REVIEWS

To “Χοντρός και Λιγνός” μας μεταφέρει στις τελευταίες μέρες ενός θρυλικού διδύμου

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα το ‘Χοντρός και Λιγνός’ ξεχωρίζει με δύο απολαυστικές ερμηνείες, και η “Ντιλιλί στο Παρίσι” είναι ένα υπέροχο σκοτεινό παιδικό παραμύθι σε μια σπουδαία χρονιά για το κινούμενο σχέδιο.

Η κεντρική είδηση της εβδομάδας αφορά όπως είναι φυσικό τις οσκαρικές υποψηφιότητες με ιδιαίτερη έμφαση στην πολύ μεγάλη εμφάνιση της “Ευνοούμενης” του Γιώργου Λάνθιμου. Η ταινία έχει μαζί με το “Ρόμα” του Κουαρόν τις περισσότερες υποψηφιότητες, με 10. Το “Ρόμα” μάλλον θα αποτελέσει το ντε φάκτο φαβορί για τα δύο μεγάλα και για πολλά τεχνικά Όσκαρ, ενώ ρίξαμε μια πρώτη ματιά σε όλες τις υποψηφιότητες της “Ευνοούμενης” εξετάζοντας ποια από τα 10 Όσκαρ είναι πιο πιθανό να διεκδικήσει με αξιώσεις.

Υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας είναι και το “Bohemian Rhapsody” του οποίου ο σκηνοθέτης, Μπράιαν Σίνγκερ, έγινε μόλις χθες αντικείμενο ενός μεγάλου προφίλ στο έγκυρο περιοδικό The Atlantic, όπου παραθέτονται 4 νέες κατηγορίες εναντίον του για αποπλάνηση ανηλίκων ή/και βιασμό. Αυτές οι κατηγορίες δεν είναι τίποτα καινούριο για τον Σίνγκερ, για τον οποίον αυτή η συμπεριφορά αποτελεί κοινό χολιγουντιανό μυστικό εδώ και δεκαετίες. Αυτός είναι φυσικά κι ο λόγος που στις πρόσφατες Χρυσές Σφαίρες, όταν το “Bohemian Rhapsody” κέρδισε Α’ Ανδρικό Ρόλο και Καλύτερη Ταινία, ο σκηνοθέτης παρέμεινε επιμελώς κρυμμένος από τους υπόλοιπους συντελεστές, μέσα από τους ευχαριστήριους λόγους των οποίων φαινόταν σαν η ταινία να είχε γυριστεί από μόνη της. Οι συνέπειες αυτής της υπόθεσης αναμένονται σεισμικές.

Οι κριτικές της εβδομάδας, ξεκινώντας με μια γλυκιά βιογραφική ταινία:

Χοντρός και Λιγνός ***

(“Stan & Ollie”, Τζον Σ. Μπερντ, 1ω37λ)

Καστ: Τζον Σ. Ράιλι, Στιβ Κούγκαν, Σίρλεϊ Χέντερσον

Η προηγούμενη ταινία του Τζον Σ. Μπερντ: To “Filth” (“Διαφθορά”) με τον Τζέιμς ΜακΑβόι, βασισμένο σε βιβλίο του Ίρβιν Γουέλς. Στο ενδιάμεσο έχει δουλέψει αρκετά στην τηλεόραση, σε σειρές όπως το “Vinyl” του ΗΒΟ. Δεν τον λες και auteur ακριβώς.

H καινούρια: Βιογραφική δραματική κομεντί που εστιάζει όχι στις μεγάλες δόξες του θρυλικού κωμικού διδύμου των Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι, αλλά σε μια ημι-αποτυχημένη περιοδεία τους στη Μεγάλη Βρετανία το 1953, στη δύση της καριέρας τους. Στους κεντρικούς ρόλους οι πάντοτε εξαιρετικοί Στιβ Κούγκαν (Σταν) και Τζον Σ. Ράιλι (Όλι).

Και πώς είναι: Αρκετά συμβατική αλλά φτιαγμένη με αληθινό πάθος και αφοσίωση, στοιχεία που πάντα κερδίζουν πόντους. H βιογραφική ταινία είναι από τα κουρασμένα υπο-είδη δραματικού σινεμά και λίγες είναι οι φορές που κάποιοι σκηνοθέτες έχουν πραγματικά ανατινάξει το φορμάτ, όμως ακόμα και ακολουθώντας την πεπατημένη, μια τάση που παρουσιάζει ενδιαφέρον (και πολλά παραδείγματα, τελευταία) είναι οι βιογραφικές ταινίες που εστιάζουν στις Τελευταίες Μέρες των ηρώων τους. Την προηγούμενη βδομάδα μιλάγαμε για το “Στην Πύλη της Αιωνιότητας” (τελευταίες μέρες του Βαν Γκογκ) και λίγο πιο πίσω για τον “Ευτυχισμένο Όσκαρ” (τελευταίες μέρες Όσκαρ Ουάιλντ). Η οπτική γωνία ευνοεί πιο γλυκόπικρες και εσωτερικές προσεγγίσεις: Όταν δεν είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε την προβλέψιμη πορεία ανόδου και πτώσης, μπορούμε να διακρίνουμε βαθύτερα τι είναι αυτό που κάνει αυτούς τους ανθρώπους ξεχωριστούς, ιδιαίτερους, σε μια στιγμή ευαισθησίας.

Έτσι, η συγκεκριμένη ταινία εστιάζει σε ένα ημι-αποτυχημένο τουρ των θρυλικών κωμικών στη Μεγάλη Βρετανία στη διάρκεια των ‘50s, όσο προσπαθούσαν να βάλουν μπροστά μια ταινία με μεγάλη δυσκολία, και παίζοντας σε μισο-άδεια μικρά επαρχιακά θέατρα, με τη σχέση τους να περνάει κρίση και τον Όλι να αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Η ταινία αναγνωρίζει εξαρχής πως το βασικό της ατού είναι η ουσιαστική αγάπη των θεατών απέναντι σε αυτούς τους δύο κωμικούς, η οποία επιτρέπει στην ιστορία να διαδραματιστεί σε μια τόσο δοκιμασμένη περίοδο, δίχως ποτέ ο δεσμός μας με τους Σταν και Όλι να δοκιμαστεί.

Ο Κούγκαν κι ο Ράιλι είναι έτσι κι αλλιώς δύο από τους καλύτερους ηθοποιούς στο στερέωμα αυτή τη στιγμή, ελαφρώς υποτιμημένοι κι οι δύο όπως πάντα συμβαίνει με κατά βάση κωμικές περσόνες- όμως εδώ παραδίδουν νότες σλάπστικ αναπαράστασης (ζωντανεύοντας θρυλικά σεκτσάκι και πιάνοντας υποδειγματικά τον τόνο των Λόρελ και Χάρντι) όσο και δραματικής υπόστασης, με τον Τζον Σ. Ράιλι ειδικά να μη φοβάται να εντοπίσει την πίκρα του ήρωά του καθώς έρχεται αντιμέτωπος με το φόβο του μέλλοντος αλλά και τις ενοχές του παρελθόντος. (Ο Ράιλι είναι κατεξοχήν περίπτωση ηθοποιού που θα βραβευτεί πανηγυρικά με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου σε μερικά χρόνια από τώρα για κάποια ανεξάρτητη ταινία που κανείς δε θα δει στην πραγματικότητα, απλά η βιομηχανία θα αποφασίσει πως Φέτος Θα Τον Τιμήσουμε.)

Αυτός ο τόνος διαπερνά το φιλμ από άκρη σε άκρη. Είναι πολύ γλυκό, είναι και αρκετά θλιμμένο, και δε σταματά ποτέ να παραδίδει αυτό που υπόσχεται. Δεν είναι κάποια κινηματογραφική πρόταση ή κάτι που θα θυμόμαστε οπωσδήποτε σε κάποιο καιρό από τώρα, αλλά με ειλικρίνεια αποτίει φόρο τιμής σε δύο σημαντικές μορφές του μέσου.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Θα χρησιμοποιήσω αυτό το χώρο για να αποτίσω κι εγώ φόρο τιμής στη Νίνα Αριάντα (του τηλεοπτικού “Goliath”) στο ρόλο της συζύγου του Λόρελ, που με το στεγνό της κωμικό ύφος κλέβει την παράσταση κάθε σκηνής στην οποία βγαίνει λέξη από το στόμα της. Απαιτούμε spin-off σίκουελ με αυτήν και τη Σίρλεϊ Χέντερσον (ως σύζυγος του Χάρντι).

H Dilili στο Παρίσι ***1/2

(“Dilili à Paris”, Μισέλ Οσελό, 1ω35λ)

Στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, ένα μικρό κορίτσι της φυλής Κανάκ έχοντας έρθει στη μεγάλη πόλη από τη Νέα Καληδονία, συμμαχεί με ένα φίλο της για να βρουν ποιοι κρύβονται πίσω από μια σειρά απαγωγών μικρών κοριτσιών. Είναι μια τολμηρή ακροβασία ανάμεσα στο παιδικό παραμύθι και σε έναν αληθινά σκοτεινό υπόγειο τόνο από τον υπέροχο σκηνοθέτη των ταινιών “Κιρίκου και η Μάγισσα” και “Αζούρ και Ασμάρ”. Ο Γάλλος animator Μισέλ Οσελό επιμένει να ακολουθεί τη δική του αισθητική γραμμή που συνδυάζει καθαρές γραμμές και φωτεινές χρωματικές αντιθέσεις πάνω σε φωτο-απεικονίσεις, εξερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους το κινούμενο σχέδιο μπορεί να μεταλλαχθεί ταιριάζοντας στις θεματικές της ιστορίας, κόντρα στην ειλικρινά ενοχλητική τάση εμπορικού κινουμένου σχεδίου προς έναν ανούσιο -και συχνά αποκρουστικό- “ρεαλισμό”. (Το σπουδαίο “Αραχνο-σύμπαν” είναι επίσης μια πρόσφατη εξαιρετική κατάθεση στις δυνατότητες του μέσου.)

Ο Οσελό παίζει με την εικόνα, τα χρώματα και το στυλ με εξίσου περιπετειώδη τρόπο όσο κι ιστορία που αφηγείται. Το στυλ του βρίσκεται ανάμεσα σε φαινομενικά αντιθετικές τάσεις, με τον ίδιο τρόπο που και το Παρίσι της ιστορίας του βρίσκεται στο επίκεντρο μιας πάλης ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό, με την κοινωνία του φαίνεσθαι να κρύβει από κάτω της επιδραστικά κατάλοιπα μίσους και αντίδρασης στη γυναικεία ενδυνάμωση. Μιλά για την αποικιοκρατία και για το ρατσισμό, με τρόπο μεν αρκετά διδακτικό σε σημεία, αλλά με ειλικρινές πάθος και αισθητικές αναζητήσεις.

Μαίρη η Βασίλισσα της Σκωτίας **1/2

(“Mary Queen of Scots”, Τζόζι Ρουρκ, 2ω4λ)

Καστ: Σέρσα Ρόναν, Μάργκο Ρόμπι

Βιογραφικό δράμα για τις προσπάθειες της Μαρίας Στιούαρτ να διεκδικήσει το θρόνο από την ξαδέρφη της, βασίλισσα Ελισάβετ, που είχαν σαν αποτέλεσμα τη φυλάκιση και εκτέλεσή της. Η θεατρικών καταβολών Τζόζι Ρουρκ (μεταξύ άλλων, καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου Donmar Warehouse στο Λονδίνο) στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη στο μίνι κίνημα νέων βρετανών σκηνοθετών με βαριά αισθητική ματιά απέναντι στις όποιες τάσεις ρεαλισμού. Αυτή η βιογραφία ακολούθως, μοιάζει συναισθηματικά στεγνή σε σημεία, τοποθετώντας τις δύο ιστορικές φιγούρες στο μέσο ενός αληθινού game of thrones, με τη Σέρσα Ρόναν και τη Μάργκο Ρόμπι (εξαιρετικές ηθοποιοί κι οι δύο, με διάθεση και ικανότητα διαρκούς μετάλλαξης) να μοιάζουν συχνά ακίνητες κάτω από το βάρος του μέικ-απ ή/και της Ιστορίας.

Ακόμα όμως κι αυτή η προσέγγιση έχει ενδιαφέρον και είναι συνεπής σε σχέση με το κείμενο του σεναριογράφου Μπο Γουίλιμον, τον άνθρωπο πίσω από την αμερικάνικη μεταφορά του “House of Cards”. Ανάλογος είναι ο τόνος εδώ- νηφάλιος, διαδικαστικός, με focus στις μηχανορραφίες των αυλικών των δύο ηρωίδων, που σε σημεία παρουσιάζονται με μια ελαφρώς αναχρονιστικά φεμινιστική διάθεση. Παρά την κατά τόπους αγκύλωση και τα προβλήματα, το αποτέλεσμα έχει ενδιαφέρον- ιστορικό και αισθητικό, αν μη τι άλλο.

Επίσης προβάλλονται

Η Αρχή της Ισότητας **

(“On the Basis of Sex”, Μίμι Λέντερ, 2ω)

Άλλη μια βιογραφία, με τη Μίμι Λέντερ (του τηλεοπτικού “Leftovers”) να μεταφέρει στην  μεγάλη οθόνη την ιστορία της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπουργκ, εμβληματικής περσόνας της αμερικάνικης πολιτικής ζωής. Η RBG αποτέλεσε κεντρική φιγούρα στον αγώνα ενάντια των νομικά κατοχυρωμένων σεξιστικών διακρίσεων της χώρας, ανατρέποντας νόμους έναν μετά τον άλλον, μέχρι την τοποθέτησή της στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ το 1993, όπου υπηρετεί μέχρι και σήμερα. Μεγάλης ηλικίας πια, όποτε ακούγεται κάτι για την υγεία της, το προοδευτικό μέτωπο παθαίνει κρίσεις πανικού μπροστά στο ενδεχόμενο να αντικατασταθεί η θέση μιας εμβληματικής προοδευτικής νομοθέτριας με κάποιον ακόμα δικαστή επιλογής Τραμπ. Όλα αυτά έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ταινία, που είναι συμβατική ως εκεί που δεν πάει. Βλέπεται με μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση, ξεχνιέται με την ίδια ευκολία. Στον κεντρικό ρόλο η καλή γενικά Φελίσιτι Τζόουνς, που εδώ πιστεύει ακράδαντα (όπως και όλοι οι εμπλεκόμενοι, υποθέτω) πως παίζει κατευθείαν για το Όσκαρ.

Το Νησί της Αποπλάνησης *

(“Serenity”, Στίβεν Νάιτ, 1ω46λ)

Ο δημιουργός του “Peaky Blinders” και σκηνοθέτης του “Locke” παραδίδει την πιο “δεν το πιστεύω ότι το βλέπω αυτό” ταινία του μήνα. Ο Μάθιου Μακόναχι αφήνει πίσω το παρελθόν του και ζώντας πλέον σε ένα νησί της Καραϊβικής γίνεται καπετάνιος ψαράδικου, μέχρι που μια μέρα η πρώην γυναίκα του επιστρέφει προτείνοντάς του να δολοφονήσει τον νυν σύζυγό της. Στο ίδιο μήκος κύματος με αδιανόητες-παύλα-ακατανόητες ταινίες-φιάσκα σαν το “The Forgotten” με τη Τζούλιαν Μουρ, έτσι κι αυτό το “Νησί” πρέπει να το δεις για να το πιστέψεις. Η ανατροπή που αλλάζει τα πάντα παραδίδεται με τον πιο αμήχανο τρόπο και κατόπιν αυτής, η ταινία προσπαθεί να συνεχίσει να κυλάει σχεδόν σα να αγνοεί το νέο της περιτύλιγμα. Ο Μακόναχι παίζει σα να μην του έχουν πει πως γράφουν οι κάμερες και η Αν Χάθαγουεϊ, στο ρόλο της πρώην του, παίζει σα να κρατούν την οικογένειά της ομήρους. Στο τέλος δε γίνεται παρά να μείνουμε αμήχανοι απέναντι στο όλο εγχείρημα.

Πιστό Αντίγραφο *1/2

(“Replicas”, Τζέφρι Ναχμάνοφ, 1ω47λ)

Συνεχίζουμε λίγο με τα αδιανόητα, επιπέδου “δεν είμαι σίγουρος ότι όντως συμβαίνει αυτό”. Ο Κιάνου Ριβς παίζει νευροεπιστήμονα που αποφασίζει να επαναφέρει την οικογένειά του στη ζωή όταν σκοτώνονται όλοι σε τροχαίο. Και το κάνει δημιουργώντας ακριβείς τους κλώνους στο υπόγειο του σπιτιού του, με σκοπό να κάνει install στους κλώνους τα εγκεφαλικά δεδομένα των πρωτοτύπων, τα οποία έχει ήδη αποθηκευμένα σε ισάριθμους σκληρούς δίσκους. Κάτι πιο κάτω από b-movie, το “Πιστό Αντίγραφο” δεν έχει την παραμικρή ιδέα πως να διαχειριστεί την οποιαδήποτε από τις παλαβές του ιδέες, εμφανίζοντας δεδομένα από το πουθενά ή στήνοντας δραματική ένταση για διάφορες α- και β- πλοκές τις οποίες επιλύει με τον πιο άτσαλο και αντικλιμακωτό τρόπο. Πώς είναι στις sci-fi ταινίες με κλώνους που πάντα υπάρχουν τα πειραματόζωα που δεν βγήκαν πετυχημένα και είναι σαν τερατογενέσεις που μοιάζουν με ανθρώπους κάπως λίγο; Έτσι κι αυτό είναι σαν αποτυχημένος κλώνος κάποιας άλλης, πολύ καλύτερης sci-fi ταινίας. Ωστόσο και μόνο για τον αγνά “κατευθείαν σε βιντεοκασέτα” τόνο του φιλμ, σχεδόν χαίρομαι που υπάρχει. Είναι σκουπίδι, αλλά είναι αγνό σκουπίδι.

Γυναίκα σε Πόλεμο **1/2

(“Kona fer í stríð / Woman at War”, Μπένεντικτ Έρλινγκσον, 1ω41λ)

Τη μέρα διευθύντρια χορωδίας στο Ρέικιαβικ, το βράδυ οικολογική ακτιβίστρια απέναντι στη βαριά τοπική βιομηχανία. Παίρνει σαφή θέση απέναντι στα βιομηχανικά συμφέροντα που καταστρέφουν λίγο-λίγο τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό, καθώς η δράση του φιλμ χρωματίζεται με ιδιόρρυθμες χιουμοριστικές πινελιές. Σε επίπεδο ιδεών μοιάζει σχετικά αμήχανο τελικά, αλλά δομικά έχει το ενδιαφέρον του. Πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών.

Χίτλερ Εναντίον Πικάσο και των Άλλων. (“Hitler Versus Picasso and the Others”, Κλαούντιο Πόλι, 1ω32λ). Ντοκιμαντέρ σε αφήγηση Τόνι Σερβίλο για τον πόλεμο των Ναζί απέναντι στα έργα τέχνη.

Εγώ, η Όλγα (“Já, Olga Hepnarová / I, Olga”, Πετρ Κάζντα & Τόμας Βέινρεμπ, 1ω45λ). Η αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που το 1973 παρέσυρε στο θάνατο 8 ανθρώπους με το όχημά της, με την ταινία να σκιαγραφεί το ψυχολογικό της προφίλ.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Glass ***

(Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, 2ω9λ)

Το ‘Glass’ συνεχίζει την ιστορία τόσο του ‘Άφθαρτου’ όσο και του ‘Διχασμένου’ θέτοντας τους (υπερ)ήρωες αυτών των ταινιών αντιμέτωπους στο κλείσιμο αυτής της απρόσμενης τριλογίας του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, σε ένα από τα πιο εσωτερικά αφηγηματικά σημεία της καριέρας του αμφιλεγόμενου δημιουργού. Ο Σιάμαλαν, σε μια απολύτως προσωπική κατάθεση ψυχής, χρησιμοποιεί αυτό το τρίτο μέρος της υπερηρωικής τριλογίας του όχι για να στήσει μια μητέρα των μαχών (αν και σκηνές δράσεις υπάρχουν, πάντα μες στα πλαίσια των σιαμαλανικών μοτίβων και ρυθμών) αλλά για να προσεγγίσει εκ νέου την εμμονή με τους υπερηρωικούς μύθους, εξίσου ως παθολογία αλλά και ως απελευθέρωση.