REVIEWS

Το ‘Εμείς’ ήρθε για να φοβίσει όλους εμάς

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ο οσκαρικός Τζόρνταν Πιλ επιστρέφει με το θρίλερ “Εμείς”, ο Μελ Γκίμπσον επιστρέφει ως βρώμικος μπάτσος και η Νάταλι Πόρτμαν συνδέει ποπ και βία με το “Vox Lux”.

Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ο οσκαρικός Τζόρνταν Πιλ επιστρέφει με το θρίλερ “Εμείς”, ο Μελ Γκίμπσον επιστρέφει ως βρώμικος μπάτσος και η Νάταλι Πόρτμαν συνδέει ποπ και βία με το “Vox Lux”.

Συμβαίνει τώρα: Ο Κρίστοφερ Νόλαν προσέθεσε τον Ρόμπερτ Πάτινσον και την Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι (η καλύτερη των “Widows” που είδαμε φέτος και μια υποτιμημένη ηθοποιός στο όριο της μεγάλης φήμης) στο καστ της επόμενης ταινίας του, που θα βγει τον επόμενο Ιούλιο. Η τελευταία ταινία του Νόλαν ήταν η “Δουνκέρκη”, που του απέφερε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας, μιας και σήμερα βγαίνουν πολλές ταινίες στις αίθουσες:

Εμείς ***1/5

(“Us”, Τζόρνταν Πιλ, 1ω56λ)

Καστ: Λουπίτα Νιόνγκο, Γουίνστον Ντιουκ, Ελίζαμπεθ Μος, Τιμ Χάιντεκερ

Η προηγούμενη ταινία του Τζόρνταν Πιλ: To φοβερά πετυχημένο “Get Out”, η αλληγορική σατιρική ταινία τρόμου που απέφερε στον Πιλ το Όσκαρ Σεναρίου για το κινηματογραφικό του ντεμπούτο.

H καινούρια: Οικογένεια πηγαίνει για διακοπές σε εξοχικό σε παραλιακή κωμόπολη αλλά το πρώτο τους βράδυ εκεί απειλούνται από μια οικογένεια που προσπαθεί να εισβάλει στο σπίτι τους. Η οικογένεια είναι, βασικά, οι ίδιοι τους οι εαυτοί. Πρωταγωνιστεί η Λουπίτα Νιόνγκο του “12 Χρόνια Σκλάβος” ως η μητέρα της οικογένειας, η οποία χρόνια πριν ως παιδί είχε βρεθεί ξανά σε αυτή την παραλία, ερχόμενη αντιμέτωπη με ένα κορίτσι ίδιο με εκείνη.

Και πώς είναι: Είναι δίκαιο που ο Τζόρνταν Πιλ εμπλέκεται στην επερχόμενη σειρά “Twilight Zone” γιατί οι ταινίες τρόμου του θα μπορούσαν άνετα να είναι επεισόδια αυτής της ανθολογίας. Το “Εμείς” για την ακρίβεια θα μπορούσε να είναι 3-4 επεισόδια, όχι μόνο ένα. Η ταινία διαρκώς αναγεννάται ως κάτι καινούριο κάθε φορά που νιώθεις πως πρόκειται να εξαντληθεί στην παρούσα εκδοχή της. Πόσο υλικό μπορεί να υπάρχει σε μια εντελώς βασική ταινία τρόμου σπιτικής εισβολής, αναρωτιέσαι; Το “Εμείς” θα πάρει αυτή την ιδέα κι αφότου ο Πιλ την εκμεταλλευτεί όσο είναι δυνατόν (στήνοντας μια επίμονη, αυθεντικά τρομακτική πρώτη πράξη βασισμένη στην αγωνία της εισβολής) θα μεταβεί σε ένα επόμενο στάδιο που δεν υποπτευόσουν καν πως έρχεται.

Αυτός ο τρόπος με τον οποίο η ταινία μοιάζει να αλλάζει τους αφηγηματικούς της κανόνες και αυτά που ζητά από τον θεατή σε κάθε της πράξη μπορεί να αποτελέσει σημείο τριβής, κάτι που άλλους θα εκπλήξει ευχάριστα κι άλλους θα κουράσει. Όμως είναι κι αυτή η διάθεση του Πιλ να φτάσει στο απόλυτο βάθος της ιδέας του που κάνει την ταινία τόσο συναρπαστική περίπτωση φιλμ τρόμου. Μια συμβολική ματιά στα καταπιεσμένα “εγώ” μας που απαιτούν τον πρώτο λόγο, και στη συλλογική, καταπιεσμένη ενοχή μιας ολόκληρης κοινωνίας, το “Εμείς” είναι η ταινία τρόμου που θα μπορούσε να έχει γράψει ο Ευθύμης Φιλίππου αν διέθετε μια αντίστροφη, πιο συμβατική αφηγηματική δομή. Δε θέλουμε ούτε καν να υπονοήσουμε πού πρόκειται να οδηγήσει τον θεατή η ιστορία- μόνο πως παραμένει πλήρως ανταποδοτική μέχρι τέλους.

Στην πορεία, ο Πιλ αποδεικνύει πως έχει απόλυτο έλεγχο του υλικού του, στήνοντας με τη συνδρομή του φοβερού του διευθυντή φωτογραφία Μάικ Γιουλάκις (“Το Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης”, “Split”) υπομονετικά, ανοιχτά κάδρα που υπονοούν τρόμο και είναι γεμάτα ένταση δίχως καν ο σκηνοθέτης να χρειάζεται να βασιστεί σε έντονες μουσικές κορυφώσεις ή φτηνά τινάγματα. Ο τρόμος του είναι πιο ολοκληρωτικός και συνδέει την αγωνία μιας σπιτικής εισβολής με κάτι πολύ ευρύτερα σκοτεινό και προσωπικό.

Πρώτο βιολί η Λουπίτα Νιόνγκο (Όσκαρ για το “12 Χρόνια Σκλάβος”, “Black Panther”) σε μια -χωρίς καμία υπερβολή- άμεσα εμβληματική ερμηνεία, μνημειώδη, σε ένα διπλό ρόλο για τον οποίο ανακαλύπτει βλέμματα, φωνές, εκφράσεις, τρόμο και πόνο, χαρτογραφώντας δύο διακριτές ηρωίδες-σύμβολα. Είναι σκανδαλώδες το πόσο πολύ το (λευκό) Χόλιγουντ είχε αφήσει αυτή την σπουδαία ηθοποιό ανεκμετάλλευτη για τόσα πολλά χρόνια, μετά τον “Σκλάβο” και πριν το διπλό χτύπημα με “Black Panther” και “Εμείς”- δεν συναντάς συχνά μια ηθοποιό που μπορεί να κάνει τη μεθοδικότητα να μοιάζει αβίαστη και που να μπορεί με τόσο μεγάλη ευκολία να παίξει πραγματικά τα πάντα.

Αναθέτοντας αυτή την αποστολή στη Νιόνγκο, ο Τζόρνταν Πιλ κερδίζει το στοίχημα μιας ταινίας που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στον πρεστίζ συμβολισμό και σε κάτι το αγνά ωμό, ενστικτώδες. Το “Εμείς” καταφέρνει -ίσως και άθελά του- την ίδια στιγμή να προσκαλεί αλλά και να απορρίπτει τις αναγνώσεις. Η τρίτη του πράξη, αποστομωτική, γεμάτη αυτοπεποίθηση, όσο και κατά τόπους άστοχα κατασκευασμένη (υπάρχουν στοιχεία -οπτικά αλλά και ανάπτυξης χαρακτήρα- που εισάγονται την τελευταία πιθανή στιγμή αφαιρώντας κάτι από την ένταση), αποτελεί την κορύφωση μιας ταινίας που τελικά ξέρει πολύ καλά τι θέλει από τους θεατές.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η στιγμή που η “Κόκκινη” της Λουπίτα Νιόνγκο μιλά για πρώτη φορά είναι οπωσδήποτε μια στιγμή που δε θα ξεχάσουμε σύντομα, αλλά από εκεί και πέρα η ταινία προσκαλεί την επαναληπτική θέαση για διάφορους λόγους, με πολλές σκηνές να επανέρχονται στο νου.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Τζόρνταν Πιλ μιλά για το “Get Out”, την φυλετική ένταση των ΗΠΑ και τη σχέση τρόμου και κωμωδίας

Vox Lux ***1/5

(Μπρέιντι Κόρμπετ, 1ω54λ)

Καστ: Νάταλι Πόρτμαν, Τζουντ Λο, Στέισι Μάρτιν, Γουίλεμ Νταφόε

Μέσα από ένα φρικτό μακελειό λίγο πριν την αλλαγή του αιώνα, μια έφηβη κοπέλα (Ράφι Κάσιντι) παγιδεύει την καρδιά της Αμερικής και εξελίσσεται σε τεράστια ποπ σταρ (Νάταλι Πόρτμαν). Μέσα από την πορεία της διαγράφεται η πορεία της δημόσιας εικόνας στη Δύση του 21ου αιώνα.

Ο Μπρέιντι Κόρμπετ επιστρέφει μετά τo φοβερά ενδιαφέρον “Childhood of a Leader” (κάτι σαν τη βιογραφία του Τραμπ αν ήταν γυρισμένη σαν ταινία εποχής από τον Κιούμπρικ) και όπως και στο προηγούμενο φιλμ του έχει την τάση να παραφουσκώνει τις ταινίες του με ανούσια στοιχεία εντυπωσιασμού ώστε να τις κάνει να φαίνονται πιο περισπούδαστες και περίπλοκες από ό,τι στα αλήθεια είναι, όμως την ίδια στιγμή παραθέτει μια καίρια ματιά στο σημείο τομής της κουλτούρας της διασημότητας και στην ωμή κοινωνική βία του 21ου αιώνα.

Στο σπουδαίο τηλεοπτικό “Knick” ο Στίβεν Σόντερμπεργκ κινηματογραφούσε τη γέννηση του 20ου αιώνα μες στο αίμα της εξέλιξης με μια ματιά που θα μπορούσε να είναι μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ, και εδώ ο Κόρμπετ μας φέρνει μάρτυρες στη στιγμή της σύλληψης του 21ου, και πάλι μέσα από το αίμα (αλλά αυτή τη φορά μια βία τυφλή, οργισμένη) γυρισμένη σαν ξεθωριασμένο ντοκιμαντέρ γεμάτο φθορά. Η Σελέστ γεννιέται μέσα από το αίμα της τραγωδίας ως εθνική σταρ-ψυχή ενός πολιτισμού που αναζητά απαντήσεις, ελπίδα και καθοδήγηση μέσα από λαμπρά εθνικά αστέρια, δείγματα ταλέντου που μας λένε πως ναι, υπάρχει αύριο. Η ειρωνία είναι πως η Σελέστ δεν είναι καν η αληθινά ταλαντούχα από τις δύο αδερφές. (Η άλλη είναι η Στέισι Μάρτιν, σε όλες τις ηλικίες, παγωμένη στο χρόνο).

Η πρώτη πράξη της ταινίας είναι καθηλωτική, η Νάταλι Πόρτμαν σε έναν σκληρό ρόλο δίνει τα πάντα, και η Sia παραδίδει ένα σάουντρακ μελαγχολικών ποπ ύμνων, ενώ οι εικόνες του Κόρμπετ είναι βίαιες με έναν ανατριχιαστικά ψύχραιμο τρόπο. Υπό την υπόκρουση των ορμητικών εγχόρδων του Σκοτ Γουόκερ, και καθώς η αυγή του 21ου αιώνα δίνει τη θέση της στα επόμενα χρόνια και την επόμενη δεκαετία, η ηρωίδα-ψυχή-σταρ-ελπίδα στο μέσον της ιστορίας ανταλλάζει ειλικρίνεια με αυτοματισμό, κοινωνικό πνεύμα με μοναξιά. Κάθε στάδιο απώλειας της αθωότητάς της συνδέεται με κάποια τρομοκρατική επίθεση-πληγή στο σώμα της Αμερικής, αλλά το τελικό αποκαλυπτήριο πλήγμα είναι μια απλή πράξη ρουτίνας για την ίδια, καθώς η ταινία μας κάνει μέρος του κοινού της Σελέστ, αφήνοντάς μας μετέωρους, κάπου ανάμεσα στην ξεγνοιασιά και την υπαρξιακή μαυρίλα.

 

Τα Δύο Πρόσωπα του Νόμου **1/5

(“Dragged Across Concrete”, Κρεγκ Ζάλερ, 2ω38λ)

Καστ: Μελ Γκίμπσον, Βινς Βον, Ντον Τζόνσον, Τζένιφερ Κάρπεντερ

Οι αστυνομικοί Ρίτζμαν (Μελ Γκίμπσον) και Λουρασέτι (Βινς Βον, που επανενώνεται άμεσα με τον σκηνοθέτη μετά το σπουδαίο τους προπέρσινο “Brawl in Cell Block 99”) είναι συνάδελφοι μπλεγμένοι με το τμήμα εσωτερικών υποθέσεων μιας και -ειδικά ο πρώτος- χρησιμοποιούν βρώμικες τεχνικές για να κάνουν τη δουλειά. Όταν ένα βίντεο τους δείχνει να χρησιμοποιούν υπερβολική βία στη διάρκεια μιας σύλληψης, το αφεντικό (Ντον Τζόνσον!) τους θέτει σε διαθεσιμότητα κι οι δυο τους σκαρώνουν ένα κόλπο για να βγάλουν λεφτά.

Καταρχάς δεν πρέπει κανείς να περιμένει κάτι υπερβίαιο στη λογική του “Brawl” ή του “Bone Tomahawk”, τουλάχιστον σε οπτικό επίπεδο, επειδή το φιλμ διαθέτει μια άλλου είδους βία. Ο Ζάλερ πάντοτε ενδιαφερόταν για την κατάλυση της πολιτισμένης συμπεριφοράς και το τι μένει όταν αφαιρέσεις τα πάντα, και τώρα το εξερευνά με έναν διαφορετικό τρόπο. Σε μια ταινία δυόμιση ωρών (που, για να είμαστε ειλικρινείς, σπάνια κουράζει) πλέκει μια κατά βάση πολύ απλή ιστορία, για δύο βρώμικους αστυνομικούς που περνάν εξ ολοκλήρου στην απέναντι πλευρά του νόμου όταν “οι κόποι τους δεν αναγνωρίζονται”, και για έναν αποφυλακισμένο άντρα που ξαναμπλέκει με βρώμικες δουλειές επειδή δεν έχει μείνει τίποτα από τα λεφτά που είχε συγκεντρώσει πριν. Κάθε εμπλεκόμενος έχει οικονομικά προβλήματα και λόγους που τους ωθούν σε αυτό που κάνουν. Η ταινία του Ζάλερ είναι στα καλύτερά της όταν αφήνει τους χαρακτήρες απλά να μιλούν (η διαλογική του λίνγκο έχει κάτι το παιχνιδιάρικο μέσα σε ένα κατά τα άλλα ασφυκτικό περιβάλλον) και να βλέπουν τα γρανάζια των σχεδίων τους να γυρνάνε, συχνά όντας οι ίδιοι ανήμποροι να επέμβουν.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που ο Ζάλερ χρησιμοποιεί ηθοποιούς με έναν τρόπο σχεδόν εξίσου βίαιο με τα ανοιγμένα κρανία των προηγούμενων ταινιών του. Βάζει τον Γκίμπσον στο ρόλο του ατιμασμένου μπάτσου του οποίου ένα τυχαία τραβηγμένο βίντεο τον διαπομπεύει δημόσια, ο οποίος μουρμουράει πως “κάνουμε την καλή δουλειά αλλά δεν τους νοιάζει επειδή δε την κάνουμε ευγενικά” (το λέει αυτό ενώ σχεδιάζει μια ληστεία), βάζοντας αυτόν και τον Ντον Τζόνσον (δύο εμβλήματα του κινηματογραφικού και τηλεοπτικού μπάτσου περασμένων εποχών) να συζητούν για την αδυναμία του Ρίτζμαν να αλλάξει με τους καιρούς. “Το να σε πουν ρατσιστή σήμερα είναι το ίδιο με το να σε πουν κομμουνιστή στα ‘50s”(!) είναι το είδος του διαλόγου που μπορείς να περιμένεις από τους χαρακτήρες αυτής της ταινίας, την ώρα που οι πράξεις τους φέρνουν κάθε σκηνή κι ένα βήμα πιο βαθιά στο βούρκο.

Η ταινία είναι γεμάτη διασταυρώσεις προβληματικών ηρώων σε προβληματικές καταστάσεις (ακόμα και επιτηδευμένων προκλήσεων του θεατή μέσα από σαδιστικά αφηγηματικά αδιέξοδα), όπου ελάχιστοι χαρακτήρες μοιάζουν να διαθέτουν καθαρή ηθική πυξίδα. (Το “πόσες μειονότητες έδειρες σήμερα στη δουλειά;” της κοπέλας του Λουρασέτι είναι ενδεικτικό για κάτι που συμβαίνει αργότερα στο φιλμ.) Γεμάτο ξεροκέφαλους, ανήθικους, βρώμικους ήρωες που αρνούνται να αποδεχθούν την αλλαγή, το φιλμ προσκαλεί τις αναλύσεις και προκαλεί με επιτήδευση. Δεν είναι στο επίπεδο των προηγούμενων του Ζάλερ αλλά υπενθυμίζει τη δύναμη του σκηνοθέτη να υφαίνει σκληρές (με κάθε έννοια) ιστορίες γύρω από τους πιο κλισέ σκελετούς, οδηγώντας πάντοτε τις ιδέες του στα άκρα.

Επίσης προβάλλονται

Ακίνητο Ποτάμι **1/5

(“Still River”, Άγγελος Φραντζής, 2ω13λ)

Η Άννα και ο Πέτρος είναι ζευγάρι Ελλήνων που μετακομίζουν σε βιομηχανική κωμόπολη της Σιβηρίας λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Εκεί, η Άννα μένει έγκυος ενώ οι δυο τους έχουν πολύ καιρό να κάνουν σεξ. Ο Πέτρος υποθέτει πως τον απατά- εκείνη επιμένει πως αυτό δεν ισχύει, και πως πρόκειται περί θαύματος. Ο Άγγελος Φραντζής (“Το Όνειρο του Σκύλου”) συνεχίζει να εξερευνά διαφορετικά είδη και αφηγηματικές μεθόδους φτάνοντας στην πιο επιβλητική στιγμή της φιλμογραφίας του. Ταρκοφσκικές επιρροές σε ένα δράμα που παραδίδεται από νωρίς στους συμβολισμούς του αλλά δε χάνει ποτέ το ενδιαφέρον του ή το οπτικό του μεγαλείο, με το παγωμένο τοπίο να καταγράφεται εντυπωσιακά στο κάδρο.

Free Solo ***

(Τζίμι Τσιν, Ελίζαμπεθ Τσάι Βασαρέλι, 1ω40λ)

Το φετινό Όσκαρ Ντοκιμαντέρ, για ένα αναρριχητή που πρόκειται να επιχειρήσει να σκαρφαλώσει τη γρανιτένια επιφάνεια σχεδόν ενός χιλιομέτρου ενός γνωστού εθνικού μνημείο των ΗΠΑ. Η ταινία ακολουθεί τον μοναχικό άντρα στήνοντας το πορτρέτο του ως κάποιον που όχι ακριβώς αψηφά τον θάνατο αλλά περισσότερο αδυνατεί να συλλάβει τι σπουδαία διαφορά μπορεί να κάνει στον κόσμο η πιθανή απώλειά του. “Δεν έχω καμία ευθύνη να επιβιώσω”, λέει στην κάμερα καθώς ετοιμάζεται για την ανάβαση της ζωής του. Η δράση που ακολουθεί κόβει την ανάσα, καθώς ο Άλεξ σκαρφαλώνει την ίδια στιγμή που αναλογίζεται τη θέση του στον κόσμο. Συμβολικά τακτοποιημένο (μεγάλη βδομάδα για τον συμβολισμό στο σινεμά, μπράβο) αλλά καθηλωτικό και αγωνιώδες.

Βερολίνο, Σ’Αγαπώ (“Berlin, I Love You”, Διάφοροι σκηνοθέτες, 2ω). Μετά από αντίστοιχες σπονδυλωτές ταινίες για το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη και το Ρίο, έρχεται η σειρά του Βερολίνου, με 11 σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο να αφηγούνται ιστορίες στο δικό τους Βερολίνο.

Επίθεση στη Βομβάη (“Hotel Mumbai”, Άντονι Μάρας, 2ω3λ). Στη διάρκεια τρομοκρατικών επιθέσεων το ‘08 στη Βομβάη, ομάδα τζιχαντιστών εισβάλλει σε ξενοδοχείο-καταφύγιο και επιτίθεται στους επιζώντες. Ιστορικό δράμα με Άρμι Χάμερ και Ντεβ Πατέλ.

Ο Διερμηνέας (“The Interpreter”, Μάρτιν Σουλίκ, 1ω53λ). Ένας 80χρονος μεταφραστής ταξιδεύει στη Βιέννη για να εκδικηθεί τον αξιωματικό των Ναζί που ευθύνεται για την εκτέλεση των γονιών του, αλλά στο ταξίδι του θα βρεί τον γιο του.

Σε Πόλεμο (“En Guerre / At Wat”, Στεφάν Μπριζέ, 1ω53λ). Επικερδής εταιρεία αποφασίζει να κλείσει ένα από τα εργοστάσιά της και οι 1000 υπάλληλοι ενώνονται για να εναντιωθούν στην απόφαση. Ο σκηνοθέτης κι ο πρωταγωνιστής του “Νόμου της Αγοράς” ξανά μαζί σε παρόμοια θεματική περιοχή.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

 

Σκιά ****1/5

(“Ying / Shadow”, Ζανγκ Γιμού, 1ω56λ)

Στη διάρκεια του γεμάτου πολιτικές δολοπλοκίες 3ου αιώνα μ.Χ., στο παλάτι του βασιλείου Πέι επικρατεί αναταραχή. Ο βασιλιάς προσπαθεί να διατηρήσει τη λεπτής ισορροπίας ειρήνη με το βασίλειο Γιν, το οποίο έχει καταλάβει μια πόλη που ανήκε αρχικά στο Πέι. Ένας αρχιστράτηγος θεωρεί καθήκον του να διεκδικήσει πίσω την πόλη, σε κόντρα με την επίσημη γραμμή του βασιλείου του. Κάπου ανάμεσα στο μπλοκμπαστερικό εύρος του “Σινικού Τείχους” και στις πανέμορφες ταινίες πολεμικών τεχνών του σαν τα “Ιπτάμενα Στιλέτα” ή τον “Ήρωα”, ο Ζανγκ Γιμού ενορχηστρώνει ένα χρωματιστό έπος ασπρόμαυρων αποχρώσεων, παραδίδοντας την ομορφότερη περιπέτεια της χρονιάς.