ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Με το ‘Jojo Rabbit’, ο Taika Waititi λέει πως Η Ζωή Είναι Ωραία

Είδαμε το οσκαρικό φαβορί του σκηνοθέτη του 'Thor: Ragnarok' στην λήξη του 60ού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Υπάρχει μια σύντομη κριτική για την ταινία: Είναι μια “σάτιρα εναντίον του μίσους” στην οποία η Ρέμπελ Γουίλσον του “Pitch Perfect” παίζει την υπεύθυνη μιας Ναζί κατασκήνωσης. Ας δοκιμάσουμε να πούμε και περισσότερα γιατί τον Τάικα Γουαϊτίτι τον συμπαθούμε πολύ και τις ταινίες του πάντα τις βλέπουμε με ενδιαφέρον, είτε είναι υπερηρωικές κωμωδίες είτε στυλιζαρισμένες ιστορίες ενηλικίωσης.

Ο μικρός Τζότζο μεγαλώνει στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τη μητέρα του παίζει η Σκάρλετ Γιόχανσον (που προσπαθεί), καθώς πατέρας και μεγάλη αδελφή είναι απόντες. Στους δρόμους ο Τζότζο έρχεται αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου και της καθεστωτικής απάνθρωπης βίας απέναντι στους αντιστασιακούς, κάτι που διαχειρίζεται ανατρέχοντας στη φαντασία του, όπου φανταστικός (και καλύτερός του) φίλος είναι ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ. Τον “Χίτλερ” παίζει ο ίδιος ο Γουαϊτίτι σε μια βιτρινάτη κωμική ερμηνεία που επιχειρεί να φέρει το χαρακτηριστικό του πνευματώδες κουλ σε μια λεπτής ισορροπίας σλάπστικ ρουτίνα. Αλλού γέλασα, αλλού ανατρίχιασα σύγκορμος από το πόσο άβολα ένιωθα.

Ως σκηνοθέτης, ο Γουαϊτίτι αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας μια ακόμα δυσκολότερη άσκηση ισορροπίας (ή μη-ισορροπίας, αναλόγως της διάθεσης και της οπτικής κάθε θεατή), καθώς το φιλμ αντιπαραβάλει καλόκαρδες (ΤΜ) χιουμοριστικές ρουτίνες με ορθάνοιχτη εγκαρδιότητα συναισθηματισμού. Ο Τζότζο, μεγαλωμένος σε ένα φασιστικό πλέγμα αξιών που επιβραβεύει και απαιτεί μόνο μίσος, εξαφανίζοντας την όποια προσωπική βούληση των ατόμων, ονειρεύεται να γίνει μέλος της φρουράς του Χίτλερ και μετά να γίνουν και κολλητοί φίλοι, επειδή έτσι λειτουργεί το σύστημα ειδωλοποίησης του φασισμού. Στο ξεκίνημα της ταινίας μια μελωδία των Beatles συντροφεύει κλιπάκια προπαγάνδας όπου ο ναζισμός κι ο Χίτλερ μετατρέπονται σε νεανικά είδωλα- αν υπήρχαν τότε νυχτερινές εκπομπές βαριετέ ο Χίτλερ θα επισκεπτόταν τον Τζίμι Φάλλον για να του χαϊδέψει τα μαλλιά ή πολιτικές εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας θα τον είχαν πρωτοσέλιδο στο lifestyle ένθετό τους διερωτώμενοι για το ποια είναι “η εντυπωσιακή αγαπημένη του”.

Ο Τζότζο επισκέπτεται μια Nαζί κατασκήνωση για να εκπαιδευτεί και να γίνει μέλος του στρατού, όπου αποδεικνύεται πως δε μπορεί ούτε ζωάκι να πειράξει. Ύστερα από ένα ατύχημα, θα γυρίσει σπίτι με τη μητέρα του, της οποίας η προσπάθεια να τον απαλλάξει από αυτό τον ειδωλολατρικό εμμονικό φανατισμό κινηματογραφείται στο περιθώριο του κάδρου, καθώς η ταινία υιοθετεί πλήρως την οπτική ενός δεκάχρονου παιδιού, με την αφέλεια, τη ζωηράδα και απλοποίηση συμβόλων και εννοιών σε στοιχειώδεις έννοιες αγάπης-μίσους-θαυμασμού-φόβου, που αυτό προϋποθέτει. Εκεί πια πίσω, θα συναντήσει ένα κορίτσι μες στο ίδιο του το σπίτι, που θα αρχίσει να του αλλάζει την οπτική του κόσμου. (Την παίζει η φανταστική Τόμαζιν Μακένζι του “Leave No Trace”, που αναλαμβάνει -επιτυχημένα!- τον άχαρο ρόλο του να εξανθρωπίσει έναν ήρωα και μια ολόκληρη κατάσταση όντας ο ίδιος ο χαρακτήρας της τελείως μονοδιάστατα παρουσιασμένος.)

Ο Γουαϊτίτι γράφει οπτικά την κατασκήνωση με αισθητικούς όρους που παραπέμπουν στον Γουές Άντερσον ή, ακόμα πιο συγκεκριμένα, στην δική του πρώιμη δουλειά, σαν το έξοχο “Boy” ή το πιο πρόσφατο “Hunt for the Wilderpeople”, στην συναισθηματική αγνότητα εν μέσω ιδιόρρυθμης κατασκευής των οποίων στοχεύει κι εδώ. Οι χαρακτήρες που κατοικούν σε αυτό τον κόσμο είναι αρχετυπικοί μπούφοι, από την Ρέμπελ Γουίλσον που παίζει όπως πάντα την Ρέμπελ Γουίλσον ως τον Άλφι Άλεν του “Game of Thrones” που γουρλώνει μάτια αντιδρώντας στα πάντα. Αφεντικό εκεί είναι ο Σαμ Ρόκγουελ, σε έναν ακόμα “κάθαρμα ΑΛΛΑ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ” ρόλο, που ξέρει πως το σύστημα πρόκειται να καταρρεύσει και αντιμετωπίζει τα πάντα με κυνική μισανθρωπική βαριεστημάρα.

Δεν είναι η πιο λεπτοδουλευμένη καταγραφή της φασιστικής ψυχής, αντιμετωπίζοντας τους Ναζί ως παραστρατημένους μπουμπούνες παρά ως κάτι πολιτικά πιο ουσιώδες. Αλλά από την άλλη τελικά η ταινία δεν επιχειρεί να είναι και κάτι πολύ περισσότερο από μια τέτοια απλουστευτική παιδική ματιά, υπό την οποία ο φασισμός και οι φρικτές επιλογές που παρουσιάζονται κατά τις περιόδους του λύνονται απλώς με λίγη αγάπη (και με το επερχόμενο τέλος του πολέμου φυσικά, μια βολική χρονική τοποθέτηση της ιστορίας που λύνει πολλά προβλήματα).

Ο Γουαϊτίτι θέλει εδώ να είναι και Μελ Μπρουκς και Ρομπέρτο Μπενίνι. Τα χιουμοριστικά γκαγκς αντλούν από την παράδοση σλάπστικ παραλογισμού- υπάρχει μια οπτική αναφορά στα “Παιδιά από τη Βραζιλία” που με έκανε να γελάσω από το πουθενά, ένα pun για Γερμανικά τσοπανόσκυλα και μια ακολουθία χαιρετισμών που πατά στο χιούμορ καρτουνίστικης εξάντλησης. Γέλασα σε πολλά σημεία, έπιασα αμήχανα το μέτωπό μου σε άλλα, όμως η ουσιαστική ένσταση δεν είναι ακριβώς ποιοτική, αλλά έχει να κάνει με το πώς αυτή η διάθεση του Γουαϊτίτι μοιάζει ανεπαρκής, με το καρτούν στίγμα να χάνεται σε έναν ωκεανό φτηνού συναισθηματισμού. Τίποτα από όλα αυτά δε με θύμωσε, ούτε με ενθουσίασε, ούτε με απογοήτευσε, ούτε με εξέπληξε: Πολύ απλά, τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αρκετό.

Η ταινία φυσικά τοποθετεί ως οσκαρικό φαβορί και ως μια Σημαντική Σάτιρα Για Την Πολιτική Μας Στιγμή ενώ διαθέτει τη βαρύτητα ενός “Mighty Ducks”. Κατά πόσον πρέπει να δικαστεί το καλλιτεχνικό περιεχόμενο με όρους εκτός των ορίων που καταλαμβάνει είναι μια άλλη συζήτηση που θα γίνεται για τους επόμενους μήνες- τα Όσκαρ μετατρέπουν τα πάντα σε μιας κάποιας μορφής πολύκροτη δικαστική διαδικασία που διαρκεί για μισό χρόνο.

Το “Τζότζο”: Είναι μια ευχάριστη παιδική ταινία με κατά τόπους εκλάμψεις που δεν έχει και τρομερά πολλά να πει για την (επ)άνοδο του φασισμού. Είναι ΟΚ! Είναι αποδεδειγμένο και τεσταρισμένο crowd-pleaser, με βραβείο κοινού στο Τορόντο και μπόλικα γέλια και στην χθεσινή προβολή στο Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια ταινία που ακροβατεί ανάμεσα στο να είναι γλυκιά και γλυκερή, στο να είναι αστεία και κρύα, στο να είναι πολιτική και περιέργως απολίτικη. Είναι μια “σάτιρα εναντίον του μίσους” στην οποία η Ρέμπελ Γουίλσον παίζει την υπεύθυνη μιας Ναζί κατασκήνωσης τις τελευταίες μέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

*Το “Τζότζο” κυκλοφορεί τον Ιανουάριο στις αίθουσες. Το 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε την Κυριακή 10 Νοεμβρίου και τις επόμενες μέρες θα ξεχωρίσουμε τα όσα (πολλά) αγαπήσαμε σε αυτό.

 

***

Class of ’99: Το αφιέρωμά μας στο θρυλικό σινεμά του 1999 ολοκληρώνεται στο νέο επεισόδιο του POP για τις Δύσκολες Ώρες, με τις 35 ταινίες που διαμόρφωσαν την καλύτερη χρονιά του κινηματογράφου!