ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ξόρκιζε τη μοναξιά

Μια μαγική στιγμή, το πρώτο τραγούδι του Μαχαιρίτσα που κόλλησε πάνω μου σαν μπλούζα.

Μεγαλώσαμε σε χρόνια ΠΑΣΟΚ, σε εποχές που ο διαχωρισμός λαϊκό – έντεχνο φανέρωνε κοινωνικές τάξεις, συνδεόταν με γηπεδικές προτιμήσεις  και ήταν επιβεβλημένο να επιλέξεις στρατόπεδο. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που το ‘έντεχνο’ τραγούδι με στυλοβάτες Αλκίνοο Ιωαννίδη, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Αδελφούς Κατσιμίχα, Ορφέα Περίδη, Ελένη Τσαλιγοπούλου, είχε κατακτήσει το στερεοφωνικό, είχε τη δική του δικτατορία ‘ποιότητας’ στα ηχεία του σαλονιού. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του status quo, σαν ένας τροβαδούρος που διεκδικούσε το δικό του ανάχωμα ηλεκτρικής ενέργειας, σε αυτό το κράμα ανατολίτικου λυρισμού και δυτικών επιρροών που σμίλεψε την έννοια του ‘εντέχνου.

Προφανώς μισούσα το έντεχνο και όλα όσα πρέσβευε. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στα μάτια μου, ήταν ο σνομπ έφηβος των μουσικών γυμνασίων, ο τύπος που δεν είχε χρόνο να σου μιλήσει γιατί πειραματίζεται με ινδική ρέγκε και πακιστανικό χεβι μέταλ αυτή την εποχή. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη θύμιζε την Βάνα Καρόλου – Λέκκα από τους ‘Απαράδεκτους’ και με έκανε τόσο πολύ να θέλω να πω “μαλακιστήρι” μπροστά της. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, στα δικά μου μάτια,  κατάφερε να ξορκίσει τον υπερφίαλο λυρισμό του έντεχνου, κατάφερε να ξορκίσει τα φαντάσματα που πλάθει η ίδια η μοναξιά.

Ήταν το 1995 -τέσσερα χρόνια μετά το συγκλονιστικό, αυτοβιογραφικό ‘Διδυμότειχο Μπλουζ’ – όταν ύστερα από επανειλημμένα παρακάλια στους γονείς μου, είχα τρυπώσει στο θέατρο του Παπάγου με συνοδό τον μεγάλο μου ξάδελφο και την κοπέλα του, ως ένας περίεργος third-wheel- 10χρονος, που καθόταν σε πλαστικό καρεκλάκι, έτοιμος να παρακολουθήσει τη συναυλία του ντουέτο Τσακνής – Μαχαιρίτσας. Και ξαφνικά:

Σκληρή πικρή βροχή βράδυ Σαββάτου

το δελτίο των εννιά πουλάει

τη μοναξιά μου

τη ζωή μου που γλιστράει


Μα υπάρχω ακόμα

είμ’ ακόμα εδώ

παίρνω ανάσα και χρώμα

σε τροχιά άλλη πετώ.

1 

Το ‘Ρίξε Κόκκινο Στη Νύχτα’ ήταν μια έξυπνη διασκευή/μετάφραση μιας pop επιτυχίας από τη δεκαετία του `80, ήταν όμως και μια ανοιχτή πόρτα για ένα ανυποψίαστο πιτσιρικά στο έργο ενός τραγουδοποιού που είχε ως κύρια αποστολή να παλεύει με τα φαντάσματα, να υπογραμμίζει στα ρεφρέν του όλα όσα φοβάσαι να πεις, να παραδεχτείς, να φωνάξεις. Το ‘Ρίξε Κόκκινο Στη Νύχτα’ ήταν το κομμάτι της απόλυτης απελευθέρωσης, το ‘θα βγω έξω και θα κάνω ότι μου κατεβαίνει στο κεφάλι’.  Πόσο μη- έντεχνο όλο αυτό; Πόσο αστείο το γεγονός ότι με αυτό το κομμάτι έκανα headbanging για πρώτη φορά στη ζωή μου;

2 

Σχεδόν 15 χρόνια αργότερα, το ‘Διδυμότειχο Μπλουζ’ γινόταν το ρεφρέν που κόλλαγε σαν μπλούζα πάνω από τη στολή της στρατιωτικής θητείας μου, της κάθε θητείας που ‘δεν σταματάει πουθενά’ όπως κάποτε είχε γράψει ο Δ. Σαββόπουλος. Τα ‘Μάτια Δίχως Λογική’ ήταν τα μάτια του κοριτσιού που με κοιτούσαν κάθε βράδυ από το Παρίσι, μέσω Skype, σε μια σχέση από απόσταση, ο ‘Μικρός Τιτανικός’ μια κυνική διαπίστωση πως αυτή η σχέση δεν οδηγούσε πουθενά.

 

Ποτέ δεν θα ισχυριστώ πως υπήρξα φαν του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, ποτέ αυτό το κείμενο δεν θα εκτοξευτεί στο πάνθεον των κειμένων αγάπης για τον Βολιώτη τραγουδοποιό. Ύστερα από εκείνο το λάιβ του 1995, τον ξαναείδα μια ακόμα φορά πριν από επτά χρόνια, σε μουσική σκηνή όπου μαζί με άλλους τραγουδοποιούς της δεκαετίας του `80, αναμασούσαν τις επιτυχίες που έγραψαν εκείνη την εποχή, ενώ μπουκάλια ουίσκι άνοιγαν σε τραπέζια, λίγο μετά το σερβίρισμα του κρύου πιάτου. Αξίζει όμως ένα μεγάλο “ευχαριστώ και αντίο” σε εκείνον που έβαψε τις νύχτες με έντονα χρώματα, που τραγούδησε για μάτια που δεν ξεχνιούνται ποτέ, για παροπλισμένους ψευτοεπαναστάτες, για έναν ‘Μικρό Τιτανικό’ που μπορεί και να είναι η ιστορία μιας αστικής ζωής. Αντίο ρε Λαυρεντη.

 

(Ρhoto Credits: Eurokinissi)