REVIEWS

Η ‘Ευνοούμενη’ ανοίγει επισήμως και ο Liam Neeson ζητά -ξανά- εκδίκηση

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η “Ευνοούμενη” ανοίγει σε όλες τις αίθουσες, ο Λίαμ Νίσον επιστρέφει ζητώντας εκδίκηση σε ένα ριμέικ σκανδιναβικού φιλμ, και το ελληνικό θρίλερ “Scopophilia” φέρνει κάτι διαφορετικό στις οθόνες μας.

Οι δύο σημαντικές κυκλοφορίες της βδομάδας έρχονται η κάθε μία με τα δικά της συνοδευτικά νέα, αλλά η ιστορία διαφέρει. Για την “Ευνοούμενη” του Γιώργου Λάνθιμου διαγράφεται ένας εισπρακτικός θρίαμβος. Η ταινία άνοιξε σε περιορισμένο κύκλωμα την περασμένη βδομάδα, σημειώνοντας αστρονομικές εισπράξεις σχεδόν 8,000 εισιτηρίων για το πρώτο τριήμερο, σε δύο μόλις αίθουσες. Σάββατο και Κυριακή πρακτικά δεν υπήρξε άδεια θέση. Καταλαβαίνεις το ενδιαφέρον όταν σε μια τυχαία προβολή Τρίτης μεσημεροαπογεύματος, υπάρχει πληρότητα της τάξεως του 60%. Θα περιμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον τη μετάβαση στην ευρεία κυκλοφορία αυτής της βδομάδας, με την ταινία να ανοίγει σε δεκάδες αίθουσες και να είναι πλέον εύκολα προσβάσιμη από όλο τον κόσμο.

Λιγότερο ευχάριστα τα νέα για τον Λίαμ Νίσον της “Ψυχρής Καταδίωξης”, που στη διάρκεια μιας συνέντευξης ρουτίνας παραδέχτηκε ένα δυσάρεστο παλιότερο περιστατικό, ανοίγοντας μια συζήτηση περί εκφράσεων ρατσισμού, αθέλητων ή μη.

Στις κριτικές της εβδομάδας ανατυπώνουμε την “Ευνοούμενη” από την περασμένη Πέμπτη μιας και σήμερα ανοίγει σε κανονικό release, άρα παραμένει η κυριότερη κυκλοφορία για δεύτερη συνεχή βδομάδα.

Ψυχρή Καταδίωξη ***

(“Cold Pursuit”, Χανς Πέτερ Μόλαντ, 1ω58λ)

Καστ: Λίαμ Νίσον, Έμμυ Ρόσουμ, Λώρα Ντερν

Στην ορεινή κοινότητα Κίχο, στα βραχώρη όρη του Ντένβερ όπου τα πάντα είναι μονίμως κρυμμένα κάτω από παχύ, κατάλευκο χιόνι, στον δρόμο μπορεί να μπλέκεις στην κίνηση με εκχιονιστικά μηχανήματα, και στο αθλητικό ραδιόφωνο το μόνιμο ντιμπέιτ είναι “ποιος είναι ο μεγαλύτερος quarterback, ο Μάνινγκ ή ο Έλγουεϊ;” (αμφότεροι πρωταθλητές με τους Broncos του Ντένβερ), ένας οδηγός εκχιονιστικού βρίσκει τον γιο του νεκρό υπό συνθήκες τις οποίες αρνείται να πιστέψει. Αυτό τον οδηγεί σε ρίξη με τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του και τον στέλνει σε μια διαδρομή εκδίκησης η οποία θα τον φέρει τελικά αντιμέτωπο με ένα ντόπιο κύκλωμα διακίνηση ναρκωτικών, αλλά και την αντίπαλη ινδιάνικη μαφία.

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται γνώριμα για δυο λόγους. Πρώτον, ο Λίαμ Νίσον έχει φαινομενικά ήδη πρωταγωνιστήσει σε 4-5 εκδοχές αυτής της ταινίας. Δεύτερον, είναι πράγματι ριμέικ, του θρίλερ “Με Σειρά Εξαφάνισης” του 2014, και μάλιστα από τον ίδιο σκηνοθέτη. Ο οποίος μεταφέρει το παιχνιδιάρικο στόρι τοπικού εγκλήματος γεμάτο μαύρο χιούμορ και κλεισίματα του ματιού, από το Σκανδιναβικό τοπίο στο χιονισμένο των αμερικάνικων βουνών. Τον ρόλο του Στέλαν Σκάρσγκαρντ αναλαμβάνει ο Νίσον, που φέρνει ξανά την γεμάτη ένταση μελαγχολία του (σκεφτείτε τις καλύτερες ταινίες από αυτό το είδος εκδίκησης, όπως το “Grey” ή τις συνεργασίες του με τον Ζάουμε Κολέτ-Σερά), και η μετακόμιση φέρνει μαζί της μπόλικες αμερικάνικες αναφορές και απόπειρες να φανεί το προϊόν εξίσου ντόπιο.

Ο Μόλαντ δεν το πετυχαίνει 100%, καθώς αρκετές από αυτές τις απόπειρες ακροβατούν μεταξύ του στερεοτυπικού και του τουριστικού (οι σχεδόν μυθικοί Ινδιάνοι, η ασιάτισα σύζυγος), ένα πρόβλημα που είχε και το εντελώς παρόμοιου ύφους “Τρεις Πινακίδες”, μια επίσης λυρικής προσέγγισης και μαύρου χιούμορ απόπειρα πάνω στην κοενική διάλεκτο από έναν επίσης μη-αμερικάνο δημιουργό. Όμως ο Μόλαντ αυτό που σίγουρα πετυχαίνει είναι να φέρει μαζί του στις ΗΠΑ το κέφι του. Η ταινία ποτέ δεν φρενάρει, ακόμα κι όταν ο Νίσον απουσιάζει από την οθόνη όταν το ντόμινο εξελίξεων φτάνει μακρύτερα από τον ίδιο. Το χιούμορ είναι εκεί, και οι συναισθηματικές στιγμές το ίδιο. Ακόμα και για τον ίδιο τον Νίσον, αποτελεί μια καλή επιλογή: Βρίσκεται απολύτως μες στις παραμέτρους του σινεμά που υπηρετεί την τελευταία 20ετία, όμως τα πάντα είναι δοσμένα μια μαύρα χιουμοριστική ελαφρότητα. Ο Μόλαντ δε θα γίνει ποτέ Κοέν ή Ταραντίνο, αλλά ξέρει πώς να στήσει μια δραματική κωμωδία θανάτου.

H Ευνοούμενη ****

(“The Favourite”, Γιώργος Λάνθιμος, 1ω59λ)

Καστ: Έμμα Στόουν, Ολίβια Κόλμαν, Ρέιτσελ Βάις, Νίκολας Χουλτ, Μαρκ Γκάτις

Η προηγούμενη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου: Ο “Θάνατος του Ιερού Ελαφιού”, πολύ καλό ως μια πιο εσωτερικού τύπου επιστροφή προς “Κυνόδοντα”, αλλά ταυτόχρονα με μεγάλη χαρά θα βλέπαμε τον Λάνθιμο να κινείται προς κάτι φρέσκο.

H καινούρια: Αυτό το φρέσκο που λέγαμε. Ταινία εποχής για τα παιχνίδι ισχύος γύρω από τον αγγλικό θρόνο στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η δούκισσα Σάρα (Ρέιτσελ Βάις) και ξαδέρφη της Άμπιγκεϊλ, ξεπεσμένη ευγενής (Έμμα Στόουν) αντιμάχονται για την εύνοια της βασίλισσας Άννας (Ολίβια Κόλμαν).

Και πώς είναι: Να πω σπαρταριστό; Σε μια καριέρα γεμάτη ‘σημαντικά επόμενα βήματα’ ο Λάνθιμος πετυχαίνει εδώ το μεγαλύτερο, επανατοποθετώντας την ουσία του στυλ του σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, ένα σκηνικό εποχής, μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά πρόσωπα. Πραγματοποιώντας αυτή τη μετακίνηση, κατορθώνει ενδεχομένως να εστιάσει και στα στοιχεία που αποτελούν τη βάση της αισθητικής του, πίσω και από τις παγωμένες ανθρώπινες φιγούρες: Το αποστασιοποιημένα σουρεαλιστικό του χιούμορ βρίσκει ως απρόσμενα ταιριαστό νέο χώρο δράσης ένα παλάτι του 18ου αιώνα, όπου ο παραλογισμός ούτως ή άλλως καταπνίγει το ρεαλισμό ως έννοια.

Ο Λάνθιμος καδράρει τις τεράστιες, λεπτομερείς, πλούσιες αίθουσες με ευρείς φακούς, πολλές φορές σε ακραίο βαθμό, αφήνοντας τους ανθρώπους ασήμαντες, μηδαμινές υπάρξεις μέσα σε αυτές. Ευγενείς μοιάζουν περιθωριοποιημένες καρικατούρες μες στα όρια του παλατιού τους, μια άμαξα παίρνει απότομη στροφή μες στα όρια του κάδρου. Είναι σαν τα πάντα να αποτελούν εξωφρενικά μονόπρακτα δωματίου ακόμα κι όταν βρισκόμαστε σε εξωτερικούς χώρους, κάτι που ισχύει και για τις απολαυστικές συναντήσεις της Σάρα με την Άμπιγκεϊλ, όπου η μεταξύ τους εχθρική ένταση αποτυπώνεται σε ασκήσεις σκοποβολής αιματηρών, συχνά, αποτελεσμάτων.

Τα θέλω και οι εμμονές των τριών ηρωίδων επηρεάζουν έναν ολόκληρο λαό έξω από τα τείχη των ανακτόρων, με τις πληροφορίες για τον έξω κόσμο να φτάνουν στα αυτιά μας μέσα από κάποια πολιτική διαπραγμάτευση ως υποσημείωση ερωτικών παιχνιδιών δύναμης. Ο λαός δεν υφίσταται, είναι μια μακρινή ιδέα. Αυτοί εδώ οι ευγενείς ζουν το δικό τους παράλογο παιχνίδι του στέμματος, και η ιστορία τους στα χέρια του Λάνθιμου είναι η σπαρταριστή σάτιρα που αξίζει να είναι. Η μαύρη κωμική καρδιά της weird περιόδου του σκηνοθέτη επιβεβαιώνεται εδώ με τρόπο αναπάντεχο, ερχόμενη στο προσκήνιo.

Η “Ευνοούμενη” είναι ένα φιλμ αστείο (όχι αστείο όπως είναι ‘αστείες’ οι περισσότερες Σημαντικές Κωμωδίες της σημερινής τηλεόρασης, αστείο όπως είναι αστείο το “Arrested Development” ή το “Seinfeld”) και επιτρέπει στον Λάνθιμο να επανατοποθετήσει τις αισθητικές του σταθερές σε ένα παντελώς νέο πλαίσιο. (Το δίδυμο των σεναριογράφων Ντέμπορα Ντέιβις και Τόνι ΜακΝαμάρα έχει προϋπηρεσία στην τηλεοπτική βρετανική κωμωδία.) Το σύνολο λειτουργεί κι αυτό το φαινομενικό παιχνίδι απέναντι στο προφανές βοηθάει και τις τρεις πρωταγωνίστριες να εκτοξευθούν σε αυτό δυναμικά ντελιριακό queer παιχνίδι σεξουαλικής ισχύος: Η Έμμα Στόουν σε κρυφά κόντρα ρόλο δείχνει στον Littlefinger πώς γίνεται και αποκαλύπτει πτυχές που πραγματικά δεν υποπτευόμουν πως διέθετε ως ερμηνεύτρια, η Κόλμαν παίρνει έναν αβανταδόρικο ρόλο και τον παίζει στα όριά του χωρίς να γίνεται χάρτινη, η Βάις κουβαλά μια συναρπαστική masculine ενέργεια μέσα στην αβεβαιότητά της.

«Πάμε να πυροβολήσουμε κάτι». Πράγματι.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Γέλαγα και διασκέδαζα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας κι αργότερα στην πορεία της μέρας σκεφτόμουν διαρκώς μεμονωμένες στιγμές και γελούσα. Υπάρχει μια σκηνή ενός παντελώς γελοίου καρτουνίστικου χορού μπροστά στο θρόνο, που όσο τον κοιτάμε γίνεται και πιο γελοίος. Η κάμερα κάποια παρατά τα μίκι μάους και στρέφεται στην βασίλισσα Άννα η οποία κοιτάει αποσβολωμένη επειδή εμφανώς βρίσκεται εκείνη τη στιγμή κάπου αλλού, σκέφτεται όσα έχουν πάει λάθος. Η κάμερα την κοιτάζει επίμονα καθώς είναι έτοιμη να βουρκώσει, η ένταση κυριαρχεί, η Άννα διατάζει να διακοπεί το show. Η κάμερα επιστρέφει πίσω, σα να είχε ξεχάσει τι μας έδειχνε πριν. Οι χορευτές όχι απλά τόση ώρα χορεύουν, αλλά βρίσκονται και στο μέσο της πιο γελοίας πιθανής πόζας. Η Ολίβια Κόλμαν σπαράζει, κι εμείς έχουμε λυθεί στο γέλιο.

Επίσης προβάλλονται

Scopophilia **

(Ναταλία Λαμπροπούλου, Ηλέκτρα Αγγελετοπούλου, 1ω10λ)

Μια αληθινά ενδιαφέρουσα απόπειρα στο σινεμά είδους στην Ελλάδα, το “Scopophilia” είναι το πρώτο εγχώριο θρίλερ “οθόνης” στα  βήματα του “Unfriended” ή του “Searching”. Το θρίλερ πάντα λειτουργεί καλύτερα υπό το βάρος ή τους περιορισμούς κάποιας σύμβασης, που αναγκάζει δημιουργούς και θεατές να βρεθούν παρέα, παγιδευμένοι σε κάποιο αρρωστημένο παιχνίδι εξαιρετικά συγκεκριμένων κανόνων. Στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για ένα θρίλερ που διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην οθόνη- όχι τη μεγάλη οθόνη, αλλά την οθόνη ενός υπολογιστή, ενός ήρωα παγιδευμένου στην θέση του, α λα “Σιωπηλός Μάρτυρας”.

Επειδή φυσικά μιλάμε για το 2019, ο καθηλωμένος ήρωας έχει στη διάθεσή του όλα τα digital πολεμοφόδια μιας οθόνης- από το chatroulette μέχρι το viber κι από το skype μέχρι το messenger. Καθώς παρατηρεί παράνομα μια οθόνη που δε θα έπρεπε, ο Αλέξης γίνεται μάρτυρας ενός φόνου και προσπαθεί από τα όρια του δωματίου του, να ξεσκεπάσει το δολοφόνο. Σε αισθητικό επίπεδο η ταινία είναι αρκετά ατελής αλλά σαν εγχώρια προσπάθεια φέρνει κάτι το ασυνήθιστο. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προβάλλεται αποκλειστικά αυτή τη βδομάδα στον Μικρόκοσμο (Αθήνα) και στον Φαργκάνη (Θεσσαλονίκη), ενώ θα ακολουθήσουν και προβολές σε άλλες πόλεις στο μέλλον. (Ενημέρωση στη σελίδα της ταινίας.)

Απαγορευμένες Συναντήσεις **

(“The Reports on Sarah and Saleem”, Μουάγιαντ Αλαγιάν, 2ω7λ)

Στην Ιερουσαλήμ του σήμερα, μια ισραηλινή κι ένας παλαιστίνιος σε εξωσυζυγική σχέση εντοπίζονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή κι η σχέση τους αποκτά έξαφνα μια πολιτική διάσταση που ξεπερνά κατά πολύ την προσωπική τους καθημερινότητα. Διδακτικό δράμα στο οποίο μοιάζουν πρώτα να έρχονται ως σύλληψη οι ιδέες που θέλει να μεταδώσει και έπειτα ο τρόπος με τον οποίο θα το κάνει. Βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ.

Ο Χαρισματικός (“The Prodigy”, Νίκολας ΜακΚάρθι, 1ω30λ). Η Τέιλορ Σίλινγκ του “Orange Is the New Black” πρωταγωνιστεί στο ρόλο της μητέρας του χαρισματικού αγοριού του τίτλου, που καταλαμβάνεται από υπερφυσικές δυνάμεις. Τι κρύβεται πίσω από αυτή την δαιμονική δύναμη;

Το Γύρισμα της Τύχης (“Hattrick”, Ραμτίν Λαβαφιπούρ, 1ω32λ). Τέσσερις μεσοαστοί φίλοι χτυπούν κάτι στο δρόμο μετά από ένα πάρτυ το οποίο θα σταθεί αφορμή για ντόμινο αποκαλύψεων κρυμμένων μυστικών που θα ξεσκεπάσουν την κενότητα της ύπαρξής τους. Φαραντικό δράμα από το Ιράν.

Η Κλεμμένη Πριγκίπισσα (“The Stolen Princess: Ruslan and Ludmila”, Όλε Μαλαμούτζ, 1ω25λ). Ουκρανικό φιλμ κινουμένων σχεδίων που προβάλλεται μεταγλωττισμένο, για έναν περιπλανώμενο καλλιτέχνη με όνειρο να γίνει ιππότης, που συναντά την κόρη του βασιλιά.

Μη Με Αγγίζεις (“Touch Me Not”, Αντίνα Πιντίλιε, 2ω5λ). H Χρυσή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου σπάει τα όρια ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη μυθοπλασία όπως κι ανάμεσα στους χαρακτήρες και τη σκηνοθέτη τους, εξερευνώντας τις πολλές πτυχές της σεξουαλικότητας, της οικειότητας, της ομορφιάς, της κανονικότητας. Προβάλλεται στο πλαίσιο της σειράς προβολών “Η Προκλητική Γοητεία της Γυναικείας Ματιάς” του WIFT GR, την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου στις 16.30 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας, ακολουθεί συζήτηση που θα συντονίσει η σκηνοθέτης Αντουανέτα Αγγελίδη.