REVIEWS

O Χρυσός Φοίνικας των Καννών ξεχωρίζει σε μια πυκνή κινηματογραφική εβδομάδα

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ξεχωρίζουν οι ‘Κλέφτες Καταστημάτων’ κι ο Χρυσός Φοίνικάς τους, ανάμεσα σε 10 ταινίες για όλα τα γούστα.

Σε λίγες ώρες θα ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες των Χρυσών Σφαιρών που λογικά θα επιβεβαιώσουν την φόρα των επικρατέστερων ταινιών ενόψει της οσκαρικής κούρσας, από το “Vice” μέχρι το “Ένα Αστέρι Γεννιέται”. Πάνω σε αυτό ακριβώς, έγραψα ένα αναλυτικό κείμενο πάνω στην διαφαινόμενη δυναμική της “Ευνοούμενης” του Γιώργου Λάνθιμου, ταινία που προβλέπω πως θα προταθεί για 8-10 Όσκαρ. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί με μεγάλη δυστυχώς καθυστέρηση στις 7 Φεβρουαρίου, οπότε έχουμε καιρό ακόμα.

Αμεσότερα, το ΠΣΚ 7-9 Δεκεμβρίου έχουμε η πρώτη διοργάνωση του Παιδικού & Εφηβικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας “Κατάλληλο Κάτω των 18”, το οποίο παρουσιάζει για 3 μέρες στο Μέγαρο Μουσικής μια επιλογή ταινιών για παιδιά και εφήβους μαζί με πολλές παράλληλες δραστηριότητες. Το εγχείρημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, μπορείτε να δείτε αναλυτικό πρόγραμμα εδώ.

Οι ταινίες της εβδομάδας τώρα, που είναι πολλές:

 

Κλέφτες Καταστημάτων ****

(“Shoplifters / Manbiki kazozu”, Χιροκάζου Κόρε-έντα, 2ω1λ)

Καστ: Λίλι Φράνκι, Σακούρα Άντο, Μάγιου Ματσουόκα, Κιρίν Κίκι

Η προηγούμενη ταινία του Χιροκάζου Κόρε-έντα: Το αδιάφορο procedural “Το Τρίτο Έγκλημα” (που επίσης βγήκε στις αίθουσες φέτος), ελάχιστα χαρακτηριστικό του ευρύτερου συνόλου της σπουδαίας δουλειάς του. Πιο ενδεικτικές, εξαιρετικές ταινίες του είναι τα “Κανείς Δεν Ξέρει” και “Πατέρας και Γιος”.

H καινούρια: Επιστρέφει στο χαμηλών τόνων οικογενειακό δράμα που ξέρει τέλεια να υπηρετεί, με την καλύτερη ίσως ταινία του. Μια οικογένεια στα περιθώρια της κοινωνίας ζει κλέβοντας τα προς το ζην από σούπερ μάρκετ και βασιζόμενη στην σύνταξη της γιαγιάς. Μια μέρα ο πατέρας κι ο γιος στη διάρκεια μιας εξόρμησης, θα βρουν ένα μικρό κορίτσι μόνο του και αποφασίζουν να τη φέρουν πίσω μαζί τους για να τη φροντίσουν, παρά την δική τους οικονομική δυσχέρεια. Αυτή η απόφαση θα έχει απρόσμενες συνέπειες.

Και πώς είναι: Η ιδέα πως την οικογένεια δεν την δημιουργεί στα τυφλά το DNA αλλά οι κοινωνικοί δεσμοί που φτιάχνουμε στην πορεία της ζωής μας δεν είναι συγκλονιστικά πρωτότυπη όμως σπάνια έχει κατατεθεί με τόσο ευαίσθητο και αγνό τρόπο όσο στο δράμα του Κόρε-έντα. Ο Ιάπωνας τοποθετεί διακριτικά το φακό του, χωρίς χειριστικές εξάρσεις και χωρίς διάθεση εκμετάλλευσης, σκιαγραφώντας τα προφίλ κάθε μέλους της οικογένειας στις δικές τους διαδρομές- μέχρι το τέλος της ταινίας ο Κόρε-έντα έχει καταφέρει να αναπτύξει προσωπικότητες, κίνητρα και θέλω μισής ντουζίνας χαρακτήρων, πριν μας οδηγήσει στην κορύφωση της τελικής πράξης.

Η τελική αυτή πράξη παρουσιάζει αδυναμίες (κεντρικές ιδέες απλά επαναλαμβάνονται πέραν του δραματουργικού σημείου λήξης) όμως οτιδήποτε μας έχει φέρει ως εκεί αποτελεί μεστό κοινωνικό δράμα ουμανιστικής απλότητας. Είναι ένα εκπληκτικό προφίλ της ζωής στο περιθώριο και των διαφορετικών τρόπων που μπορεί να οδηγήσουν εκεί έναν άνθρωπο. Οι ήρωες του φιλμ δεν λειτουργούν καν ενάντια ή παράλληλα με το σύστημα, παρά κινούνται ασύμβατα ως προς αυτό, κατασκευάζοντας το δικό τους μικροσύμπαν συναισθημάτων ή εγνοιών. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί υπομονετικά και σιωπηλά, αφήνοντας κάθε εξωτερική παρεμβολή να εμφανίζεται αβίαστα, δίνοντας έτσι στο φιλμ επίπεδα αλήθειας δίχως ποτέ να ποντάρει στην αποκάλυψη ή το σοκ.

Ο Κόρε-έντα δεν γκρουπάρει ανθρώπους, δεν τσουβαλιάζει, δεν κρίνει και δεν εκμεταλλεύεται. Δίνει ζωτικό χώρο στους ηθοποιούς να γεμίσουν τα κενά με τις λεπτομέρειες εκφράσεων και αντιδράσεών τους, και την αναζήτηση ζεστασιάς και επαφής δίχως πολλά λόγια. (Η υπέροχη Κίριν Κίκι στο ρόλο της γιαγιάς δίνει την αγαπημένη μου ερμηνεία του φιλμ- η ηθοποιός πέθανε τον περασμένο Σεπτέμβριο.) Η καθαρότητα του βλέμματός του και η ακρίβεια της αφήγησής του είναι κάτι το αληθινά εντυπωσιακό. Η πιο παραπλανητικά σπουδαία μικρή ταινία του χειμώνα.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η ιστορία της κόρης, Άκι (Μάγιου Ματσουόκα), είναι ίσως εκείνη που μένει τελικά περισσότερο μετέωρη, όμως όταν έρχεται σε επαφή με έναν ανώνυμο σιωπηλό πελάτη ο Κόρε-έντα παγιδεύει τη σιωπή σε μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι μια αυτόνομη, ικανοποιητική μικρού μήκους ταινία.

 

Ο Κόσμος σου Ανήκει ***

(“Le monde est a toi / The world is yours”, Ρομέν Γαβράς , 1ω45λ)

Καστ: Καρίμ Λεκλού, Βενσάν Κασέλ, Ιζαμπέλ Ατζανί

Γκάνγκστερ που δε τη θέλει άλλο αυτή τη ζωή του εγκλήματος αναλαμβάνει μια Τελευταία Δουλειά με στόχο να δραπετεύσει από όλους και όλα. Φυσικά στο σχέδιο μπλέκονται από γκάνγκστερ και την πρώην του μέχρι τη μητέρα του που κάπως διαφωνεί με όλα αυτά. Ο Ρομέν Γαβράς επιστρέφει με νέα ταινία 8 χρόνια μετά το “Our Day Will Come” και ειλικρινά, θα έπρεπε να τον βλέπουμε συχνότερα. Ο “Κόσμος” δεν είναι κάποιο τρομερά πρωτότυπο εγχείρημα σε πρώτο άκουσμα, και αν κάτι κρατά πίσω την ταινία είναι το πόσο στηρίζεται στην στυλιστική αυτοαναφορικότητα του είδους, και στην δηλωμένη αποστολή του φιλμ να αποτελέσει κάτι σαν καλόκαρδο “Σημαδεμένο” μέσα από μια μίξη ‘70s pulp gangster ευαισθησιών και μιας Γκάι Ρίτσι ματιάς.

Όμως κάτω από όλα αυτά τα μικρά διάσπαρτα γνώριμα στοιχεία κρύβεται μια κρυφά επαναστατική διάθεση από τον Ρομέν, ο οποίος φαντάζεται ένα αγαθό κεντρικό ήρωα σε έναν κόσμο όπου έχουμε εκπαιδευτεί να περιμένουμε και να αναγνωρίζουμε μόνο σκοτεινούς αντιήρωες. Οι πολιτικές του διαθέσεις ποτέ δεν πέρναγαν έτσι κι αλλιώς μέσα από ρητά δηλωμένες κυριολεκτικές εκφράσεις, εξάλλου προέρχεται κυρίως από το χώρο του βιντεοκλίπ, όπου τα λόγια είναι φτώχεια και η εικόνα αποτελεί κυρίαρχη δήλωση. Έχοντας σκηνοθετήσει κλιπ σαν το “Born Free” της Μ.Ι.Α. ή το “Stress” των Justice ανήκει στη συζήτηση ανάμεσα στους κορυφαίους βιντεοκλιπάδες της περασμένης δεκαετίας. Εκείνες οι δουλειές είναι μάλλον καταδικασμένες να τον χαρακτηρίζουν δημιουργικά για πάντα, το οποίο δεν είναι καθόλου κακό. Όμως έχει ενδιαφέρον το πώς μεταφέρει το στιλ του στην κινηματογραφική αφήγηση- οι διαρκείς εκρήξεις ρυθμού συνθέτουν μια ταινία που έχει κάτι να πει.

Μέσα σε όλα αυτά, ο άγνωστος Καρίμ Λεκλού δίνει μια αποφασιστική ερμηνεία στο κέντρο του χαμού, με έμπειρους παίχτες σαν τον Βενσάν Κασέλ και τη θρυλική Ιζαμπέλ Ατζανί να προσθέτουν γεύση με περιφερειακούς ρόλους-κλειδιά. Περισσότερο από όλα, αυτή η ταινία με έκανε να ευχηθώ ο Ρομέν Γαβράς να μην αργήσει τόσο πολύ να επιστρέψει κι αυτή τη φορά.

 

Kursk: Η Τελευταία Αποστολή ***

(“Kursk”, Τόμας Βίντερμπεργκ , 1ω57λ)

Καστ: Ματίας Σέναρτς, Κόλιν Φερθ, Λέα Σεϊντού, Μαξ φον Σίντοφ

H αληθινή ιστορία του Ρωσικού υποβρυχίου Κουρσκ που πριν βυθίστηκε πριν λίγα χρόνια, αφήνοντας τους ναύτες να παλεύουν για σωτηρία την ώρα που οι υπεύθυνοι της κυβέρνησης υπήρξαν εγκληματικά αμελείς καθυστερώντας τις ενέργειας διάσωσης. Ο Τόμας Βίντερμπεργκ, ο σκηνοθέτης που γύρισε την πρώτη επίσημη ταινία του Δόγματος 95 (“Οικογενειακή Γιορτή”) έχει μια απλαυστικά τυχαία φιλμογραφία, γυρίζοντας ταινίες στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στα Δανέζικα και στα αγγλικά, οικογενειακά δράματα, sci-fi ερωτικά μελοδράματα με τον Γιοακίν Φοίνιξ, ταινίες εποχής με την Κάρεϊ Μάλιγκαν, υποβρύχια θρίλερ με τον Κόλιν Φερθ. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, αυτούς τους σκηνοθέτες τους τιμούμε γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε από αυτούς.

Στην προκειμένη περίπτωση, η αληθινή ιστορία / κλειστοφοβικό περιπετειώδες μελόδραμα που σκηνοθετεί ο Βίντερμπεργκ έχει κάτι από την αίσθηση των παλιομοδίτικων ‘90s διεθνών συμπαραγωγών, ένα γεμάτο αδρεναλίνη ευρωπαϊκό δράμα όπου ηθοποιοί κάθε πιθανής προέλευσης μιλούν με σπαστά αγγλικά τους χαρακτήρες κάθε πιθανής εθνικότητας που μπορεί να ερμηνεύουν. Στο κέντρο βρίσκεται ο Ματίας Σέναρτς που ηγείται του υποβρύχιου δράματος και η Λέα Σεϊντού που ηγείται του υπέργειου δράματος (της συζύγου που προσπαθεί να αποσπάσει ΚΑΠΟΙΑ πληροφορία από τους εγκληματικά ανεύθυνους υπεύθυνους). Όμως ο κρυφός πρωταγωνιστής είναι ο γιος τους, μέσα από την οπτική του οποίου καθορίζεται στην ουσία η δράση, ένα μικρό αγόρι που αρχίζει να αντιλαμβάνεται την κληρονομιά και την ηθική του πατέρα του (εξ ου και το κάδρο της κινηματογράφησης αλλάζει όταν μεταφερόμαστε στην κεντρική δράση, με το widescreen να αντικαθιστά το τετραγωνισμένο κάδρο της αρχής και του τέλους, σαν ακριβώς τα μάτια της φαντασίας του πιτσιρικά που ανασχηματίζει νοητικά τον ηρωισμό του πατέρα του).

Είναι όλα αναμενόμενα πράγματα, γραμμένα και παιγμένα σαν ένα αληθινό χαμένο δραματικό θρίλερ των ‘90s. Με την καλή έννοια.

 

Προβάλλονται επίσης

Ο Υποψήφιος **

(“The Front Runner”, Τζέισον Ράιτμαν, 1ω33λ)

H αληθινή ιστορία του Γκάρι Χαρτ, υποψήφιου για το χρίσμα των Δημοκρατικών ενόψει των εκλογών του ‘88 στις ΗΠΑ, ο οποίος από ακλόνητο φαβορί είδε το όνομά του να καταστρέφεται στον τύπο χάρη στις εξωσυζυγικές του σχέσεις. Ο Ράιτμαν, σκηνοθέτης του “Τζούνο” και του “Up in the Air”, επιχειρεί μια ψύχραιμη εξερεύνηση του πώς ο τύπος της Αμερικής στράφηκε προς την ταμπλόιντ αισθητική αγνοώντας την πολιτική ουσία. Το πρόβλημα είναι πως η πολιτική είναι σχετικά απούσα αφήνοντας το προφίλ κάπως σχηματικό. Ο Χιου Τζάκμαν είναι καλός στο ρόλο ενός ανθρώπου που πολύ απλά δεν καταλαβαίνει γιατί όλοι νοιάζονται για τα φλερτ του αντί για τις πολιτικές του θέσεις κι η ταινία πολύ ξεκάθαρα προσπαθεί να καρφώσει τη σημαία της με δύναμη στο ‘Σημαντική Αλληγορία Για Αυτό Που Ζούμε Σήμερα’ πεδίο, σε βαθμό που κουράζει. Ο Ράιτμαν δεν είναι μάστορας του φορμαλισμού σαν τον Σπίλμπεργκ και ο “Υποψήφιος” δεν είναι “The Post”.

Mortal Engines **1/2

(Κρίστιαν Ρίβερς, 2ω8λ)

Η ομάδα πίσω από τον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” επιμελείται την κινηματογραφική μεταφορά εφηβικής μετα-αποκαλυπτικής περιπέτειας για ένα παγκόσμιο μέλλον όπου πόλεις-κυνηγοί βρίσκονται και κινούνται πάνω σε ρόδες κυνηγώντας μικρότερες πόλεις, προκειμένου να αποκτήσουν τα αγαθά τους. Τίμια κοινωνικοπολιτική αλληγορία, και κάθε σκηνή που αφορά αυτή τη διάσταση της ιστορίας είναι εντυπωσιακότατη- οι τύπου “Mad Max: Fury Road” καταδιώξεις αλλά με ολόκληρες κινούμενες πόλεις είναι ομολογουμένως ένα θέαμα που δεν έχουμε συνηθίσει. Όποτε η δράση μεταφέρεται μες στις πόλεις και εστιάζει στους μάλλον αδιάφορους ανθρώπινους χαρακτήρες, χάνει σε αμεσότητα και φόρα. Παρά τις αδυναμίες, πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πιο οπτικά ενδιαφέροντα μπλοκμπάστερ της χρονιάς.

Προσευχήσου Πριν Πεθάνεις **1/2

(“A Prayer Before Dawn”, Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, 1ω56λ)

H αληθινή ιστορία του Μπίλι Μουρ, Άγγλου μποξέρ που βρέθηκε κρατούμενος στην πιο διαβόητη Ταϊλανδέζικη φυλακή, όπου και αναγκάζεται να επιβιώσει κάνοντας μόνο αυτό που ξέρει καλά: να αγωνίζεται. Εξαιρετικά σκηνοθετημένο δράμα με απόλυτη έμφαση, ειδικά στο πρώτο μέρος, στην σωματικότητα της έντασης και της αγωνίας του Μπίλι για -απλά- επιβίωση. Η κάμερα κοιτάζει τα κορμιά των φυλακισμένων και το πώς αυτά συναντώνται γεμάτα ορμή και οργή, δίνοντας τη θέση τους σε άλλου τύπου συγκρούσεις στο β’ μισό, όταν ο Μπίλι έχει πάρει τη θέση του στην ομάδα μποξ της φυλακής. Εκεί η ταινία ίσως χάνει λίγο σε αμεσότητα καθώς γενικότερα δεν νοιάζεται με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο των όσων συμβαίνουν, παραμένοντας ασφυκτικά εστιασμένη στο πρόσωπο του ήρωά της. Ο Τζο Κόουλ (του “Peaky Blinders”) δεν διαθέτει αρκετή από την απαιτούμενη σωματικότητα για να κάνει ένα τέτοιο εγχείρημα αληθινά πετυχημένο, αλλά σε κάθε περίπτωση η ταινία δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον.

Το Βλέμμα του Όρσον Γουέλς **

(“The Eyes of Orson Welles”, Μαρκ Κάζινς, 1ω55λ)

Τίμια προσπάθεια και σίγουρα μια εγκάρδια απόπειρα ντοκιμαντέρ προσέγγισης πάνω στην καριέρα, τη ζωή, την πολιτική και τις καλλιτεχνικές εμμονές του Όρσον Γουέλς. Σε σημεία συγκινητικό, με τον σκηνοθέτη να κατασκευάζει το φιλμ του σαν ένα γράμμα πρώτου προσώπου προς τον μεγάλο δημιουργό, γρήγορα το τέχνασμα γίνεται αναμενόμενο και το έργο κάπως κουράζει. Η προσέγγιση γίνεται κατά πρώτο λόγο μέσα από τα σκίτσα και τις σημειώσεις του Γουέλς, όμως μέσα από την εκτεταμένη χρήση και μελέτη των ταινιών του, καταλήγει ουσιαστικά ένα essay πάνω στα μοτίβα της δουλειάς του. Όλα αυτά δεν είναι απαραιτήτως άσχημα βέβαια, ειδικά για θαυμαστές ή μελετητές του Γουέλς, που οπωσδήποτε θα βρουν στοιχεία ενδιαφέροντος στο ντοκιμαντέρ.

Το Πάρκο του Τρόμου *

(“Hell Fest”, Γκρέγκορι Πλότκιν, 1ω29λ)

Παρέα αγοράζει εισιτήρια για ένα φεστιβάλ τρόμου γεμάτο φρικιαστικά θεάματα και παιχνίδια, δίχως να καταλαβαίνουν πως ένας αληθινός δολοφόνους σουλατσάρει ανενόχλητος σκορπώντας τον θάνατο ανάμεσα σε κόσμο που νομίζει πως είναι απλώς μέρος της γιορτής. Είναι αδιανόητο πως σε μια εποχή μετά το “Cabin in the Woods”, πως 20+ χρόνια μετά το “Scream”, κυκλοφορούν ακόμη τόσο βασικές και ανέμπνευστες ταινίες τρόμου, με χαρακτήρες και καταστάσεις γραμμένες στο πόδι σα να βγήκαν από μηχανή αυτόματης παραγωγής slasher κλισέ. Το μόνο ενδιαφέρον εντοπίζεται στο οπτικό κομμάτι, όπου η επιτηδευμένα νέον αισθητική του πάρκου τρόμου τυλίγει την αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης των ανυπόφορων κεντρικών ηρώων- αν ήταν κάτι παραπάνω από περιτύλιγμα και αποτελούσε ουσιαστικό κομμάτι της φιλμικής ιδέας θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κάτι ελάχιστα πιο ενδιαφέρον.

Ο Γκριντς **

(“The Grinch”, Γιάροου Τσένεϊ, Σκοτ Μόζιερ, 1ω26λ)

Μια ακόμα κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Δρ. Σέους για τον Κατεργάρη των Χριστουγέννων, τον Γκριντς, που επιχείρησε να κλέψει τα Χριστούγεννα ώστε κανείς να μη νιώθει την ευτυχία κατά τη διάρκειά τους. Υπάρχουν μεμονωμένες σκηνές δράσης που ανοίγουν το μάτι και γενικά το όλο θέμα είναι χαριτωμένο και καταλληλότατο για οικογενειακές εξορμήσεις, αλλά σε κανένα σημείο η ταινία δεν προσπερνά με επιτυχία το βασικό της πρόβλημα- πως πρόκειται για μια σύντομη ιστορία τεντωμένη σε διάρκεια μεγάλου μήκους.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Κριντ 2 ***

(“Creed II”, Στίβεν Κέιπλ Τζ., 2ω10λ)

Στο σίκουελ του σπουδαίου “Creed”, ο Άδωνις Κριντ έρχεται αντιμέτωπος με τον Βίκτορ Ντράγκο, γιο του Ιβάν Ντράγκο, σε μια μάχη τίτλου, εγωισμού και κληρονομιάς. Ο Κριντ έχει και πάλι στο πλευρό του για προπονητή και καθοδηγητή τον Ρόκι Μπαλμπόα, αλλά οι ενοχές του Ρόκι για τον θάνατο του Απόλο Κριντ στα χέρια του Ιβάν Ντράγκο έρχονται να στοιχειώσουν τόσο τον ίδιο, όσο και τον Άδωνι. Δεν φτάνει το κορυφαίο ράφι των ταινιών του franchise (δηλαδή το πρώτο “Ρόκι” και το πρώτο “Κριντ”) όμως στέκεται αξιοπρεπώς στο αμέσως επόμενο σκαλοπάτι.