REVIEWS

Το τελευταίο κεφάλαιο των κινηματογραφικών X-Men είναι μια ταινία-αγγαρεία

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ο “Μαύρος Φοίνικας” δίνει τέλος στο 20ετές franchise των X-Men, Αν Χάθαγουεϊ και Ρέμπελ Γουίλσον εξαπατούν πλούσιους στην “Κομπίνα” και τα σουηδικά “Σύνορα” είναι η ταινία του τριημέρου.

Πριν μερικά χρόνια μπορούσες να διαβάσεις στον καφέ, να ακούσεις στο φύσηγμα του ανέμου, την επερχόμενη οσκαρική μοίρα του Λεονάρντο ΝτιΚάπριο. Είχε έρθει η ώρα να πάρει το Όσκαρ και τίποτα δε θα του το στερούσε. Δεν ξέρω αν φέτος θα υπάρξει παρόμοιο σαρωτικό κύμα για τον Μπραντ Πιτ, μάλλον όχι μιας και είναι σαφώς λιγότερο αγχωμένος με την Μοίρα και τη Σημασία Της Τέχνης Του, όμως ίσως ήρθε η ώρα και γι’αυτόν να τιμηθεί.

Ίσως συμβεί για το “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” του Κουέντιν Ταραντίνο (για το οποίο μας μίλησε αποκλειστικά στις Κάννες, σε συνέντευξη που θα διαβάσετε τέλη Αυγούστου με την  κυκλοφορία της ταινίας), ίσως συμβεί όμως και για το “Ad Astra” του Τζέιμς Γκρέι. Στη νέα πολυαναμενόμενη ταινία του σκηνοθέτη της “Lost City of Z”, ο Πιτ παίζει έναν μηχανικό με αυτισμό που ταξιδεύει στο διάστημα προκειμένου να ανακαλύψει γιατί απέτυχε μια παλαιότερη αποστολή του πατέρα του, προσπαθώντας παράλληλα να σώσει τον κόσμο.

Η ταινία βγαίνει στην Αμερική τον Σεπτέμβρη και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου θα τη δούμε και στον φεστιβαλικό κύκλο του ερχόμενου φθινοπώρου.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας:

X-Men: Ο Μαύρος Φοίνικας *

(“X-Men: Dark Phoenix”, Σάιμον Κίνμπεργκ, 1ω53λ)

Καστ: Σόφι Τέρνερ, Τζέσικα Τσαστέιν, Τζέιμς ΜακΑβόι, Μάικλ Φασμπέντερ, Τζένιφερ Λόρενς

Η προηγούμενη ταινία του Σάιμον Κίνμπεργκ: Καμία. Το τελευταίο “X-Men” είναι στην πραγματικότητα του σκηνοθετικό ντεμπούτο του σταθερού παραγωγού της σειράς ταινιών, που αναλαμβάνει να ολοκληρώσει τη saga από τα χέρια του Μπράιαν Σίνγκερ (“Bohemian Rhapsody”), ο οποίος αναφέρεται σε αυτό ακριβώς το σημείο της στήλης για δεύτερη συνεχόμενη εβδομάδα, για κάποιον λόγο. Το “παραγωγός αναλαμβάνει να ολοκληρώσει προσωπικά το πρότζεκτ” είναι κάτι που δίχως αμφιβολία όλοι θα έχουμε βιώσει στην επαγγελματική μας καθημερινότητα, και ποτέ δεν σηματοδοτεί ευχάριστες εξελίξεις.

Η καινούρια: Στην νέα, τελευταία περιπέτεια των μεταλλαγμένων X-Men με την υπάρχουσα μορφή του franchise (πριν δηλαδή αναλάβει η Disney), η Τζιν Γκρέι (Σόφι Τέρνερ) έρχεται σε επαφή με την κοσμική δύναμη του Φοίνικα που τη μετατρέπει σε παντοδύναμο όχημα τυφλής καταστροφής. Οι υπόλοιποι μεταλλαγμένοι πρέπει να την σταματήσουν πριν καταστραφεί ο πλανήτης.

Και πώς είναι: Δεν είναι η πρώτη φορά που η εμβληματική σάγκα του Μαύρου Φοίνικα μεταφέρεται στο σινεμά. Γραμμένο από το θρυλικό σεναριογράφο κόμικς Κρις Κλέρμοντ και σχεδιασμένο από τον Τζον Μπερν, το “Dark Phoenix Saga” απολαμβάνει της φήμης του διασημότερου ίσως στόρι στην ιστορία των X-Men και γενικότερα ενός εκ των πιο επιδραστικών ιστοριών φαντασίας που έχουν γραφτεί. Σε αυτό, η Τζιν Γκρέι έρχεται αντιμέτωπη με τα σκοτεινότερα ένστικτά της, χάνοντας τον έλεγχο μιας πανίσχυρης δύναμης ικανής να καταπιεί πλανήτες και ηλιακά συστήματα.

Την ιστορία είχε διασκευάσει πριν κάποια χρόνια ο Μπρετ Ράτνερ κλείνοντας την ως τότε τριλογία ταινιών X-Men. Όπως κι εκείνο το “Last Stand”, έτσι κι ο “Μαύρος Φοίνικας” είναι και πάλι μια κακή, άνευρη διασκευή που δεν καταφέρνει να μεταφέρει στην οθόνη τίποτα από το κοσμικό, μελοδραματικό μεγαλείο του έντυπου. Η Τζιν Γκρέι της Σόφι Τέρνερ είναι ένα πλάσμα άδειο από συναισθήματα και αγωνίες, παραδομένη σε μια σεναριακή μοίρα χωρίς προέλευση, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς πολιτική ή συναισθηματική διάσταση. Οι εχθροί που θέλουν να εκμεταλλευτούν την δύναμη είναι απλώς εκεί (η Τζέσικα Τσαστέιν σε έναν ρόλο που ανυψώνει το μονοδιάστατο σε νέες κορυφές) και γύρω από τη Τζιν Γκρέι, εχθροί, σύμμαχοι, φίλοι και εραστές παρελαύνουν δίχως σειρά ή ειρμό.

Η ταινία είναι μια αμήχανη συρραφή από κακοστημένες σκηνές δράσης (η ταινία τελειώνει και πραγματικά δεν έχει ξεχωρίσει τίποτα από αυτήν σε επίπεδο δράσης, χορογραφίας, αγωνίας) και παιγμένη από μια στρατιά ηθοποιών που είναι εμφανές πως όλοι και όλες θα προτιμούσαν να βρίσκονται αλλού. Η Τζένιφερ Λόρενς είναι σα να ερμηνεύει μέσω Skype. Ο Τζέιμς ΜακΑβόι, που είναι αδύνατον να υπάρξει ως αδιάφορη παρουσία στην οθόνη, φτάνει όσο πιο κοντά τον έχω δει ποτέ σε μια αληθινά επίπεδη ερμηνεία. Η ταινία, ένα νιχιλιστικό σύννεφο αμήχανων συγκρούσεων και βιαστικών, προχειρογραμμένων λύσεων, απορροφά κάθε διάσταση ή μεγαλείο του ορίτζιναλ στόρι, κλείνοντας επιγραμματικά και άνευρα ένα franchise που κάποτε υπήρξε από διασκεδαστικό έως και ριζοσπαστικό (στα πλαίσια έστω του μαζικού, εμπορικού σινεμά).

Ο “Μαύρος Φοίνικας” είναι μια ταινία τόσο κλινικά νεκρή και ολοκληρωτικά ίσια, που σχεδόν δημιουργεί κάτι ολότελα καινούριο στο υπερηρωικό σινεμά. Αν υπήρχε δημιουργική ματιά και θέληση από πίσω του, ίσως και να αποτελούσε κάτι αυθεντικά κατάμαυρο και οργισμένο στα επίπεδα του παρεξηγημένου “Alien: Covenant” του Ρίντλεϊ Σκοτ. Τώρα, απλώς είναι εκεί.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Ο θάνατος ενός σημαντικού χαρακτήρα σχετικά νωρίς στην ταινία μοιάζει με σκηνή την οποία όλοι οι ηθοποιοί που συμμετέχουν μοιάζουν απλά να αρνήθηκαν να παίξουν. Είναι ο λιγότερο ερμηνευμένος θάνατος που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά.

Σύνορα ***1/2

(“Border / Gans”, Άλι Αμπάσι, 1ω50λ)

Καστ: Εύα Μελάντερ, Ίρο Μιλόνοφ

Μια γυναίκα με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, που δουλεύει ως συνοριοφύλακας και έχει την ικανότητα να μυρίζει τα συναισθήματα και να διαισθάνεται έτσι την ενοχή, συναντά μια μέρα στη διάρκεια της δουλειάς έναν άντρα με παρόμοια χαρακτηριστικά, τον οποίο δε μπορεί να μυρίσει. Μια περίπλοκη σχέση αναπτύσσεται ανάμεσά τους.

Μια οριακά αδιανόητη μεταφορά ενός σύντομου στόρι από τον δημιουργό του “Άσε το Κακό να Μπει”, που ζει και αναπνέει (και οσμίζεται) έναν εντελώς δικό της κόσμο. Μέσα από μια ιστορία που ακροβατεί -όχι πάντα πετυχημένα- ανάμεσα στο αστυνομικό θρίλερ και το ερωτικό fantasy δράμα, ο Αμπάσι χτίζει μια παλαβή, αληθινά ιδιόμορφη αλληγορία για την αγωνία της αποδοχής και τη βιαιότητα του να νιώθεις πως δεν ανήκεις κάπου. Η Εύα Μελάντερ αποδίδει αγωνία, αναζήτηση, μελαγχολία και θυμό μέσα από μια πολύπλοκη ερμηνεία που στηρίζει και κεντράρει το φιλμ σαν άγκυρα, ακόμα κι όταν το σενάριο χάνεται προς αχρείαστες κατευθύνσεις. Όταν τα πάντα είναι εστιασμένα, με αποκορύφωμα μια ειλικρινά αδιανόητη ερωτική σκηνή ανθολογίας, η ταινία αποτελεί έναν διεστραμμένα παραμυθένιο δυναμίτη πάνω στη δύναμη της αλλαγής και την ηδονή του να ταιριάζεις κάπου.

Με έναν απίθανο τρόπο, αυτό το σουηδικό ιδιόμορφο πείραμα έφτασε μέχρι την υποψηφιότητα Όσκαρ Μακιγιάζ, ενώ πέρσι απέσπασε και το μεγάλο βραβείο του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες. Μπράβο και στα δύο σώματα ψηφοφόρων για την τόλμη τους.

Επίσης προβάλλονται

Η Κομπίνα *1/2

(“The Hustle”, Κρις Άντισον, 1ω33λ)

Η απολαυστικά (ή “απολαυστικά”, για να είμαστε ακριβείς) άξεστη κομπιναδόρισα Πένι (Ρέμπελ Γουίλσον, αρκετά πια) ενώνει τις δυνάμεις της με την εκλεπτυσμένη απατεώνισα Τζόζεφιν (Αν Χάθαγουεϊ, ποτέ αρκετά) για να ξαφρίσουν ανυποψίαστους πλούσιους άντρες σε ηλιόλουστη παραθαλάσσια γαλλική κωμόπολη. Η εύθραυστη αυτή τους συμμαχία τις οδηγεί σε ένα στοίχημα, για το ποια από τις δύο θα μπορέσει να φέρει εις πέρας την μεγαλύτερη κομπίνα.

Ριμέικ του κλασικού “Απατεώνες και Τζέντλεμεν” με τον Στιβ Μάρτιν και τον Μάικλ Κέιν στους αντίστοιχους ρόλους, που δεν φτάνει ποτέ την πρωταγωνιστική χημεία ή την σπαρταριστή κωμική ορμή εκείνης της ταινίας. Η Αν Χάθαγουεϊ αλλάζει εντυπωσιακά κομμάτια στην γκαρνταρόμπα της με την άνεση που αλλάζει προφορές και είναι το μοναδικό θετικό στοιχείο της ταινίας που κατά τα άλλα δεν είναι ούτε ιδιαίτερα αστεία ούτε ιδιαίτερα εφευρετική.

Αντίο Φίλε ***

(“Adieu l’Ami”, Ζαν Ερμάν, 1ω55λ)

Δύο Γάλλοι λεγεωνάριοι επιστρέφουν στη Μασσαλία από την Αλγερία και σχεδιάζουν ληστεία χρηματοκιβωτίου, μόνο που την ύστατη στιγμή θα καταλάβουν πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνεται και ένα περίπλοκο σχέδιο με θύματα τους ίδιους είναι ήδη σε κίνηση. Τσαρλς Μπρόνσον και και Αλέν Ντελόν ενώνουν τις δυνάμεις τους σε σχετικά κλασικό heist movie νεονουάρ πινελιών. Αγέραστο δεν το λες αλλά υπήρξε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του και καταλαβαίνει κανείς το γιατί. Δυνατές κεντρικές αντρικές φιγούρες στο κέντρο καλοστημένης, διασκεδαστικής πλοκής με κάτι από την αύρα των γαλλικών κινηματογραφικών ‘60s.

Ποιος Σκότωσε τη Λαίδη Γουίνσλεϊ; *1/2

(“Lady Winsley”, Χινέρ Σαλίμ, 1ω30λ)

Αμερικανίδα συγγραφέας δολοφονείται κι ένας επιθεωρητής καταφθάνει από την Κωνσταντινούπολη για να διαλευκάνει το μυστήριο πριν βρεθεί μπλεγμένος στον ιστό μυστικών και ψεμμάτων της σφιχτά δεμένης τοπικής κοινωνίας. Πιο ανάλαφρο από ό,τι ίσως ακούγεται αλλά ταυτόχρονα μάλλον αβαρές και δίχως σαφή αίσθηση ύφους και κατεύθυνσης. Ένα φυτεμένο love story δεν βοηθά, το κοινωνικό βλέμμα χάνεται κάπου ανάμεσα στον διδακτισμό και τη τονική σύγκρουση της ταινίας. Περνά η ώρα αλλά δεν ακουμπά.

Αγκάθα, η Εξιχνίαση Ενός Φόνου (“Agatha and the Truth of Murder”, Τέρι Λόαν, 1ω32λ). Η Αγκάθα Κρίστι επιχειρεί να λύσει ένα μυστήριο σαν εκείνα με τα οποία ασχολούνται οι διάσημοι λογοτεχνικοί ήρωες και ηρωίδες της.

Ένα Αγγελικό Πρόσωπο (“Gueule d’ Ange / Angel Face”, Βανέσα Φιλό, 1ω48λ). Η Μαριόν Κοτιγιάρ παίζει μια αλκοολική μητέρα που μεγαλώνει μόνη την 8χρονη κόρη της.

Καζανόβα, η Τελευταία Αγάπη (“Dernier Amour”, Μπενουά Ζακό, 1ω38λ). Ο Βενσάν Λιντόν (“Νόμος της Αγοράς”) υποδύεται τον Καζανόβα καθώς εξομολογείται την ιστορία του τελευταίου του μεγάλου έρωτα.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

John Wick: Κεφάλαιο 3 ***1/2

(“John Wick: Chapter 3 – Parabellum”, Τσαντ Σταχέλσκι, 2ω10λ)

 Στη νέα περιπέτεια του Τζον Γουίκ η δράση ξεκινά από το σημείο που μας άφησε το δεύτερο κεφάλαιο, με τον ήρωα του Κιάνου Ριβς να έχει διαπράξει το μεγαλύτερο φάουλ στον πολύπλοκο κόσμο των εκτελεστών με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό του. Έχει λίγα μόλις λεπτά στη διάθεσή του πριν επικηρυχθεί κι ο ίδιος, με κάθε εκτελεστή του πλανήτη να στρέφεται εναντίον του. Για μια ακόμα φορά, το “John Wick” σου κλέβει την ανάσα με την πιο όμορφη, πιο προσγειωμένη και πιο έξυπνη δράση που έχει να προσφέρει το mainstream σινεμά.