μετά ξανά στο τέλος της ταινίας, όμως κάποια πράγματα απλά συμβαίνουν, απλά λειτουργούν.

Η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, με τους δυο τους στην παραλία και τον Μποντ να τη σώζει είναι πανέμορφη, σε πετάει κατευθείαν στη μέση ενός πάθους χωρίς περιττές επεξηγήσεις. Αργότερα φλερτάρουν, μετά ξαναφλερτάρουν, χωρίς πολλές εξυπνάδες- μέχρι το τέλος της ταινίας τα σώματά τους είναι σα μαγνήτες ο ένας για τον άλλον. Όταν η Τρέισι σώζει τον Μποντ επειδή βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή, και οδηγά το αμάξι προς τη διαφυγή, εκείνος σκύβει και τη φιλάει, εκείνη κινείται αδιόρατα προς το μέρος του ενώ συνεχίζει να κοιτάει το δρόμο. Ειλικρινά, δε χρειάζεται τίποτα άλλο.

Ο τόνος

Υπάρχουν αρκετά σημεία που ο Λάζενμπι εκστομίζει ατακούλες κι αστειάκια που μοιάζουν να ταιριάζουν περισσότερο στον Ρότζερ Μουρ ή στο wink-wink στυλ του Σον Κόνερι, ο οποίος θα τις έκανε να λειτουργήσουν. Ο Λάζενμπι δεν ξέρει πώς να τις πει αυτές τις ατάκες και γενικότερα το ύφος της ταινίας δε μοιάζει να τις υποστηρίζει. Ο Πίτερ Χαντ δε νοιάζεται για αυτό το χαριτωμένο υφάκι, πάει για κάτι πιο ωμό, πιο σοβαρό, πιο δραματικό.

Ανάμεσα στην εντυπωσιακή, μοντέρνα δράση, το πολύ δυνατό καστ (με Νταϊάνα Ριγκ και Τέλι Σαβάλας να βρίσκονται δίπλα στον Μποντ, θα έπρεπε να φτάσουμε στο “Casino Royale” με Μαντς Μίκελσεν και Εύα Γκριν για μια αντίστοιχα βαρύνουσα σύνθεση), και την νηφάλια αίσθηση (την οποία, και πέστε να με φάτε, ο Λάζενμπι υπηρετεί άψογα), ο Πίτερ Χαντ κατάφερε να παραδώσει μια ταινία Μποντ που κανείς δε θα δοκίμαζε να κάνει για πολλά χρόνια ακόμα, και δε θα πετύχαινε για τουλάχιστον 36.

Το φινάλε

Ο Χαντ θα επέστρεφε στο franchise αν συνέχιζε στο ρόλο κι ο Λάζενμπι, σκοπεύοντας να σκοτώσει την Τρέισι στο άνοιγμα της επόμενης ταινίας. Τίποτα από αυτά δε συνέβη, ο σοκαριστικός θάνατος μπήκε κανονικά στο τέλος αυτής της ταινίας, και κάπως έτσι είχαμε αναμφίβολα το πιο απρόσμενο και παράξενο φινάλε στην ιστορία του 007. Το “έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου” από ρομαντικό γίνεται τραγικό όταν ο Μπλόφελντ και το τσιράκι του δολοφονούν την Τρέισι αμέσως μετά τον γάμο, αφήνοντας τον Μποντ να κρατά την αγαπημένη του, νεκρή, στην αγκαλιά του. Η ταινία κλείνει πάνω στην τρύπα που έκανε η σφαίρα στο τζάμι του αυτοκινήτου. Είναι το είδος του φινάλε που δεν απαιτεί συνέχεια, για μια ταινία τόσο καλύτερη και διαφορετική από τις γύρω της, που δεν απαιτεί context.

Το “On Her Majesty’s Secret Service” ήταν, πολύ απλά, η πρώτη ταινία Μποντ του 21ου αιώνα. Απλά έτυχε να γυριστεί στο μακρινό 1969.