ΜΟΥΣΙΚΗ

Τα live των Paradise Lost φαίνεται ότι δεν θα παλιώσουν ποτέ

Μιλήσαμε με τον Aaron Aedy για τη metal, τη θρησκευτικότητα και το ελληνικό κοινό.

Το να έχει ένας καλλιτέχνης ή μια μπάντα πορεία δεκαετιών στη μουσική σκηνή φαντάζει κάτι όλο και πιο δύσκολο με τον τρόπο που η μουσική βιομηχανία ακολουθεί τους φρενήρεις ρυθμούς όλης της σύγχρονης παραγωγής και με δεδομένο ότι  η εύκολη πρόσβαση σε αδιανόητο μέγεθος από νότες σε Megabytes δεν ευνοεί την παρακολούθηση όλης της πορείας μιας μπάντας. Το αίτημα για κάτι νέο γίνεται όλο και πιο πιεστικό.

Παρόλα αυτά, οι Paradise Lost τα έχουν καταφέρει και, ειδικά στην Ελλάδα, το κοινό τους σου δίνει την εντύπωση ότι γίνεται όλο και πιο μεγάλο. Το Σάββατο, στις 22.12.2018 η Αθήνα θα τους υποδεχτεί και πάλι στο Piraeus 117 Academy για ένα live που παραδοσιακά οδηγεί σε πολύ όμορφα μονοπάτια μελωδικών ήχων και φανταστικών προβολών σε σκοτεινά δάση του Βορρά, gothic αισθητική και χαμένους παραδείσους.

Υπάρχει μια ιστορία από συναυλία των Paradise Lost που δε θα ξεχάσετε ποτέ;

Όλες είναι μαγικές! Aπό την πρώτη μας συναυλία στην Ελλάδα το 1992 και μέχρι σήμερα η Ελλάδα είναι ένα μέρος στο οποίο αγαπάμε πάρα πολύ να παίζουμε. Η ενέργεια και το πάθος στις συναυλίες είναι φανταστικό. Το ίδιο και η φιλοξενία.

Ξεκινήσατε να κάνετε μουσική το 1988. Σε όλα αυτά τα χρόνια η metal έχει αλλάξει πολύ. Πιστεύετε ότι η μπάντα είχε επιρροή σε αυτή τη νέα εποχή;

Ελπίζω. Δεν είναι κάτι το οποίο σκεφτόμαστε ή μας ανησυχεί. Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη αλλαγή για όλους ήρθε με το ίντερνετ και τον τρόπο που ακούμε και ανακαλύπτουμε μουσική. Από την άλλη, η metal έχει τον ίδιο πυρήνα, προσελκύει τον ίδιο τύπο ανθρώπων. Είναι πάντως σπουδαίο ότι οι άνθρωποι από αγάπη για τη μουσική, έδωσαν το δικό τους κομμάτι και εξέλιξαν το είδος. Αν με αυτόν τον τρόπο επηρεάσαμε κάποιον, πρόκειται για κάτι που μας τιμά πολύ.

Με το ίντερνετ, το να βγαίνεις μπροστά με πολλούς νέους τρόπους είναι τώρα πολύ πιο πιθανό από ό,τι ήταν όταν ξεκινήσαμε. Η ανταλλαγή κασετών ήταν ο δικός μας τρόπος να παρουσιάζουμε μουσική σε ανθρώπους που έμοιαζαν με εμάς και ταυτόχρονα να μαθαίνουμε νέα μουσική από αυτούς. Ήταν ωραία εποχή, όταν είχες μια νέα κασέτα από κάποιον, για παράδειγμα, στη Σουηδία, ώστε να μπορείς να ακούσεις νέες σκανδιναβικές μπάντες.

Εγώ προσωπικά δεν είμαι ένας στερεοτυπικός οπαδός της metal, αλλά σας ακούω από τότε που ήμουν έφηβος. Κατά την άποψή σου, τι κάνει τη μουσική σας τόσο οικουμενική;

Το συναίσθημα! Αυτό που αισθανόμαστε όταν ακούμε μουσική μάς συνταράζει συναισθηματικά, ανεξάρτητα από το πού ή το ποιοι είμαστε. Μερικά είδη ταιριάζουν περισσότερο σε κάποιους σε σχέση με άλλους, αλλά πιστεύω ότι η metal μουσική είναι εξίσου επιδραστική και για όσους προτιμούν την πιο καταθλιπτική μουσική, όσο και για εκείνους που επιλέγουν χαρούμενες και ανεβαστικές μελωδίες. Πάντα έβλεπα τους Paradise Lost ως μια μουσική που ενώνει την ελπίδα για κάτι καλύτερο μέσα σε μια μουντή ατμόσφαιρα και σαν ένα σκοτάδι που εμπεριέχει μια μικρή ακτίνα φωτός. Πιστεύω ότι, ειδικά στις μέρες μας, μπορούμε να συσχετιστούμε με αυτό, να φύγουμε για λίγο από την πραγματικότητα και να χαθούμε μέσα στις νότες της μουσικής.

Το όνομα της μπάντας προέρχεται από τον περίφημο ομώνυμο ποίημα του Johh Milton. Υπάρχει ένα στίχος ή ένα θέμα από το ποίημα που ακόμα σε αγγίζει;

Για να πω την αλήθεια δεν έχω διαβάσει όλο το ποίημα – μόνο διέτρεξα μια παλιά έκδοση στη βιβλιοθήκη του Halifax. O Nick πρότεινε το όνομα, καθώς το είχε διαβάσει στο σχολείο, και μας άρεσε η ιδέα της σύγκρουσης μεταξύ παράδεισου και κόλασης.

Θα μπορούσες να αναφέρεις μερικές από τις μουσικές επιρροές σας οι οποίες δεν είναι από τη metal σκηνή;

Είναι πάρα πολλά πράγματα όλα αυτά τα χρόνια από The Sisters of Mercy και Cure μέχρι Dead Can Dance και Discharge, καθώς και punk και new wave ήχοι. Όταν κάθεσαι να το σκεφτείς, υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα από αυτά που καταλαβαίνεις, με δεδομένο ότι ακούς πολλή μουσική για παράδειγμα από το ραδιόφωνο, κτλ.

Στο ‘Medusa’ το τελευταίο σας άλμπουμ, γίνεται φανερό ότι υπάρχει ένα πλάνο να ενώσετε διαφορετικά στοιχεία. Είναι επίσης φανερό ότι το άλμπουμ είναι πολύ δουλεμένο μέχρι την τελευταία του νότα. Ένα χρόνο μετά, ποιες είναι οι σκέψεις σας γι’αυτό; Θα αλλάζατε κάτι;

Για να είμαι ειλικρινής δεν υπάρχει ένα ‘σχέδιο μάχης’ πριν από ένα άλμπουμ. Είναι λίγο σαν αντανάκλαση του ποιοι είμαστε σε κάθε καιρό. Πιστεύω επίσης ότι ο,τι κάνεις στη ζωή σου σε οδηγεί σε αυτό που πραγματικά είσαι και, αν είσαι χαρούμενος, δεν θες ποτέ να αλλάξεις τα πράγματα. Κάθε βήμα στην πορεία της ζωής σου ήταν σημαντικό για να σε φτάσει εδώ που σε έφτασε σήμερα.

Ήταν το 15ο studio album σας. Νιώθετε ότι υπάρχει πίεση κάθε φορά που γράφετε και συνθέτετε ένα νέο άλμπουμ;

Δεν υπάρχει ποτέ μια εξωτερική πίεση -είμαστε τυχεροί που πάντα μας εμπιστεύονταν να κάνουμε τα πράγματα με τον δικό μας τρόπο. Επομένως, η μόνη πίεση που έχουμε είναι να μας αρέσει και το απολαύσουμε οι ίδιοι. Εμείς είμαστε πάντα οι πιο σκληροί κριτές του εαυτού μας. Από την πρώτη μέρα της μπάντας, δημιουργούσαμε μουσική πρώτα από όλα γιατί το απολαμβάναμε. Όταν ένα άλμπουμ φύγει από τα χέρια μας, τη στιγμή που κυκλοφορεί, είμαστε περήφανοι γι’αυτό και ελπίζουμε ότι θα αρέσει και σε άλλους ανθρώπους επίσης.

Το fan club σας στην Ελλάδα είναι τεράστιο. Σε μια πρώτη επιφανειακή ματιά, αυτό μοιάζει περίεργο. Μιλάμε για μια ζεστή και ηλιόλουστη χώρα με ένα τυπικά μεσογειακό κλίμα. Γιατί πιστεύεις ότι η πιο σκοτεινή μουσική σας ταιριάζει τόσο πολύ στους Έλληνες οπαδούς;

Όπως τόνισα και νωρίτερα, είναι τα συναισθήματα που καθοδηγούνται και επηρεάζονται από τη μουσική. Κάθε άνθρωπος, όπου και αν είναι, έχει κάτι το οποίο τον βοηθάει να ξεφεύγει και η ομορφιά της μουσικής είναι ότι μπορεί να γίνει ένα πολύ προσωπικό ταξίδι. Ειδικά στην Ελλάδα, το να τραγουδάς μαζί με τα αδέρφια σου στο κοινό, το να νιώθεις μέρος ενός όλου μαζί με άλλους είναι ένας φανταστικός τρόπος να βγάλεις πράγματα από μέσα σου. Και εγώ χάνομαι με τη μουσική και εμπλουτίζει τις εμπειρίες μου το να παίζω live, ειδικά μπροστά από ένα ελληνικό κοινό. Το λατρεύω!

Η μουσική σας έχετε πολλούς θρησκευτικούς όρους, τίτλους τραγουδιών ακόμα και artwork. Ποια είναι η προσωπική σου σχέση με τη θρησκεία;

Κανείς στην μπάντα δεν είναι θρησκευόμενος. Δεν έχω τίποτα με όσους είναι, αλλά δυστυχώς πολλές φορές η θρησκεία εργαλειοποιείται για σκοτεινούς σκοπούς. Είναι μια ιστορία που τη βρίσκεις σε όλες τις εποχές – ότι υπάρχει ένα νόημα σε όσα κάνεις και ότι θα επιβραβευθείς μετά θάνατον ανάλογα με τις πράξεις σου. Ωστόσο, παρά τα αρνητικά, η θρησκεία είναι βαθιά ριζωμένη στην ίδια την ύπαρξή μας και επομένως ανοιχτή για σκέψη. Προσωπικά μιλώντας, αν οι άνθρωποι σταματούσαν να ενοχλούν τους άλλους και να προσπαθούν να τους επιβάλλουν τα δικά τους πιστεύω σαν να ήταν τα μόνα αληθινά και, αν επέτρεπαν σε όλους να πιστεύουν σε όποιον και ό,τι προτιμούν, θα το έβρισκα μια χαρά. Δυστυχώς δεν συμβαίνει. Κανείς όμως δεν μπορεί να μας εμποδίσει να ονειρευόμαστε.

Η επιλογή του Thom Yorke να δημιουργήσει το σάουντρακ του Suspiria συζητήθηκε πολύ. Θα κάνατε ποτέ σάουντρακ για ταινία; Τι είδους φιλμ πιστεύετε ότι θα ήταν;

Έχω δει τον Claudio Simonetti των Goblin να παίζει live το soundtrack πλάι στο original film και πιστεύω ότι ήταν εκπληκτικό. Είναι φίλοι μου και ο Claudio είναι φοβερός τύπος. Δεν έχω έχω δει ακόμα το νέο re-boot αλλά μου αρέσει ο Thom Yorke ως συνθετης, οπότε θα το τσεκάρω.

Στο δεύτερο σκέλος. Πιστεύω ότι θα ήταν μια ταινία τρόμου. Κάτι σαν το ‘The Road’ θα μας έκανε ή ενδεχομένως και κάτι πιο post-apocalyptic, όπως το Mad Max. Είναι επικίνδυνο να πειραματίζεσαι με soundtracks που έχουν ήδη καθιερωθεί, αλλά ένα νέο film θα ήταν πραγματικά κάτι πολύ ενδιαφέρον.

Κάτι τελευταίο για το ελληνικό κοινό που θα σας παρακολουθήσει;

Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Ανυπομονώ για το live στην Αθήνα. Είναι πάντα κάτι που μένει για πάντα στη μνήμη μου. Τα λέμε εκεί.