REVIEWS

To πολυβραβευμένο ‘Roma’ του Alfonso Cuaron ανάμεσα σε δύο πολύχρωμες υπερηρωικές περιπέτειες

Bλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ξεχωρίζει το ‘Roma’ του Αλφόνσο Κουαρόν, η επιστροφή του Σταύρου Τσιώλη και δύο υπερηρωικές περιπέτειες, το ‘Aquaman’ και ένας ‘Σπάιντερ-Μαν’ σε κινούμενα σχέδια.

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Σκηνοθεσίας Αλφόνσο Κουαρόν μίλησε για το ‘Ρόμα, τη νέα του ταινία,’ σε μια χορταστική συνέντευξη μαζί με τις δύο πρωταγωνίστριές του, Yalitza Aparicio και Marina de Tavira, κι οι δυο τους αποκλειστικά για ελληνικό μέσο. Μπορείτε εδώ να διαβάσετε όλη την ιστορία της δημιουργίας του ‘Ρόμα’.

Το μεγάλο αφιέρωμα στο Ελληνικό queer σινεμά παρουσιάζεται και στην Αθήνα μετά την αρχική του εμφάνιση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον περασμένο μήνα. Είναι ιστορικής σημασίας συγκέντρωση ταινιών, μια επιλογή που απλώνεται από τα ‘60s μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας σπάνιες ή/και εμβληματικές ταινίες. Διαρκεί όλη τη βδομάδα από σήμερα ως την Τετάρτη, με προβολές στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας

Οι κριτικές της εβδομάδας:
 

Ρόμα ***1/2

(“Roma”, Αλφόνσο Κουαρόν, 2ω15λ)

Καστ: Γιαλίτσα Απαρίσιο, Νάνσι Γκαρσία, Μαρίνα ντε Ταβίρα

Η προηγούμενη ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν: Το ‘Gravity’, Όσκαρ Σκηνοθεσίας, άνοιγμα Βενετίας. Όχι η αγαπημένη μου ταινία της αψεγάδιαστης καριέρας του Κουαρόν, αλλά μεγάλη στιγμή για τον σκηνοθέτη σε κάθε περίπτωση.

H καινούρια: Στο Μεξικό της δεκαετίας του ‘70, εν μέσω αναταράξεων και διαδηλώσεων που σχηματίζουν τη χώρα, παρακολουθούμε ένα χρόνο από τη ζωή μιας οικογένειας σε αποσύνθεση, μέσα από τα μάτια της οικιακής βοηθού (η πρωτοεμφανιζόμενη Γιαλίτσα Απαρίσιο).

Και πώς είναι: Παρήγγειλε κανείς μια ακόμα ατομική βόμβα συναισθήματος στη μορφή ενός τεχνικά άρτιου και μεθοδικά σκηνοθετημένου ταξιδιού δίχως κατεύθυνση ή διέξοδο αλλά μυστηριωδώς γεμάτου ελπίδα; Επειδή ήρθε συστημένη.

Ο Κουαρόν αντλεί υλικό από τα βιώματα των παιδικών του χρόνων για μια εμφανώς προσωπική ιστορία, φτιαγμένη στο άσπρο-μαύρο των αναμνήσεων. Νεορεαλισμός πιο στημένος από ποτέ, με τον μεξικάνο να δομεί την ιστορία του ως μια σειρά από θεατρικής εμφάνισης βινιέτες-αναμνήσεις, σαν μικρά μονόπρακτα στη διάρκεια των οποίων η κάμερα εκτελεί αργόσυρτα pans από άκρη σε άκρη του εκάστοτε σκηνικού. Η οικιακή βοηθός Κλέο μοιάζει διαρκώς να βρίσκεται στην τροχιά της οικογένειας ενώ ανά πάσα δεδομένη στιγμή, ο Κουαρόν πυκνώνει το σκηνικό του με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την αίσθηση πως έξω από τα όρια του κάδρου ο κόσμος σταματά, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα.

Αυτό δίνει στο ‘Ρόμα’ αληθινή αναμνησιακή χροιά, καθώς όποτε θυμόμαστε την παραμικρή θολή στιγμή του παρελθόντος, τα όριά της τρεμοπαίζουν στο κενό, είναι κάτι φευγαλέο, απομονωμένο, και μετά εξαφανίζεται από εκεί που ήρθε- ο κόσμος γύρω του πράγματι δεν υφίσταται. Οι μικροί πλανήτες-σκηνικά που δημιουργεί ο Κουαρόν υπηρετούν στην αφήγηση μιας τελικά εξαιρετικά σκληρής και σπαρακτικής ιστορίας, στο περιθώριο της οποίας μαίνεται μιας διαρκής εξέγερση, την οποία καταλαβαίνουμε περισσότερο όταν ταράζει τη ρουτίνα, το τελετουργικό, την ήρεμη ροή της κάμερας, στη διάρκεια μιας σεκάνς.

Ο τρόπος που είναι αυστηρά δομημένα τα πάντα στην ταινία έχουν σαν αποτέλεσμα μια παραδοξότητα: Ο Κουαρόν με αληθινά γλυκές προθέσεις ξεκινά ένα ταξίδι στο παρελθόν του με στόχο να κοιτάξει την ιστορία (και την Ιστορία) μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας που πάντα βρισκόταν στο περιθώριο, αλλά ακόμα και στήνοντας την ιστορία πάνω της, η Κλεό συνεχίζει να μην έχει υφή μακριά από το κέντρο βάρους του μικρού Αλφόνσο, ο οποίος παραμένει -ακόμα και άθελά του- ο αληθινός πυρήνας της ιστορίας. Όποτε η ιστορία περνά από την οπτική του μικρού αγοριού μοιάζει λιγότερο επιτηδευμένη.

Δεν είναι μια τέλεια ταινία, όμως το ‘Ρόμα’ είναι σε κάθε περίπτωση ένα εμφανές σημείο αναφοράς στην καριέρα ενός σημαντικού δημιουργού που πεισματικά επιμένει να αποτυπώνει στη μεγάλη οθόνη αυστηρά προσωπικές του εμμονές, ακόμα κι αν φαίνονται αντι-εμπορικές, ακόμα κι όταν οι συνοδοιπόροι του ακολουθούν αντίθετες διαδρομές. Και κάνοντάς το, ολοκληρώνει μια (ατελή, μα αγνών προθέσεων) ταινία-εξερεύνηση πάνω στο πώς το ίδιο του το προνόμιο τον έχει σχηματίσει.

Στο τέλος της μέρας, είναι μια ακόμα ιστορία επιβίωσης, απλά αυτή τη φορά τοποθετημένη στον πραγματικό κόσμο. Ή έστω μια κάποια ανάμνησή του.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Δύο συναισθηματικά αντικρυστές μεταξύ τους σκηνές -για τις οποίες δε θα επεκταθώ- οι οποίες αντιπροσωπεύουν στον απόλυτο βαθμό την ικανότητα του Κουαρόν να αποτυπώνει με τεχνικό μεγαλείο και σασπένς φευγαλέες στιγμές συναισθηματικής καταστροφής ή/και κορύφωσης.
 

Γυναίκες Που Περάσατε Από Δω **1/2

(Σταύρος Τσιώλης, 1ω19λ)

Ο Σταύρος Τσιώλης ολοκληρώνει την άτυπη τριλογία των ‘Γυναικών’ με ένα απόλυτα ταιριαστό τελευταίο κεφάλαιο. Έξω από ένα σπίτι στο οποίο πρόκειται παράνομα να χτιστεί ένα επιπλέον δωμάτιο, δύο άντρες βαστάνε τσίλιες για την περίπτωση που εμφανιστεί άνθρωπος της πολεοδομίας. Ενώ στέκονται εκεί, ο Κωνσταντίνος Τζούμας κι ο Ερρίκος Λίτσης (όχι τυχαία επιλεγμένοι, μιας κι αποτελούν δύο αναμφίβολα εμβληματικές φιγούρες της ελληνικής ποπ κουλτούρας, σε ρόλους που απλώς προσκαλούν το θεατή να μείνει παρέα μαζί τους) βλέπουν ανθρώπους να περνάνε από μπροστά τους, φέρνοντας μαζί τις δικές τους ιστορίες- μαζί με αναμνήσεις, ακόμα και εικόνες, από τις παλιότερες ταινίες του ίδιου του σκηνοθέτη. Είναι σαν ένα αθέλητο υστερόγραφο σε ένα διακριτό κινηματογραφικό σύμπαν.

Ο Τσιώλης περιγράφει την ταινία ως ακίνητο road movie: αυτή τη φορά ο ίδιος (οι άντρες του) μένει ακίνητος και περιμένει τους περαστικούς (εμάς, αλλά και τους περιφερειακούς ήρωές του) να κινηθούν προς αυτόν βρίσκοντας αξία και αγάπη στο να είσαι απλώς εκεί, να υπάρχεις, να ακούς. Οι εμμονές είναι παρούσες -δε θα γινόταν αλλιώς άλλωστε- κι ακόμα κι αν αυτή η σχεδόν ανθολογική φόρμα έχει ως αποτέλεσμα άνισα σημεία, η ταινία είναι αναμφίβολα γλυκιά και must για τους φανς του σκηνοθέτη.

(Αν βρίσκεστε στη Θεσσαλονίκη θα έχετε την ευκαιρία να παρακολουθήσετε και μια παλαιότερη ταινία του Τσιώλη στη μεγάλη οθόνη αυτή τη βδομάδα. Δείτε παρακάτω στο κείμενο, στη Χαμένη Λεωφόρο του Ελληνικού Σινεμά.)

 

Spider-Man: Μέσα Στο Αραχνο-σύμπαν ****

(“Spider-Man: Into the Spider-Verse”, Μπομπ Περσιτσέτι, Πίτερ Ράμσι, Ρόντνι Ρόθμαν , 1ω45λ)

Φωνές: Σαμίκ Μουρ, Χέιλι Στάινφελντ, Νίκολας Κέιτζ / Κώστας Κουνέλας, Διονύσης Μακρής, Λίλα Μπακλέση

Η καλύτερη ταινία της εβδομάδας μπορεί και να είναι ένα υπερηρωικό φιλμ κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστές μισή ντουζίνα Spider-Man. Συγγνώμη, δεν φτιάχνω εγώ τους κανόνες! Σε αυτή τη νέα, ολόφρεσκη απόπειρα κινηματογραφικής μεταφοράς του διάσημου χαρακτήρα, οι Spider-Man από ένα σωρό παράλληλες διαστάσεις καταλήγουν σε μία (στη ‘δική μας’, σε αυτήν που έχουμε συνηθίσει τελοσπάντων), ενώνοντας τις δυνάμεις τους για να σταματήσουν τον Κίνγκπιν από το να καταστρέψει την ίδια την υφή του χωροχρόνου. Πρωταγωνιστής είναι ο έφηβος Μάιλς Μοράλες, που -ναι, ναι- μια μέρα τον τσίμπησε μια ραδιενεργός αράχνη. Μαζί του, ένας 30-βάλε Πίτερ Πάρκερ από μια παράλληλη διάσταση, χωρισμένος, παραιτημένος, κακοσουλούπωτος, δίχως πολλή διάθεση για ζωή. Ο νουάρ Spider-Man, μια ασπρόμαυρη νουάρ φιγούρα (με τη φωνή του Νίκολας Κέιτζ) που μοιάζει να βγήκε από κάποια παλιομοδίτικη παλπ ιστορία ντετέκτιβ κι ο οποίος πετάει ατάκες όπως «ματώνω για να μπορώ να αισθάνομαι». Η Πένι Πάρκερ, μια τελείως άνιμε έφηβη μαζί με -φυσικά- το αραχνο-ρομπότ της. Η Γκουέν Στέισι, η Spider-Gwen μιας παράλληλης διάστασης που είδε τον καλύτερό της φίλο (τον Πίτερ Πάρκερ φυσικά) να πεθαίνει. Και ο Spider-Ham. Αυτόν δε θα τον περιγράψω.

Η ταινία είναι ένα θαύμα. Η επαναστατική της διάθεση εντοπίζεται σε κάθε σεναριακή απόφαση και σε κάθε χρωματισμένο -ή και ασπρόμαυρο!- πίξελ της εικόνας της. Είναι μια υπερηρωική ταινία για όσους μισούν τις υπερηρωικές ταινίες (επειδή η αναρχική της διάθεση της καθιστά κάτι τόσο περισσότερο από απλά αυτό) αλλά και είναι μια υπερηρωική ταινία για όσους λατρεύουν τις υπερηρωικές ταινίες, και τα κόμικς πίσω από αυτές (η ίδια η ιδέα των παράλληλων εκδοχών του ίδιου ήρωα, σε ένα απόλυτο crossover είναι τόσο αναπολογητικά κομιξική που θα κέρδιζε το No-Prize του αγαπημένου Σταν Λι). Είναι μια κωμωδία που αναγνωρίζει και εκμεταλλεύεται και την παραμικρή αφορμή για έξυπνο, ποπ, ανατρεπτικό meta χιούμορ, αλλά και ταυτόχρονα ένα εφηβικό δράμα που ακολουθεί τη μισή ντουζίνα εκδοχών του ίδιου υπερήρωα μέσα από τις δικές τους δραματικές διαδρομές- όταν ο Πίτερ Μπ. Πάρκερ δεν ξέρει αν θέλει στα αλήθεια να γυρίσει σπίτι, η δραματική του ύπαρξη αντηχεί αληθινή, ειλικρινής.

Επιπλέον, η ιστορία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη του Μάιλς (ενός πορτορικάνου-αφροαμερικάνου εφήβου από το Μπρούκλιν) που βρίσκεται διχασμένος ανάμεσα στα στιβαρά νομοταγή πρότυπα των γονιών που προσπαθούν να τον προστατέψουν από πράγματα που μένουν εκτός οθόνης -αλλά καθένας μπορεί να γεμίσει εύκολα τα κενά τους- και στην γοητευτική παραβατικότητα της εφηβείας. Η νεανική κουλτούρα εκπροσωπείται στην ταινία με τρόπο που δεν θυμίζει θείο που προσπαθεί να το παίξει κουλ στην παρέα των ανιψιών του.

Και μετά, είναι το animation. Σε αγνούς animation όρους, είναι η καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων που έχει βγει στην Αμερική εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Καθώς η τάση θέλει το κινούμενο σχέδιο να κινείται προς τον ψηφιακά σχεδιασμένο ‘ρεαλισμό’, οι ταινίες του είδους είναι πια όλο και πιο ανέμπνευστες αισθητικά, όλο και πιο ξύλινες, άψυχες, απλά άσχημες. Εδώ, με αφορμή τα διαφορετικά σχεδιαστικά στυλ του κάθε ήρωα (που προέρχεται από το διαφορετικό του ή διαφορετικό της σύμπαν), η ταινία αποτελεί μια έκρηξη χρωμάτων, στυλ και ιδεών, με animation ψηφιακά, στο χέρι, πολύχρωμα, μονόχρωμα, CGI, anime ή με κομιξκής προέλευσης κόκκο, να πλέκονται όλα περίτεχνα στην οθόνη, σε ένα αισθητικό mash-up που δεν αφήνει δευτερόλεπτο το μάτι να σταθεί ήσυχο. Επίπεδα χρώματος και κίνησης ζωντανεύουν από την παραμικρή σκηνή διαλόγου, μέχρι ακόμα και την κλιμακτική σεκάνς δράσης όπου τα πάντα εκτυλίσσονται μπροστά από ένα αισθητικής αοριστίας μη-σκηνικό χρωμάτων και σχημάτων.

Το “Αραχνο-σύμπαν” φαίνεται αυτή τη στιγμή ως το φαβορί για το Όσκαρ Κινουμένων Σχεδίων, κάτι που αν πετύχει θα σπάσει τη σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της Disney/Pixar στην κατηγορία. Μακάρι να συμβεί. Γιατί όχι απλά εύχομαι να είχα δει αυτή την ταινία μεγαλώνοντας, αλλά και βάζω στοίχημα πως θα αποτελεί μελλοντικό σημείο αναφοράς για θεατές και καλλιτέχνες εξίσου.

 

Προβάλλονται επίσης

Aquaman ***

(Τζέιμς Γουάν, 2ω23λ)

O Τζέισον Μομόα επιστρέφει στο ρόλο που έπαιξε στο αποτυχημένο περσινό “Justice League” αυτή τη φορά ως κεντρικός ήρωας. Γιος ενός θνητού και μιας βασίλισσας της Ατλαντίδας, ο Άρθουρ γίνεται κάτι σαν τοπικός λαϊκός ήρωας στο μέρος που ζει μέχρι που μαθαίνει πως ο θρόνος της Ατλαντίδας -και η μοίρα του πλανήτη- βρίσκεται στα χέρια του. Εξαιρετικά σαχλή αλλά τελικά εξαιρετικά αποτελεσματική ταινία από τον Τζέιμς Γουάν (τον σύγχρονο μάστερ του τρόμου με ταινίες σαν το “Insidious” και το “Conjuring” που πρόσφατα το γύρισε στο μπλοκμπάστερ υπερθέαμα με το “Furious Seven”), o οποίος εκμεταλλεύεται κάθε cheesy ένστικτο και κάθε διάθεση του χαρισματικού Μομόα να παίξει με το κοινό, την ώρα που απλώνει τη δράση σε υποβρύχιους αλλά και υπέργειους κόσμους, σε ένα κυνήγι θησαυρού που όσο κι αν πλατειάζει σε αρκετά σημεία, διαθέτει μια όψη και μια αίσθηση που το διαφοροποιεί από πολλές ταινίες του είδους.

Τα χρώματα είναι ανοιχτά σε βαθμό που νιώθεις σαν κάποιος να έχει σχεδιάσει το look της ταινίας με μαρκαδόρο Stabilo πάνω σε φωτογραφίες του βυθού- κάτι που είναι οπωσδήποτε μια κάποια επιλογή. Σε συνδυασμό με τη χημεία του Μομόα με την Άμπερ Χερντ (και την Νικόλ Κίντμαν σε έναν ξεσηκωτικό ρόλο-κλειδί), όλα αυτά κάνουν το “Aquaman” μια ταινία που δεν ξέρω αν μπορεί κανείς με βεβαιότητα να την πει καλή, όμως σίγουρα τιμά τις αισθητικές και αφηγηματικές επιλογές της διασκεδάζοντας μέχρι τέλους. Είναι, για να το πω κι αλλιώς, το είδος της ταινίας που ένας χαρακτήρας λέει στον άλλον με απόλυτη σοβαρότητα “έμπιστέ μου βεζίρη” ενώ βρίσκονται μες στον ωκεανό και CGI φανταχτερές φάλαινες κολυμπούν στο background.

Ελληνικός Queer Κινηματογράφος. Όλη τη βδομάδα στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας με καθημερινές προβολές. Αναλυτικά το πρόγραμμα.

H Ιστορία Μιας Πρεμιέρας (“Relève”, Τιερί Ντεμεζιέρ & Αλμπάν Τερλέ, 1ω50λ). Ντοκιμαντέρ για το πρώτο μπαλέτο του Μπέντζαμιν Μιλπιέ (που χορογράφησε τον “Μαύρο Κύκνο”) ως καλλιτεχνικό διευθυντή της σχολής χορού της όπερας του Παρισιού.

Χαμένη Λεωφόρος του Ελληνικού Σινεμά. Σπάνιες ελληνικές ταινίες των δεκαετιών ‘60-’90 που προβάλλονται σπάνια στη μεγάλη οθόνη (αλλά και γενικώς) έρχονται και στη Θεσσαλονίκη με προβολές κάθε Τετάρτη ως τον Απρίλιο. Αυτή την Τετάρτη 19/12, οι “Βοσκοί” του Νίκου Παπατάκη (του ‘66, με συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βενετίας) και το “Σχετικά με τον Βασίλη” του Σταύρου Τσιώλη. (Τετάρτη 19/12, 20.00, Σταύρος Τορνές – Αποθήκη 1.)

Ο Ασπροδόντης (“White Fang”, Αλεξάντρ Εσπιγκάρες, 1ω29λ). Νέα animation διασκευή του κλασικού έργου του Τζακ Λόντον, από βραβευμένο με Όσκαρ για μικρού μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων σκηνοθέτη.

Ο Δικός της Πόλεμος (“A Private War”, Μάθιου Χάινεμαν, 1ω50λ). Βιογραφία πολεμικής ανταποκρίτριας στη Συρία με τη Ρόζαμουντ Πάικ να πετυχαίνει υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα ερμηνείας.

Pugnant Film Series. Με ελεύθερη είσοδο, ένα Σάββατο το μήνα το σινεμά Ανδόρα παρουσιάζει προκλητικές, σινεφίλ ταινίες από ανερχόμενους σκηνοθέτες με χαρακτηριστική υπογραφή. Αυτό το Σάββατο 15/12 ξεχωρίζουν το “Hiwa” της Ζακλίν Λέντζου (η οποία σκηνοθέτησε το φανταστικό “Έκτορας Μαλό” που βραβεύτηκε πέρσι στις Κάννες) και το “Boro in the Box” του Μπερτράντ Μαντικό (ο οποίος γύρισε το περσινό αριστούργημα “Wild Boys” που βρέθηκε στην 1η θέση των ταινιών της χρονιάς για το θρυλικό κινηματογραφικό περιοδικό Cahiers du Cinema). Προβάλλονται επίσης τα “It Will End in Tears” και “On Faultiness” της Susu Laroche και το “Χειρόγραφο” της Εύας Στεφανή. Συνολική διάρκεια 1ω14λ. (Σάββατο 15/12, Ανδόρα, 16.00)

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Κλέφτες Καταστημάτων ****

(“Shoplifters / Manbiki kazozu”, Χιροκάζου Κόρε-έντα, 2ω1λ)

Μια οικογένεια στα περιθώρια της κοινωνίας ζει κλέβοντας τα προς το ζην από σούπερ μάρκετ και βασιζόμενη στην σύνταξη της γιαγιάς. Μια μέρα ο πατέρας κι ο γιος στη διάρκεια μιας εξόρμησης, θα βρουν ένα μικρό κορίτσι μόνο του και αποφασίζουν να τη φέρουν πίσω μαζί τους για να τη φροντίσουν, παρά την δική τους οικονομική δυσχέρεια. Ο Ιάπωνας τοποθετεί διακριτικά το φακό του, χωρίς χειριστικές εξάρσεις και χωρίς διάθεση εκμετάλλευσης, σκιαγραφώντας τα προφίλ κάθε μέλους της οικογένειας στις δικές τους διαδρομές- μέχρι το τέλος της ταινίας ο Κόρε-έντα έχει καταφέρει να αναπτύξει προσωπικότητες, κίνητρα και θέλω μισής ντουζίνας χαρακτήρων, πριν μας οδηγήσει στην κορύφωση της τελικής πράξης.