REVIEWS

To ‘Sing Street’ είναι η ένεση αισιοδοξίας σου για το φθινόπωρο

Ο δημιουργός του ‘Once’ επιστρέφει με μία εύθυμη coming of age ιστορία που μας θύμισε ότι το είδος δεν έχει πεθάνει ακόμα.

“Πολύ καλή μουσική, πολύ καλά visuals, σύντομο και επί του θέματος”. Θα μπορούσε να είναι η πιο συνοπτική κριτική για το ‘Sing Street’ που έχει γραφτεί μέχρι τώρα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος που περιέγραψε ο αδερφός του πρωταγωνιστή το βιντεοκλίπ των Duran Duran που παρακολουθούσανε παρέα στον καναπέ, υπό την επικριτική ματιά του πατέρα τους που θα προτιμούσε να βλέπει τους Beatles. Πατέρα, κάνε πέρα. Το ημερολόγιο γράφει 1985 και έχει έρθει η ώρα του νέου αίματος. Και της καλύτερης ταινίας για νεαρούς Ιρλανδούς σε μπάντα από το ‘The Commitments’.

Ήρθε και η ώρα για τον Conor να αλλάξει σχολείο όμως, γιατί η οικονομία της Ιρλανδίας είναι στα τάρταρα και οι γονείς του δεν έχουν να πληρώνουν πια για ιδιωτικό. Μια και δυο πάει στο δημόσιο Syng Street σχολείο των Christian Brothers, που είναι ακριβώς αυτό που ακούγεται. Δάσκαλοι παπάδες, ένα διευθυντής υπερπαπάς που τον τρέμουν όλοι γιατί παίζει και να σε πλακώσει στις τουαλέτες, ένα κυλικείο που μοιάζει περισσότερο με παράπηγμα και μαθήματα που τα παρακολουθεί ο εξής κανένας. Το γεγονός ότι το σχολείο είναι πραγματικό και το σενάριο είναι ημι-αυτοβιογραφικό σύμφωνα με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο του, John Carney, με κάνει να θέλω να του κάνω πατ-πατ στην πλάτη.

Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο όταν ο Conor θέλει να εντυπωσιάσει την Raphina. Ένα μοντέλο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό του που μένει απέναντι από το σχολείο κι ετοιμάζεται να φύγει για Λονδίνο, όπως έκαναν και οι περισσότεροι Ιρλανδοί της ηλικίας της τότε. Με λίγα λόγια δεν έχει χρόνο για σχολιαρόπαιδα και έχει και αγόρι (το οποίο ακούει Phil Collins και σύμφωνα με την ταινία αυτό είναι το στοιχείο-κλειδί που μαρτυρά ότι ο τύπος δεν είναι πραγματική απειλή). Η μικρή τσιμπάει όταν της λέει ότι έχει μπάντα και θα ήθελε να παίξει στο πρώτο τους βιντεοκλίπ, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. Δεν υπάρχει καμία μπάντα.

Τελικά καταφέρνει να τη σκαρώσει πριν ρεζιλευτεί, μαζί με τον κοκκινοτρίχη και μοναδικό συμμαθητή που του είχε μιλήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Παρέα τυπώνουν αφίσες που προσελκύουν δύο ακόμα μαθητές, πείθουν και άλλους δύο που ξέρουν να παίζουν όργανα – στον έναν εκ των δύο έκαναν την πρόταση γιατί ήταν μαύρος και “ε, κάτι θα ξέρει να παίζει”, σε μία αστεία σκηνή με τον κοκκινοτρίχη να του μιλάει Αγγλικά αργά και σταθερά γιατί πιστεύει δε θα τον καταλάβει, για να φάει τελικά δίκαιο κράξιμο – και η μπάντα Sing Street, όπως την ονομάζουν λόγω σχολείου, είναι έτοιμη για ηχογράφηση.

Εδώ κάπου μπαίνει και η σχέση του Conor με τον αδερφό του. Το ροκ εντ ρολ δε μαθαίνεται, απλά συμβαίνει όταν κάνεις λάθη και βάζεις τον εαυτό σου στα τραγούδια σου του λέει ο Brendan, τον οποίο υποδύεται εκπληκτικά ο Jack Reynor κλέβοντας την παράσταση σε όλες τις σκηνές του. Η σχέση των δύο αδερφών είναι η ραχοκοκκαλιά του ‘Sing Street’ και όταν στο τέλος της ταινίας δύο γραμμές σε μαύρη οθόνη την αφιερώνουν σε όλους τους αδερφούς εκεί έξω, η γνώση ότι ο αδερφός του John Carney πέθανε όταν ξεκίνησε η παραγωγή του έργου, σου ραγίζει λίγο την καρδιά.

Μέσα από τις εμπειρίες τους στο σχολείο και κυρίως μέσα από το λαβ στόρι με τη Raphina που φαίνεται να μην είναι και τόσο άπιαστο τελικά, οι Sing Street γράφουν τραγούδια και προσπαθούν να βρουν τον ήχο τους. Σε μια αλληλουχία σκηνών που μάλλον θα σε κάνει να γελάσεις δυνατά, υιοθετούν και το στυλ της μπάντας που τους επηρεάζει κάθε φορά.

Με τις επιτυχημένες δοκιμές τους – αν έχει ένα ψεγάδι η ταινία είναι το πόσο έτοιμα χιτάκια είναι τα τραγούδια της νεοσύστατης μπάντας (δηλώνω δύσπιστη, αν και τα καταφχαριστήθηκα όλα) – η ταινία σκιαγραφεί με τον πιο ζωντανό και ρεαλιστικό τρόπο, το συναίσθημα που νιώθεις όταν ανακαλύπτεις ότι κι εσύ μπορείς να δημιουργήσεις κάτι.

Αυτό είναι που καταλαβαίνει πολύ καλά ο Carney σε σχέση με άλλους σκηνοθέτες και γραφιάδες που αγαπάμε ακόμα, αλλά φαίνεται να έχουν το ξεχάσει (ναι, Cameron Crowe, για σένα και το ‘Roadies’ ξεροβήχω). Η μουσική στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση, είναι συνήθως πιο ελκυστική στον θεατή όταν μπορεί να παρακολουθήσει τις πολύπλευρες επιρροές που μπορεί να έχει σε διαφορετικές ψυχολογίες και όχι γιατί, πωπω τι κουλ που είναι το ροκ εντ ρολ hell yeah. Μας το έδειξε στο βραβευμένο ‘Once’ το 2007, μας το υπενθύμισε με το πιο στρογγυλεμένο αλλά μια δόση λιγότερο καλό ‘Begin Again’ το 2014 και μας το παρουσιάζει σε όλη του την ανάλαφρη ευφορία και φέτος. Καταλαβαίνει όμως καλά και κάτι ακόμα.

Το coming of age ως είδος, είτε σε ταινία που έχει φτιαχτεί για να σε κάνει να κλάψεις, είτε σε ταινία που σε ξεμπακιάζει από τα γέλια, επιδρά καλύτερα όταν μιλάει για πραγματικούς ανθρώπους. Και στις προηγούμενες ταινίες του και εδώ – με εξαίρεση την τελευταία, λίγο αλλόκοτη σκηνή που κλείνει το ‘Sing Street’ σαν να βλέπεις όνειρο περισσότερο, παρά πραγματικό γεγονός – ο Carney τα κρατάει όλα στο έδαφος.

Η δύσκολη κοινωνικοοικονομική κατάσταση της εποχής στο Δουβλίνο και την Ιρλανδία γενικότερα είναι πάντα παρούσα για παράδειγμα, με διάφορους τρόπους. Οι νέοι κάνουν όνειρα να φύγουν και πέφτουν σε παγίδες με ψεύτικες υποσχέσεις. Άλλοι όπως ο Brendan, τα βάζουν με τον εαυτό τους που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν. Η μητέρα του Conor – η δόση από ‘Commitments’ σε μορφή Maria Doyle Kennedy – γυρίζει νωρίτερα από τη δουλειά για να κάτσει στο σκαλί της εξώπορτας ρουφώντας τις τελευταίες λάμψεις του ήλιου, γιατί τον ήλιο της Ισπανίας δε θα τον δει ποτέ όπως το έχει όνειρο. Και η Raphina σίγουρα δεν είναι το φανταστικό κορίτσι που έπλασε με το μυαλό του ο Conor όταν τη γνώρισε. “Όταν δεν ξέρεις κάποια, είναι πιο ενδιαφέρουσα, είναι αυτό που θέλεις εσύ να είναι, αλλά όταν τη γνωρίζεις, έχει όρια”.

Μπορεί η προσγείωση να είναι ανώμαλη για τους περισσότερους χαρακτήρες, αλλά η ταινία δε χάνει ποτέ τον μεγάλο ορίζοντα που υπόσχεται μετά και την απογείωση. Και γενικώς δε βαριέσαι, θα τη βγάλουμε και φέτος. Με τραγούδι, τζιν τζάκετ και guyliner.

Όσοι λένε πως δεν τις φτιάχνουν όπως παλιά τις ταινίες ενηλικίωσης (δηλώνω ένοχη!), πρέπει να δουν το ιδανικά προβλέψιμο ‘Sing Street’. Είναι η απόδειξη πως το μυστικό δεν είναι τόσο στα συστατικά που σίγουρα τα έχεις ξαναδεί, αλλά στον τρόπο που τα ανακατεύεις.

 

* Το ‘Sing Street’ κυκλοφόρησε την 1η Σεπτεμβρίου από την Spentzos.