ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

O Μπιλ Μάρεϊ κυνηγά απολαυστικά τα ζόμπι του Τζιμ Τζάρμους

Η τελετή έναρξης των 72ων Καννών έφερε τον Τζάρμους και το εντυπωσιακό του καστ στο κόκκινο χαλί για την πρεμιέρα της ζόμπι κωμωδίας “Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν”.

Και τα ζόμπι έχουν ψυχή; Ο Τζιμ Τζάρμους επιστρέφει στις Κάννες μετά το “Πάτερσον” με μια ταινία που πραγματοποιεί μια κάπως απρόσμενη στροφή για τον σκηνοθέτη, προς ένα χώρο αρκετά πιο αυτοαναφορικό και σατιρικό. Η Αμερική του Τραμπ και οι καπιταλιστικές, καταναλωτικές της παραφυάδες γίνονται σάρκα και εντόσθια, βορά στις ορέξεις των ζόμπι του σατιρικού φιλμ, το οποίο δεν ξεσήκωσε ακριβώς κύματα ενθουσιασμού κατά την πρεμιέρα.

Η ΕΝΑΡΞΗ

Νωρίτερα παρακολουθήσαμε μια τελετή έναρξης από εκείνες που θα περίμενε κανείς να δει σε τάλεντ σόου των ‘90s: Λίγα αστειάκια, ένα σόλο πιάνου και μια αμήχανη παρουσίαση ταινιών και επιτροπής. Στη διάρκεια ενός μονολόγου η κάμερα έπιασε τον Μπιλ Μάρεϊ να λαγοκοιμάται.

Νωρίτερα, στο κόκκινο χαλί, ο κωμικός (που πρωταγωνιστεί στην ταινία του Τζάρμους σε μια ακόμα συνεργασία των δύο τους) συζητήθηκε αναπαριστώντας θέλοντας ή μη, το διάσημο φινάλε του “Χαμένοι στη Μετάφραση”. Καθώς το καστ της ταινίας είχε στηθεί στο χαλί για τους φωτογράφους, ο Μάρεϊ έσκυψε στο αυτί της ποπ σταρ Σελίνα Γκόμεζ που στεκόταν δίπλα του (επίσης πρωταγωνιστεί στην ταινία, είναι και καλή σε αυτήν) και κάτι της ψιθύρισε ενώ εκείνη αντιδρούσε με ένα ύφος ανάμεσα στην έκπληξη και τη διασκέδαση. Τι της είπε; Ίσως κάποτε γίνε ταινία.

Η έναρξη του 72ου Φεστιβάλ κέρδισε από τη δεδομένη βαρύτητα των ονομάτων των πρωταγωνιστών των “Νεκρών” του Τζάρμους, μια απολαυστικά ετερόκλητη συλλογή σταρ και χαρακτήρων: Ο Άνταμ Ντράιβερ δίπλα στην Κλόι Σεβινί έμοιαζαν να μην έχουν λέξη να πουν μεταξύ τους για ώρα, ο Μπιλ Μάρεϊ ήταν βαριεστημένα κουλ όση ώρα δεν μίλαγε στην Γκόμεζ, η Τίλντα Σουίντον σταθερά έμοιαζε να έχει έρθει από άλλο πλανήτη.

Μαζί με το καστ της ταινίας, το χαλί περπατησαν και τα μέλη της κριτικής επιτροπής, ανάμεσα στα οποία κι ο Γιώργος Λάνθιμος. Η επιτροπή φέτος είναι γεμάτη σκηνοθέτες το οποίο θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα επηρεάσει την τελική επιλογή βραβείων, ενώ Πρόεδρος είναι ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, δις βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης (…), ο οποίος νωρίτερα το πρωί έκανε μια απίστευτη δήλωση. «Δεν μου αρέσει το να κρίνω. Δεν κρίνω μια ταινία. Θέλω να με καταστήσει έγκυο», είπε. Το απόγευμα, στη διάρκεια της τελετής έναρξης, κατά την παρουσίαση των μελών της επιτροπής, ο Ινιάριτου παρουσιάστηκε με τη συνοδεία ενός μοντάζ σκηνών, εικόνων και ήχων από τις ταινίες του. Μόλις το μοντάζ ολοκληρώθηκε, στην αίθουσα Ντεμπισί (από όπου παρακολουθούσαμε σε ζωντανή αναμετάδοση την τελετή) ακούστηκαν τα πρώτα γερά γιουχαίσματα, ένας εξάλλου σταθερός θεσμός του Φεστιβάλ των Καννών.

Ο Ινιάριτου χαιρέτησε το κοινό στα Ισπανικά, ένα μοντάζ σκηνών από όλες τις ταινίες της επίσημης επιλογής μας έδωσε μια πρώτη γεύση του Φεστιβάλ, και κάπως έτσι, μετά και την πρώτη πατροπαράδοτη γιούχα, το 72ο Φεστιβάλ ήταν επισήμως πια έτοιμο να ξεκινήσει.

Η ΤΑΙΝΙΑ

Οι “Νεκροί” διαδραματίζονται στη φανταστική Αμερικάνικη πόλη Centerville, δηλαδή Κεντρούπολη, φτιαγμένη ώστε να αντιπροσωπεύει την τυπική κωμόπολη της “μεσαίας Αμερικής”, δηλαδή τα μέρη εκείνα στα οποία οι New York Times και άλλα μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα έχουν περάσει τα τελευταία 3 χρόνια αναλύοντας ξανά και ξανά με την ελπίδα να καταλάβουν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.

Σε μια τέτοια τυπική πόλη η ζωή κυλάει αργά, καθημερινά, αδιάφορα, μέχρι που -όπως συμβαίνει- οι νεκροί αρχίζουν να σηκώνονται από τους τάφους του με ορεξάτες διαθέσεις. Ένα από τα ζόμπι έχει τη μορφή του Ίγκι Ποπ και έχει εμμονή με τον καφέ, ένα μικρό μόνο δείγμα της πλήρως αυτοαναφορικής διάθεσης του Τζάρμους που επιστρέφει συνεχώς σε ήρωες, εικόνες και ιδέες της δικής του φιλμογραφίας όσο και του είδους που υπηρετεί με τη νέα του ταινία.

Αυτή η επαναπροσέγγιση του συμβολισμού του Ρομέρο ταιριαζει θεωρητικά με αυτό που προσπαθεί να κάνει εδώ ο Τζάρμους. Τα ζόμπι ως τέρατα αποτελούν σύμβολο τόσο πανίσχυρο που θέλει περισσότερο κόπο να αφαιρέσεις από αυτά την αλληγορική τους διάσταση παρά να την προσθέσεις. Τα ζόμπι της Centerville τρώνε τη σάρκα των ζωντανών με διάθεση κωμική, σατιρική, αλλά ελάχιστα σπιρτόζικη, καθώς η ταινία ποτέ δεν ξυπνά στην πραγματικότητα. Παραπατούν μουρμουρώντας πράγματα όπως “καφέεεε”, “Σαρντονέεεε” ή “wifi” εκπροσωπώντας τελικά την μεγάλη ιδέα της ζομποποιημένης Αμερικής που συστρατεύηκε στο πλευρό του Τραμπ.

Ενώ συμβαίνουν αυτά, τα όργανα της τάξης σουλατσάρουν στην πόλη μην έχοντας ιδέα πώς να αντιδράσουν. Ο Μπιλ Μάρεϊ κι ο Άνταμ Ντράιβερ παίζουν τον Κλιφ και τον Ρόνι, δύο αστυνομικούς που απέναντι στη θέα ενός πτώματος δε μπορούν παρά απλώς να αναρωτηθούν αμήχανα «ήταν δουλειά ενός άγριου ζώου… ή πολλών άγριων ζώων;;». Δίπλα τους η Κλόι Σεβινό παίζει την αστυνομικό Μίντι, δανείζοντας την χαρακτηριστά πλέον κουλ βαριεστημένη χιπ περσόνα της σε ένα ρόλο που ανησυχητικά εμφανίζεται κατ’επανάληψη στις ταινίες του Τζάρμους- μιας συμπαθητικά σαχλής, απλοϊκής κοπέλας που δε μπορεί να συνδεθεί με την πραγματικότητα όσων συμβαίνουν.

Η κατεξοχήν σύλληψη των οργάνων της τάξης που περπατάνε ανάμεσα σε ένα αργόσυρτο χάος αδυνατώντας να το σταματήσουν ή έστω να συλλάβουν νοητικά τι είναι αυτό που συμβαίνει, έχει συμβολικές δυνατότητες. Και το καστ (από το κεντρικό τρίο μέχρι το απολαυστικό all-star περιφερειακών χαρακτήρων, όπως την χίπστερ παρέα της πολύ καλής Σελίνα Γκόμεζ) προσφέρει επιμέρους στιγμές διασκέδασης με μικρές κωμικές σπίθες (ο Άνταμ Ντράιβερ να οδηγάει το μίνι αυτοκίνητό του δεν θα είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο εκτός από αστείο), όμως σε κανένα σημείο δε νιώθεις πως η ταινία έχει πάρει μπροστά. Τα gags δεν συνδέονται, ο ρυθμός δεν υπάρχει, το χιούμορ είναι αδούλευτο, οι διαρκείς αυτοαναφορικές πινελιές δεν συνθέτουν κάποια ουσιαστική δήλωση (διάσπαρτες αναφορές στο σινεμά και τη λογοτεχνία είδους αλλά και στην σχέση του ίδιου του Τζάρμους με τους ηθοποιούς τους υπογραμμίζουν ακόμα περισσότερο την παρεϊστική προχειρότητα του εγχειρήματος) και τελικά ακόμα η κοινωνική ματιά αφήνεται μισοψημένη- ταινίες σαν το “Logan Lucky” του Στίβεν Σόντερμπεργκ δείχνουν πως μπορείς να προσεγγίσεις αυτή τη μυθική “μεσαία Αμερική” με διακριτικό και πολυεπίπεδο τρόπο, αλλά από τη ματιά του Τζάρμους απουσιάζει η λεπτότητα κι η παρατηρητικότητα.

Δεδομένο highlight είναι πάντως η Τίλντα Σουίντον, στο ρόλο ενός μυστηριώδη χαρακτήρα που είναι η μόνη που μοιάζει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει στην πόλη και περιφέρεται απειλητικά -και απολαυστικά- με ένα σπαθί και μια σκοτσέζικη προφορά. Είναι η ιδανική κατάσταση της ταινίας: Δεν είναι πως πάει κάπου συγκροτημένα όλο αυτό, όμως κάθε φορά που εμφανίζεται στην οθόνη, τα πάντα ζωντανεύουν. Κατά τόπους η ταινία βρίσκει μια σπίθα διασκέδασης, αλλά αυτό το νεκροζώντανο τέρας δεν έρχεται ποτέ πραγματικά στη ζωή.

Στο τέλος της ταινίας, το θέατρο Λουμιέρ επιφύλαξε ένα μάλλον χαμηλών τόνων χειροκρότημα για τον Τζάρμους, για τα δεδομένα έναρξης Φεστιβάλ (αλλά και του ονόματος του σκηνοθέτη):

Το Φεστιβάλ συνεχίζεται σήμερα με την πρώτη πλήρη μέρα επιχειρήσεων καθώς ανοίγουν τα παράλληλα τμήματα (Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών και Εβδομάδα Κριτικής) και μαζί ξεκινούν οι προβολές του Διαγωνιστικού του Φεστιβάλ με τους “‘Αθλιους”, μια πολιτικοκοινωνικά φορτισμένη ματιά στο σημερινό Παρίσι μέσα από το πρίσμα του Ουγκώ.

*Η ταινία “The Dead Don’t Die” του Τζιμ Τζάρμους θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες τον Ιούλιο από την Tulip.